ΕΙΔΙΚΟΤΗΣ ΜΑΣ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ - LE CRIME EST NOTRE AFFAIRE
του Πασκάλ Τομά
με τους Κατρίν Φροτ, Αντρέ Ντισολιέ, Κιάρα Μαστρογιάνι, Μελβίλ Πουπό, Κλοντ Ρις, Αλεξάντρ Λαφοριέ, Κριστιάν Βαντίμ
Υπόθεση: Ο Μπελισάρ και η Προυντένς Μπέρεσφορντ περνούν ξεκούραστες μέρες στον μικρό τους πύργο που έχει θέα σε ολόκληρη τη λίμνη του Bourget. Ο Μπελισάρ νιώθει ευτυχισμένος, αλλά η δαιμόνια Προυντένς πλήττει. Ονειρεύεται να βρεθεί μια νεράιδα που θα τους εκτόξευε σε περιπέτειες διανθισμένες με πολλά μυστήρια…και πτώματα. Κι αυτή η νεράιδα εμφανίζεται μπροστά της με τη μορφή μιας βελγίδας θείας της, της Μπαμπέτ , η οποία γίνεται μάρτυρας ενός φρικτού εγκλήματος από το παράθυρο ενός τρένου. Παρ’ όλο τον σκεπτικισμό του Μπελισάρ , η Προυντένς ξεκινάει με σκοπό να αναζητήσει το πτώμα. Πετυχαίνει να προσληφθεί ως μαγείρισσα σε ένα μυστηριώδες αρχοντικό. Εκεί ζει συγκεντρωμένη μια πραγματικά παράξενη οικογένεια, η οποία αποτελείται από έναν οξύθυμο γέρο και τα τέσσερα παιδιά του, ενώ οι αυθεντικές σαρκοφάγοι που βρίσκονται μέσα στο σπίτι κρύβουν μερικές στ’ αλήθεια περίεργες εκπλήξεις...
Περισσότερα για την ταινία
Αυτή είναι η τρίτη ταινία του Τομά που βασίζεται σε έργο της Αγκάθα Κρίστι και η δεύτερη με το ίδιο επιτελείο ηθοποιών που ενσαρκώνουν τους περιβόητους ερασιτέχνες ντετέκτιβ. Πέρα από το εγκληματολογικό μυστήριο, η ταινία έχει ένα αξεπέραστο χιούμορ, πολλές ατάκες και μια καταπληκτική περιγραφή της ζωής και των συνηθειών της αγγλικής εξοχής από ένα 100% γαλλικό επιτελείο . Το τραγούδι της αρχής κατ του τέλους είναι το διάσημο sway .
Βραβεία – Συμμετοχές
Υποψηφιότητες στα βραβεία César 2009 στις κατηγορίες καλύτερου α΄ γυναικείου ρόλου, καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου.
Ο σκηνοθέτης και το έργο του
Πρώην δημοσιογράφος, ο Pascal Thomas γίνεται σκηνοθέτης όταν, με την προτροπή του Claude Berri, μετατρέπει το προσχέδιο ενός μυθιστορήματος σε σενάριο για την πρώτη του ταινία μικρού μήκους, Le Poème de l’élève Mikovsky (1971). Στη συνέχεια γυρίζει την πρώτη του μεγάλου μήκους δουλειά, Les Zozos (1972), στην οποία ανακαλύπτουμε έναν δημιουργό που έχει την τύχη και το προνόμιο να μπορεί να προσθέτει νότες αισιοδοξίας στη ζοφερή πραγματικότητα, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα οι ταινίες του, κάτω από το κάλυμμα της κωμωδίας, να υπογραμμίζουν κάτι περισσότερο δραματικό. Μια και όλες οι μεγάλου μήκους ταινίες του είναι κωμωδίες ηθών, στις περισσότερες από τις οποίες παίζουν μη επαγγελματίες ηθοποιοί ή ένας συνδυασμός από σημαντικούς επαγγελματίες ηθοποιούς και από ανθρώπους του δρόμου, και καθώς οι κωμωδίες αυτές απευθύνονται στο ευρύτερο κοινό, ο Pascal Thomas κατέχει μια ξεχωριστή θέση στον γαλλικό κινηματογράφο. Τρία χρόνια μετά την επιτυχία που σημείωσε η ταινία Αγκάθα Κρίστι: Στα ίχνη του δολοφόνου, ξανασυναντούμε το ζευγάρι των εκκεντρικών ντετέκτιβ που έπλασε η Agatha Christie, την Prudence και τον Bélisaire Beresford, τους οποίους ενσαρκώνουν και πάλι η Catherine Frot και ο André Dussollier. Ανάμεσα στις δύο ταινίες, ο Pascal Thomas υπέγραψε ένα ακόμη φιλμ που εμπνεύσθηκε από το έργο της βρετανίδας συγγραφέως, την Ώρα μηδέν.
