Χώρος επικοινωνίας, έκφρασης του λαϊκού κεφιού, διασκέδασης και γέλιου. Χώρος καλαμπουριού, ξεδόματος, ονειροπώλησης, χαλάρωσης και απόλαυσης. Χώρος εξομολογήσεων, αρσενικών αλληλοεκμυστηρεύσεων, πονεμένων ερωτικών ιστοριών και αθεράπευτων ερώτων. Χώρος λησμονιάς – βοηθούσης της οινοποσίας – φευγιού απο τα ντέρτια και τους καημούς της ζωής. Χώρος δημιουργίας, διαφύλαξης και ανανέωσης του μοναδικού πολιτιστικού μας αγαθού που είναι οι τοπικές μας κουζίνες. Χώρος ομαδικής ψυχοθεραπείας με θεράποντα τον ταβερνιάρη. Πρώτες συναντήσεις, ερωτικές εξομολογήσεις, αλλά και πολιτικές αναλύσεις και συνωμοτικές μαζώξεις. Χώρος κοινωνικών συναθροίσεων, οικογενειακών γιορτών όπου επιβεβαιώνεται η κοινωνική συνοχή, χαράς σπουδαίων γεγονότων, όπως γάμοι, βαφτίσια κλπ. Χώρος υπέρβασης της ζοφερής πραγματικότητας, διέξοδος και διαφυγή απο τη μοναξιά. Χώρος όπου ικανοποιείται η πείνα και η δίψα, αλλά όπου το φαγητό και το πιοτό δεν είναι παρά η αφορμή για να ενωθεί η μια ψυχή με την άλλη, να βρεί την άκρη του νήματος, να αποκαλύψει την ατομική αλήθεια και να ενωθεί με το πανανθρώπινο. Τέλος, χώρος ιστορικής μνήμης, συζητήσεων και σχολιασμού της καθημερινότητας, διαμόρφωσης της κοινωνικής συνείδησης.
Η Ταβέρνα, σε μια ιστορική πορεία, έθρεψε και ανέπτυξε τα πιο χαρακτηριστικά πολιτιστικά αγαθά του Ελληνισμού. Εδώ άνθησε η καντάδα, ανδρώθηκε το ρεμπέτικο, τραγουδήθηκαν τα αντάρτικα. Στην ταβέρνα πρωτογλέντησαν οι ξεσπιτωμένοι Μικρασιάτες, βρήκαν καταφύγιο οι απόκληροι και οι περιθωριακοί, χάρηκαν οι παλαιοί Αθηναίοι τις Απόκριες και τον Καρνάβαλο, σφυρηλατήθηκε η αντιδικτατορική συνείδηση των νέων την περίοδο της χούντας, τραγουδήθηκαν τα τραγούδια του Θεοδωράκη, έμαθαν οι νεολαίοι του 1980 να τραγουδούν τα αθάνατα ρεμπέτικα.
Γιατί όμως η ταβέρνα κι όχι ο άλλος κατ’ εξοχήν χώρος που περνάει ο Έλληνας τον ελεύθερο χρόνο του, το καφενείο;
Το καφενείο είναι ο χώρος έκφρασης του συνειδητού. Στο καφενείο μαθαίνονται τα νέα (απο τα πιο σημαντικά, πόλεμοι, σεισμοί, καταστροφές, ως τα πιο ασήμαντα, ποδόσφαιρο, προξενιά, χωρισμοί), σχολιάζεται η επικαιρότητα, υπερασπίζονται οι πολιτικές πεποιθήσεις. Αναπτύσσονται οι κομματικές έρριδες, φορτίζεται το κλίμα, δημιουργούνται οι μικρές «Βουλές» της χώρας. Ο ένας προσπαθεί να πείσει τον άλλο, κυριαρχεί η λογική της αντιπαλότητας και η αντιπαράθεση των ιδεών. Η ώρα του καφέ, του ούζου με το μεζέ, η «καφενοκουβέντα» της πολιτικής. Σύγκρουση προσωπικών απόψεων, έκφραση έλλογης σκέψης. Εδώ «σκοτώνεται» η ώρα, παίζονται τυχερά παιχνίδια αλλά και συνάπτονται οικονομικές συμφωνίες, κλείνονται δουλειές, κυριαρχεί η άμιλλα. Το καφενείο στεγάζεται συνήθως σε χώρους ευάερους και ευήλιους, κοντά σε πλατείες, εκεί όπου υπάρχει κόσμος, πέρασμα, «αγορά». Δεν κλείνεται ποτέ σε υπόγεια ή απόμερα μέρη. Το καφενείο είναι ο χώρος που κυριαρχείται απο τον Λόγο και τη Συνείδηση.