Η ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ
LE MERPIS
του Ζαν Λικ Γκοντάρ
με τους Μπριζίτ Μπαρντό, Μισέλ Πικολί, Τζακ Πάλανς, Φριτς Λανγκ, Ζαν Λικ Γκοντάρ, Ραούλ Κουτάρ, Τζόρτζια Μολ
[επανέκδοση]
Υπόθεση: Ο Αμερικανός παραγωγός Τζέρεμι Πρόκος (Τζακ Πάλανς) προσλαμβάνει τον γνωστό Αυστριακό σκηνοθέτη Φριτς Λανγκ (υποδύεται τον εαυτό του στην ταινία) προκειμένου να μεταφέρει στον κινηματογράφο την Οδύσσεια του Ομήρου. Δυσαρεστημένος με την «καλλιτεχνική» προσέγγιση που ακολουθεί ο σκηνοθέτης, προσλαμβάνει τον Πωλ Ζαβάλ (Μισέλ Πικολί), συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών και θεατρικών έργων, για να επεξεργαστεί το σενάριο. Η σύγκρουση μεταξύ καλλιτεχνικής έκφρασης και εμπορικής απήχησης ακολουθεί μια παράλληλη πορεία με την προοδευτική αποξένωση του Πωλ από τη σύζυγο του Καμίλ (Μπριζίτ Μπαρντό) η οποία φαίνεται να ξεκινά από τη στιγμή που ο Πωλ αφήνει την Καμίλ μόνη με τον εκατομμυριούχο παραγωγό.
Περισσότερα για την ταινία
Αν και η ιστορία της αποξένωσης του ζευγαριού υπάρχει στην νουβέλα του Μοράβια, ο Γκοντάρ ηθελημένα παραβάλει στοιχεία της προσωπικής του ζωής στα πρόσωπα και τις πράξεις των πρωταγωνιστών του. Σε μια πρώτη ανάγνωση της πλοκής οι χαρακτήρες του Πωλ, της Καμίλ και του Πρόκος αντιστοιχούν σε αυτούς του Οδυσσέα, της Πηνελόπης και του Ποσειδώνα. Μια δεύτερη ματιά αποκαλύπτει ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να αντιστοιχούν στον ίδιο τον Γκοντάρ, τη σύζυγο του Άννα Καρίνα (για την οποία προόριζε αρχικά το ρόλο της Καμίλ) και τον Τζόζεφ Ι. Λεβάιν, συμπαραγωγό του φιλμ. Σε μια σκηνή μάλιστα της ταινίας η Μπαρντό φοράει μια μαύρη περούκα που την κάνει να μοιάζει πολύ με την Καρίνα. Ο Μισέλ Πικολί έχει επίσης μια κάποια ομοιότητα με τον πρώην σύζυγο και Πυγμαλίωνα της Μπαρντό, σκηνοθέτη Ροζέ Βαντίμ.
ΩΡΑΙΟΣ ΚΑΙ ΣΕΞΥ
PLAY IT AGAIN, SAM
του Χέρμπερτ Ρος
με τους Γούντι Άλεν, Νταιάν Κίτον, Τόνι Ρόμπερτς, Τζέρι Λέισι
[επανέκδοση]
Υπόθεση: Ο Γούντι Άλεν είναι ο Άλαν, ένας ντροπαλός κριτικός κινηματογράφου που έχει σοβαρό πρόβλημα στις σχέσεις του με τις γυναίκες. Είναι εντελώς προσκολλημένος στη δουλειά του και στην αγαπημένη του ταινία, την Καζαμπλάνκα. Η γυναίκα του, Νάνσυ τον εγκαταλείπει και κάνει αίτηση διαζυγίου. Ανίκανος να διαχειριστεί αυτή τη συναισθηματική κρίση, ψάχνει καταφύγιο στην αγαπημένη του ταινία και φαντασιώνεται ότι ο Χάμφεϊ Μπόγκαρντ είναι στο πλάι του δίνοντας του συμβουλές όσον αφορά τις γυναίκες. Χείρα βοηθείας στον Άλαν, δίνει ένα ζευγάρι καλών του φίλων, ο Ντικ και η Λίντα. Του κανονίζουν διάφορα ραντεβού αλλά όλα καταλήγουν να είναι καταστροφικά, λόγω της νευρικότητας και της ανασφάλειας του. Εν τέλει, ο Άλαν συνειδητοποιεί ότι πέρνα τον περισσότερο χρόνο του με την Λίντα και αρχίζει τον έλκει. Είναι η μόνη γυναίκα με την οποία είναι ο εαυτός του. Η Λίντα αποδεικνύεται απροσδόκητα δεκτική για καλή τύχη του Άλαν, μιας και το Ντικ, όντας εργασιομανής, την αγνοεί και την παραμελεί εντελώς…
Περισσότερα για την ταινία
"Έχετε κάνει ψυχανάλυση; Τι σας είπε ο ψυχαναλυτής σας;" "Συμφώνησε μαζί μου, ότι χρειάζομαι θεραπεία. Πιστεύει επίσης ότι η αμοιβή του είναι λογική..." Παρά τη διάσημη αυτή ατάκα, ο Γούντι Άλεν δηλώνει πως δεν πρέπει να συγχέεται με τους ήρωές του. Είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, που του αρέσει να βολτάρει στους δρόμους της Νέας Υόρκης, ζει μια φυσιολογική ζωή, κοιμάται νωρίς, είναι πειθαρχημένος και σε γενικές γραμμές λειτουργεί καλά. Και ίσως να μην είχαμε ακούσει ποτέ γι` αυτόν, αν ήταν λίγο πιο επιμελής μαθητής... Αφού τον έδιωξαν από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και από το Σίτι Κόλετζ, ο Γούντι Άλεν άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με το γράψιμο. Έγραφε κείμενα για διάφορους κωμικούς, ώσπου αποφάσισε να γίνει κωμικός ο ίδιος.
Το 1964 εμφανιζόταν σε κάποιο κλαμπ της Νέας Υόρκης, όταν έγραψε το σενάριο για το "What`s New Pussycat?" (Χαρέμι για Δύο), που γνώρισε τεράστια επιτυχία. Το 1969 γύρισε την πρώτη δική του ταινία, το Πάρε τα Λεφτά και Τρέχα. Από τότε δεν έπαψε ποτέ να γοητεύει, να αιφνιδιάζει και συχνά να προκαλεί ανεξέλεγκτους σπασμούς γέλιου με μια εντυπωσιακή παραγωγή που ξεπερνά τις τριάντα ταινίες.. Έχει επίσης γράψει τρία θεατρικά, "Μην Πίνετε το Νερό", "Ωραίος και Σέξι" (που μετέφερε και στον κινηματογράφο) και "The Floating Lightbulb", έχει εμφανιστεί σε δικά του έκτακτα τηλεοπτικά προγράμματα, και συνεργαζόταν για χρόνια με το New Yorker και άλλα έντυπα. Το έργο του πέρασε στην ιστορία του κινηματογράφου, λατρεύτηκε εξίσου από διανοούμενους και εκατομμύρια απλών θεατών και για την ανάλυσή του έχουν ξοδευτεί ποταμοί μελάνης από την κριτική, ωστόσο ο ίδιος φαίνεται να το αντιμετωπίζει εξαιρετικά προσγειωμένα: "Δεν θέλω να μείνω αθάνατος με το έργο μου. Θέλω να μείνω αθάνατος με το να μην πεθάνω".