Η Ταβέρνα, απ’ την άλλη, είναι ο χώρος έκφρασης του ασυνείδητου. Εδώ οι άνθρωποι μιλούν με τη γλώσσα της ψυχής και όχι της λογικής. Πίνουν, μιλούν, τραγουδούν, γλεντούν, αδελφώνονται, αγαπούν, πονούν, υποφέρουν θυμούνται, λυτρώνονται. Το γλέντι, ο νταλκάς, το τσακίρ κέφι, το ζεϊμπέκικο, είναι μοναχικοί δρόμοι αναζήτησης και έκφρασης της αλήθειας, που ενωμένοι στον κοινό τόπο της ταβέρνας προσπαθούν να νικήσουν τον ανθρώπινο πόνο. Επι – κοινωνία. Η ταβέρνα είναι χώρος υπέρβασης. Ο χώρος που κυριαρχείται απο το συναίσθημα. Γι’ αυτό σπάνια βρίσκεται κοντά σε χώρους «αγοράς». Προτιμά το απόμερο, το ανήλιο. Στεγάζεται σε υπόγεια, εκεί που κατοικεί το ασυνείδητο.
Η ταβέρνα λειτούργησε σαν ο πυκνωτής της έλληνικής λαϊκής αστικής διασκέδασης. Συνδέθηκε όπως προαναφέρθηκε με πολλές εκφάνσεις του ελληνικού λαικού πολιτισμού και για αυτο το λόγο έπρεπε να βρεθούν οι τομές και οι διασυνδέσεις.
Ο Γιώργος Πίττας αποτυπώνει σε ένα νέο λεύκωμα τα αθηναϊκά κουτούκια που έγραψαν ιστορία
/
«Μες στην υπόγεια την ταβέρνα/ μες σε καπνούς και σε βρισές/ απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα/ όλη η παρέα πίναμε εψές...». Λογοτέχνες όπως ο Κώστας Βάρναλης, που έγραψε αυτούς τους στίχους, αλλά και εργάτες, ρεμπέτες, φοιτητές, πολιτικοί, έχουν κάνει σπονδή στην παραδοσιακή ταβέρνα με κεχριμπαρένια ρετσίνα, νόστιμο μεζέ και τραγούδι. (Φωτο:Βάρναλης, Τσίρκας, Παπαϊωάννου)Κατεβαίνεις μερικά σκαλοπάτια ή περνάς την ξύλινη πόρτα και βρίσκεσαι σε έναν κόσμο διαφορετικό. «Εδώ οι άνθρωποι μιλούν με τη γλώσσα της ψυχής και όχι της λογικής. Πίνουν, μιλούν, τραγουδούν, γλεντούν, αδελφώνονται, αγαπούν, πονούν, υποφέρουν, θυμούνται, λυτρώνονται» σημειώνει ο Γιώργος Πίττας στο βιβλίο του «Η αθηναϊκή ταβέρνα», καρπό πολύχρονης έρευνας, που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις «Ινδικτος»...
Ο συγγραφέας ξεκίνησε με ρομαντική διάθεση να αποτυπώσει με λόγο και με εικόνες χώρους που χάνονται. Με αμείωτο ενθουσιασμό -«έγραφα επί τόπου, πάνω στα χασαπόχαρτα των τραπεζιών» λέει χαρακτηριστικά- επέκτεινε την καταγραφή του σε όλες τις παλιές γειτονιές: από την Πλάκα, τη Νεάπολη, το Μεταξουργείο, ως το Παγκράτι, την Κυψέλη, την Καισαριανή, το Χαλάνδρι αλλά και τον Πειραιά. Κι ακόμα, μας παρασύρει σε ένα ταξίδι δύο αιώνων, καθώς αφηγείται την ιστορία της αθηναϊκής ταβέρνας, παράλληλα με τη ανάπτυξη της πρωτεύουσας:
«Πώς δηλαδή η ταβέρνα από ένα υγρό, στενόχωρο υπόγειο κτίσμα, με ξύλινα βαρέλια στο χωμάτινο δάπεδο, όπου πουλιόταν κρασί χύμα, εξελίχθηκε στο πέρασμα των δεκαετιών στη μήτρα της λαϊκής διασκέδασης, ειδικά τη δεκαετία '50-'60, και πώς τη δεκαετία της χούντας, αλλά και μετά, η διασκέδαση αυτή μετατράπηκε σε μια ξέφρενη επίδειξη πλούτου και κακού γούστου».
.
* Η ιστορία της αθηναϊκής ταβέρνας ξεκινάει με την ανακήρυξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα της Ελλάδας, το 1834. Ενώ η βαυαρική αυλή πίνει μπίρα, η ταπεινή ρετσίνα ρέει στα λαϊκά στρώματα. Αρχικά οι ταβέρνες είναι χώροι όπου πουλιέται κρασί. Ο χώρος παρασκευής των εδεσμάτων δεν ξεχωρίζει από τον χώρο κατανάλωσης, ενώ η προετοιμασία και το μαγείρεμα γίνεται εμπρός στα μάτια των θαμώνων, μέσα σε ατμόσφαιρα πνιγμένη από την «κνίσα του ψησίματος», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο γάλλος περιηγητής J. Ν. Abbot.