Ο Άλαν μένει σ’ ένα διαμέρισμα επιπλωμένο εντελώς κινηματογραφικά. Κοιμάται κάτω απ’ το «Θύελλα πέρα απ’ τον Ειρηνικό», ξυρίζεται με την «Καζαμπλάνκα» ν’ αντανακλά στον καθρέφτη. Είναι ο μεγαλύτερος θαυμαστής του Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ. Είναι κάτι παραπάνω απ’ αυτό. Είναι ένας μαθητής του Μπόγκαρντ. Είναι ο μέσος, συνηθισμένος κινηματογραφόφιλος, που μέσα από το σκοτεινό καταφύγιο του βλέπει και ξαναβλέπει τη σκηνή του αεροδρομίου της Καζαμπλάνκα. Αλλά αν τον βγάλεις απ’ αυτό το καταφύγιο γίνεται υπέρ-νευρωτικός.
Οι φίλοι του προσπαθούν να τον πάνε στην παραλία: « Σιχαίνομαι την παραλία! Μισώ τον ήλιο!» ουρλιάζει « είμαι ανοιχτόχρωμος και κοκκινομάλλης! Δεν μαυρίζω, καίγομαι!». Όπως μπορείτε να καταλάβετε έχει θέματα, ακόμα και με τον Μπόγκι στο πλευρό του. Οι φίλοι του, Ντικ και Λίντα, προσπαθούν να του κλείσουν διάφορα ραντεβού με γυναίκες, αλλά αυτός τα κάνει όλα λίμπα και μετά καταστρέφει τα έπιπλα του σε μια κρίση.
Ο Γούντι Άλεν είναι από εκείνους τους κωμικούς που μπορεί να κατανοήσει ότι το χιούμορ μπορεί να βασιστεί τόσο στο πάθος όσο και στο σαδισμό. Και όσο οι υπόλοιποι υπερβολικοί κωμικοί μας κατακλύζουν με επιθετικό χιούμορ, ο Γούντι είναι στο μπάνιο του και του επιτίθεται το μπιστολάκι του. Η σύλληψη του να χρησιμοποιήσει τον Μπόγκαρντ σαν χαρακτήρα είναι εξαιρετικά επιτυχής. Η μίμηση του από τον Τζέρι Λέισι είναι πολύ καλή, αν όχι εξαίρετη και η ταινία ξεκινά και τελειώνει με τις παραλλαγές του μοναδικού τέλους της Καζαμπλάνκα.
Μπορεί ως ταινία να είναι πολύ δομημένη και η πλοκή της να είναι προβλέψιμη, αυτή είναι η αδυναμία ταινιών που στηρίζονται πάνω σε θεατρικά έργα. Αλλά, αυτό δεν είναι καν παράπονο για μια ταινία τόσο διασκεδαστική και υπερβολικά αστεία όσο το «Ωραίος & Σέξι» .
Rogert Ebert-Chicago Sun,1974
Η ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΙΑΣ
LE CHARME DISCRET DE LA BOURGEOISIE / THE DISCREET CHARM OF THE BOURGEOISIE
[επανέκδοση]
του Λουίς Μπουνιουέλ
με τους Φερνάντο Ρέι, Πολ Φρανκέρ, Ντελφίν Σεϊρίν, Μπουλ Οζιέ, Στεφάν Οντράν, Ζαν-Πιέρ Κασέλ, Ζιλιέν Μπερτό, Μιλένα Βούκοτιτς
Υπόθεση: Στα πλούσια προάστια του Παρισιού, 6 μεγαλοαστοί, ανάμεσά τους ο πρέσβης μιας λατινοαμερικάνικης χώρας, βρίσκονται σε μια πολύ περίεργη κατάσταση: προσπαθούν να δειπνήσουν και να ολοκληρώσουν ένα γεύμα αλλά συνεχώς οι προσπάθειές τους αναστέλλονται από μια σειρά περίεργα, κωμικοτραγικά, άλλα αληθινά και άλλα φαντασιακά, γεγονότα, που παρεμβάλλονται στην πορεία. Έτσι, η παρέα των αστών φτάνει σε ένα εστιατόριο τη μέρα που έχει πεθάνει ο ιδιοκτήτης και το πτώμα του βρίσκεται στην κουζίνα, κάποια άλλη στιγμή νομίζουν ότι κάθονται σε εστιατόριο αλλά μια αυλαία που ανοίγει αποκαλύπτει ότι βρίσκονται σε μια σκηνή θεάτρου και έχουν γίνει δημόσιο θέαμα. Αλλού, βρίσκονται σε ένα καφέ που δεν έχει να τους σερβίρει τίποτα παρά μόνο νερό ενώ κάποια άλλη φορά, το δείπνο τους διακόπτει μια συμμορία που τους γαζώνει με σφαίρες κ.ο.κ. Τελικά, το δείπνο δεν πραγματοποιείται ποτέ. Η αστική τάξη μένει ανικανοποίητη.
Περισσότερα για την ταινία
Ο Buñuel με αυτή την αριστουργηματική σουρεαλιστική ταινία, σατιρίζει καυστικά για άλλη μια φορά την αστική τάξη και την προσποιητή ευγένειά της. Τίποτα δεν ξεφεύγει από το σαρκασμό: οι κενοί καλοί τρόποι, οι ανούσιες κοινωνικές εκδηλώσεις, οι αποσαρθρωμένες διαπροσωπικές σχέσεις, οι εγκληματικές πράξεις, που καλύπτονται από την κοινωνική θέση (ο πρέσβης κάνει λαθρεμπόριο κοκαΐνης), η συνεχής αίσθηση του ανικανοποίητου, που δείχνεται με το ότι τελικά παραμένουν νηστικοί…
Τη δεκαετία του `60 γυρίστηκαν μια σειρά σημαντικών ευρωπαϊκών ταινιών, από δημιουργούς όπως Γκοντάρ, Ριβέτ, Μπέργκμαν, Παζολίνι, οι οποίες αμφισβήτησαν την κλασική αφήγηση και την κινηματογραφική αληθοφάνεια, που είχαν καταντήσει τροχοπέδη για τη δημιουργική έκφραση τα προηγούμενα χρόνια. Το ενδιαφέρον εστιάστηκε λοιπόν στην απόσπαση της αφήγησης από τα παραδοσιακά πλαίσια της λογικής σειράς αλλά και στην αποκάλυψη του ψευδαισθησιακού χαρακτήρα των ταινιών. Η Διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας ανήκει σε αυτό το γκρουπ ταινιών….
Με ευρηματική σκηνοθεσία που αναιρεί το διαχωρισμό μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, ο Buñuel επιτίθεται στη λογική δομή της αφήγησης. Η υπόθεση δεν παίζει σπουδαίο ρόλο. Πρόκειται απλώς για μια σειρά παράδοξων γεγονότων φαντασιακού χαρακτήρα, που σκοπό έχουν να φέρουν τους αστούς σε δύσκολη θέση. Με κάθε παράλογη και σουρεαλιστική εικόνα ο Buñuel εισβάλλει στο σύμπαν των αστών δημιουργώντας ασάφεια και σύγχυση των κοινωνικών ρόλων (π.χ. ο επίσκοπος που είναι και κηπουρός). Ακόμα και το κεντρικό θέμα, το δείπνο, δεν έχει αφηγηματική αξία. Όπως αναφέρει ο κριτικός Robin Wood, «Ο Buñuel χρησιμοποιεί το δείπνο για να κάνει την ανατομία των αστικών τελετουργικών: ο σκοπός δεν είναι να φάνε αλλά να επιβάλλει ο καθένας το κοινωνικό του γόητρο».
Η απουσία ισχυρής αφηγηματικής δομής στρέφει λοιπόν την προσοχή μας στις αλλόκοτες περιπέτειες των ηρώων και την επικίνδυνη ρηχότητα των πολιτισμένων συζητήσεων των ανώτερων κοινωνικών κύκλων.