.
* Την εποχή εκείνη, παραμονή εκλογών πολλές ταβέρνες γίνονται κέντρα προεκλογικών συγκεντρώσεων: «Σε τέτοιες "σκηνογραφικές" ταβέρνες συναντάμε υποψηφίους δημάρχους, βουλευτές που χρησιμοποιούν με το αζημίωτο τραμπούκους (από την ονομασία μάρκας πούρων "Trabukos", που ελάμβαναν ως φιλοδώρημα οι πληρωμένοι οπαδοί για τη συμμετοχή τους στις προεκλογικές εκδηλώσεις) από τις περιοχές του Ψυρρή, της Πλάκας, του Μεταξουργείου και της Βάθη».
.
* Μέχρι το 1922 στις περισσότερες ταβέρνες της Αθήνας οι μουσικοί παίζουν δημοτικά τραγούδια, όμως οι Μικρασιάτες φέρνουν έναν άλλο τρόπο διασκέδασης και η ορχήστρα, στημένη στο κέντρο του καταστήματος, παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Το άρωμα της ανατολής δίνει τη σκυτάλη στους μπουζουκομπαγλαμάδες όταν αρχίζει να αναδύεται το ρεμπέτικο τραγούδι. «Μάγκες, νταήδες, λαθρέμποροι, χασικλήδες, μαχαιροβγάλτες» κυριεύουν τις ταβέρνες.
«Κάθε βράδυ έπεφταν πιστολιές και μαχαιριές -χώρια τα αλλα» διηγείται ένας από τους υπαλλήλους της ταβέρνας του Σαραντόπουλου. «Ολοι οι σερβιτόροι και ο Σαραντόπουλος οπλοφορούσαμε, ενώ ήλθε καιρός που μέσα στο μαγαζί υπήρχανε πάνω από 15 πιστόλια. Αν, χωρίς να το θέλεις, γύριζες το κεφάλι και κοίταζες κάποιον, μπορούσε να γίνει σε δυο λεπτά φονικό άγριο».
...
* Οπως υπογραμμίζει ο Γ. Πίττας για πολλά χρόνια οι ταβέρνες ήταν χώρος όπου οι μάγκες έπαιρναν το βάπτισμα του πυρός. Ο ίδιος ήταν 16 ετών όταν «βαπτίσθηκε» σε ένα τέτοιο κουτουκάκι: «Εγινα φίλος του κρασιού και της ιδιαίτερης ατμόσφαιρας της ταβέρνας. Ενιωθα ότι εκεί ο άνθρωπος διαστέλλεται και μοιράζεται πράγματα με άλλους», μας λέει. Ταυτόχρονα έμαθε και τους άρρητους κώδικες συμπεριφοράς: «Μια φορά άρχισα να φωτογραφίζω σε ένα λαϊκό καπηλειό, χωρίς να έχω φροντίσει να γνωρίσω πρώτα τον ταβερνιάρη. Ξαφνικά, σηκώνεται ένας μάγκας και μου λέει: "Παλληκαράκι, ακούμπησε το καρουλάκι, ατάκα και επί τόπου! Κι αν έχω πει στη γυναίκα μου ότι έχω πάει μετανάστης στη Γερμανία;"... Από τότε πριν μπω σε κάθε ταβέρνα ρωτούσα σχολαστικά αν ενοχλώ».
* Ο συγγραφέας τρυπώνει σε στέκια της Αθήνας και του Πειραιά που έχουν αφήσει εποχή. Ξεχωριστά, καταγράφει την ιστορία από 30 ταβέρνες, σαν σενάριο για κινηματογραφική ταινία. Ορισμένες ανήκουν πλέον στην ιστορία. Οπως ο «Απότσος», που έθρεψε γενιές αλλά και τον βασιλιά Κωνσταντίνο, όταν το 1920 επέστρεψε από την εξορία. «Η ταβέρνα του Θεόφιλου» στην Πλάκα με το πιο αριστοκρατικό ζευγάρι για ιδιοκτήτες: ο Θεόφιλος, όμοιος με εγγλέζο τζέντλεμαν, και η γυναίκα του, Ιώ, που άφησε τη σκηνή του Αττίκ για να σερβίρει φασολάδα.
.