Στην ταινία βλέπουμε 4 κύρια στοιχεία: 1) την πραγματικότητα, η οποία μονίμως διακόπτεται από φαντασιακά γεγονότα 2) το όνειρο, το οποίο χρησιμοποιείται για να ξεβολεύει τον θεατή από τη σιγουριά του. Το όνειρο παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην ταινία, καθώς η αρχή του δεν σηματοδοτείται ποτέ, οπότε ο θεατής «ξυπνά» και αυτός ξαφνιασμένος μαζί με τον ήρωα της ταινίας. Ο Buñuel μάλιστα, επηρεασμένος από τα βιβλία Gil blas de santillana του Alain-René Lesage και The manuscript found in Saragossa του Jan Potocki, γνωστά για τον αινιγματικό τους χαρακτήρα, εφαρμόζει και στην ταινία του την τεχνική «όνειρο μέσα σε όνειρο», παίζοντας με την κοινή λογική του θεατή 3) τις παρεμβαλλόμενες αφηγήσεις. Πρόκειται για κάποιες ιστορίες που αφηγούνται τυχαίοι ήρωες και συσκοτίζουν και αυτές τα όρια πραγματικότητας-φαντασίας 4) τον επαρχιακό δρόμο, που είναι περισσότερο ένας ουτοπικός χώρος, μια ζώνη εκτός τόπου και χρόνου, στην οποία οι ήρωες περιπλανώνται άσκοπα.
Μέσα από την παραδοξότητα του τρόπου αφήγησης, ο σκηνοθέτης καταλύει την εικόνα της αστικής τάξης, αφήνει να φανεί ο παραλογισμός και η κενότητα της ύπαρξής της, ο αέναος κύκλος των επιτηδευμένων πράξεών της. Παράλληλα, με ένα αιχμηρό σουρεαλιστικό χιούμορ, επιτίθεται στους πυλώνες της: πλούσιοι, εκκλησία, αστυνομία, πολιτικοί, κυβερνήσεις, ισχυροί παράγοντες, σατιρίζονται μέσα από μια τόσο γκροτέσκα υπόθεση, που δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια ανελέητη παρωδία της μπουρζουαζίας! Γκρεμίζει έτσι τα κοινωνικά στερεότυπα, καταδεικνύει τις αδυναμίες της αστικής τάξης αλλά και την ενοχικότητα της βεβαρημένης συνείδησής της, αφού μπορεί με την ίδια ευκολία να φέρεται κόσμια και την ίδια στιγμή να διαπράττει εγκλήματα. Ακόμη και ο τίτλος της ταινίας («Ένας από τους καλύτερους στην ιστορία του σινεμά»-J. Hoberman, The Village Voice) είναι αποκαλυπτικά ειρωνικός: είναι σαν να λένε οι αστοί: «Εμείς οι μπουρζουά ό, τι κάνουμε, το κάνουμε τουλάχιστον χωρίς να χάσουμε την ανατροφή και τους καλούς μας τρόπους». Το μοναδικό τους επιχείρημα είναι δηλαδή ο ψύχραιμος και «πολιτισμένος» τρόπος με τον οποίο ανταποκρίνονται σε οποιαδήποτε περίσταση. Αποκαλύπτεται έτσι η ελαφρότητα, η απάθεια και η συγκαταβατικότητα με την οποία η μπουρζουαζία αντιμετωπίζει όλα τα θέματα.
Η ταινία χλευάζει, βεβηλώνει, ξεμπροστιάζει την επίφαση της εκπολιτισμένης κοινωνίας και καλεί τον θεατή σε ένα σουρεαλιστικό, φαντασιακό γαϊτανάκι, αστείο σαν γροθιά στο στομάχι.
Διακρίσεις
OSCAR ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ 1973
2 ΒΡΑΒΕΙΑ BAFTA (ΣΕΝΑΡΙΟΥ-ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΗΘΟΠΟΙΟΥ) 1974
ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ/ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ-ΕΝΩΣΗ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ ΚΡΙΤΙΚΩΝ 1973
ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ-ΕΝΩΣΗ ΓΑΛΛΩΝ ΚΡΙΤΙΚΩΝ 1973
Ο ίδιος ο Luis Buñuel έχει δηλώσει: «Η πιο σουρεαλιστική ταινία μου»
Πηγή
http://culture.ana-mpa.gr/view5.php?id=9874