Τραγουδώντας ρεμπέτικα και αντάρτικαΥπάρχουν, όμως, και πολλά άλλα στέκια που συνεχίζουν, τη δράση τους. Το «Ειδικόν», στα Ταμπούρια, που κοσμεί το εξώφυλλο της έκδοσης, έχει περίτεχνα ράφια μπακάλικου και τρία μεγάλα παλιά ψυγεία. Κι ακόμα, το «Στέκι του Αρτέμη», στον Πειραιά, συγκεντρώνει τους μερακλήδες της περιοχής, ενώ προς το μεσημέρι προστίθεται ένα μπουζούκι.
«Η ταβέρνα, σε μια ιστορική πορεία έθρεψε και ανέπτυξε τα πιο χαρακτηριστικά πολιτιστικά αγαθά του ελληνισμού» σημειώνει ο Γ. Πίττας. «Εδώ άνθισε η καντάδα, ανδρώθηκε το ρεμπέτικο, τραγουδήθηκαν τα αντάρτικα. Στην ταβέρνα πρωτογλέντησαν οι ξεσπιτωμένοι Μικρασιάτες, βρήκαν καταφύγιο οι απόκληροι, χάρηκαν οι παλαιοί Αθηναίοι τις Απόκριες και τον Καρνάβαλο, σφυρηλατήθηκε η αντιδικτατορική συνείδηση των νέων στην περίοδο της χούντας, ακούστηκαν τα τραγούδια του Θεοδωράκη, έμαθαν οι νεολαίοι του 1980 να τραγουδούν τα αθάνατα ρεμπέτικα».
Δύο παραρτήματα διανθίζουν την έκδοση. Το πρώτο με θέμα «Η ταβέρνα στον Ελληνικό Κινηματογράφο» και το δεύτερο «Εγραψαν για την ταβέρνα», με αφηγήσεις των Γιώργου Ζαμπέτα, Σωτηρίας Μπέλλου, Μέντη Μποσταντζόγλου κ.ά.
Πού να’ ναι εκείνος ο μπεκρής…
Ένα μικρό αφιέρωμα, για τους γραφικούς μπεκρήδες, που η παρουσία τους στα καπηλειά και τις ταβέρνες έδινε μια άλλη διάσταση στην ανθρωπιά, που σήμερα όλοι ψάχνουμε να βρούμε!..
Πολλά τα παλιά καπηλειά… Κι ακόμη περισσότερες οι ταβέρνες!.. Όσοι πήγαιναν παλιά στην Πλάκα τα θυμούνται ακόμη!.. Η ομορφιά και ο ρομαντισμός πήγαιναν μαζί… Ακόμη περισσότερο όταν τσίκνιζε λιγάκι ο μεζές και η ρετσίνα ριχνόταν στα μπουκάλια με τις οκάδες!
Εμείς οι πιο φτωχοί μαζευόμασταν συχνά στα καπηλειά και τις ταβέρνες των συνοικιών. Όπου ταβέρνα και γαζία, όπου καπηλειό και νυχτολούλουδο!.. Και οι γαρδένιες; Παντού μεθούσαν με το άρωμά τους τον περίγυρω, από τον ασβεστωμένο τοίχο με τους τσιμεντόλιθους μέχρι ... τα μαλλιά των κοριτσιών, που ήταν στολισμένα ειδικά για τ' αγόρια, που έριχναν κρυφά τις ματιές τους ή -τάχα μου- σφυρίζοντας αδιάφορα!
Ακόμη περισσότερο όταν οι καλοκαιρινοί μήνες γιόμιζαν από τραγούδια ευθυμίας και τα γκαρσόνια δεν προλάβαιναν να παίρνουν τις παραγγελίες για καλό μεζέ και καλή μυρωδάτη ρετσίνα!..
Εκείνο, όμως, που δεν θα λησμονήσουμε ποτέ είναι οι γραφικές φιγούρες των μπεκρήδων που πήγαιναν στα καπηλειά και τις ταβέρνες!.. Ήσαν όπως ακριβώς τους απεικονίζουν οι καλλιτέχνες στις ζωγραφιές τους ή τους περιγράφουν οι χρονογράφοι στα κείμενά τους: Κατακόκκινα μάγουλα, στο ίδιο χρώμα και η (συνήθως) χοντρή ή πλακουδερή μύτη τους, με λίγα μαλλιά ανακατεμένα και το ένα μανίκι συνεχώς ριγμένο στον ώμο!... Συνήθως άδολοι και βαθιά ανθρώπινοι τύποι!...
Δεν μιλάμε, ασφαλώς, για την περπατησιά τους. Όποιος έχει δει ταινίες με τον Ορέστη Μακρή, όπως για παράδειγμα, «Ο Μεθύστακας», ασφαλώς και έχει την εικόνα στο μυαλό του. Η ανθρωπιά σε όλο της το μεγαλείο!..
Πηγή
http://topaliatzidiko.blogspot.com/2011/01/blog-post.html