Την περίοδο του 1989-1993, όταν ανασυρόταν από τα συρτάρια ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, ένα από τα επιχειρήματα όσων κάθε φορά διώκονταν ήταν πως χρησιμοποιούνταν ένα χουντικό νομοθέτημα. Πράγματι, οι διώξεις για τα σκάνδαλα (με ή χωρίς εισαγωγικά) της εποχής ασκούνταν με το νόμο 802 του 1971. Αυτός είχε αντικαταστήσει τη σχετική νομοθεσία του 1876-77.
Τα κίνητρα, βεβαίως, του δικτατορικού καθεστώτος ουδεμία σχέση είχαν με τον κοινοβουλευτισμό και τις νομοθετικές παραλείψεις του παρελθόντος. Απλώς εντασσόταν στην προσπάθεια της χούντας να δώσει τότε την εντύπωση ότι προχωρεί στη «φιλελευθεροποίηση» και την αποκατάσταση της «συνταγματικής διακυβέρνησης».
Στο χουντοσύνταγμα του 1968, κατά μίμηση των προηγούμενων συνταγμάτων, είχε περιληφθεί άρθρο, που πρόβλεπε παραπομπή υπουργών «ως ο νόμος ορίζει». Το κενό «θυμήθηκε» το καθεστώς Παπαδόπουλου τρία χρόνια μετά και η «Συμβουλευτική» με τον «υπουργό» Δικαιοσύνης Τσουκαλά κάλυψε αντιγράφοντας τις διατάξεις της νομοθεσίας Κουμουνδούρου - Δεληγιώργη.
Έτσι , δημοσιεύτηκε το νομοθετικό διάταγμα 802/1971. Με προσθήκες, μάλιστα, αόριστες και αντιφατικές. Σύμφωνα με τις διατάξεις και το πνεύμα του, κάθε υπουργός ή υφυπουργός θα μπορούσε να κατηγορηθεί για οποιαδήποτε παράβαση οποιουδήποτε νόμου ή απόφασης. Ανεξαρτήτως αν αυτό σχετιζόταν με την άσκηση των καθηκόντων του.
Σε ισχύ
Στο Σύνταγμα του 1975 (και στην αναθεώρηση του 1986) παραδόξως δεν υπήρχε συγκεκριμένη πρόβλεψη για επικείμενη έκδοση νόμου «περί ευθύνης υπουργών». Με ρητή, μάλιστα, μεταβατική διάταξη διατηρήθηκαν σε ισχύ οι χουντικές ρυθμίσεις για το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο «ώσπου να εκδοθεί ο από το άρθρο 86 παρ. 1 προβλεπόμενος νόμος». Ο νόμος ξεχάστηκε στον προθάλαμο της αναμονής...
Έτσι , το νομοθετικό πλαίσιο, όταν πρόκυψε η ανάγκη να ενεργοποιηθεί το 1989, κάτω από τις γνωστές συνθήκες για «κάθαρση», προκάλεσε παρενέργειες και πολλαπλά θεσμικο-πολιτικά προβλήματα . Εκτός των άλλων ήταν και αντισυνταγματικό, όπως υποστήριζαν οι ειδικοί.
Την περίοδο εκείνη η κατάργηση της χουντικής νομοθεσίας ήταν καθολικό αίτημα του πολιτικού και νομικού κόσμου. Στο πολιτικο επίπεδο η Ν.Δ. κατηγορούσε το ΠΑΣΟΚ, επειδή από το 1981 διατηρούσε το χουντικό νόμο. Η απάντηση ήταν ότι κι αυτή έκανε το ίδιο, αφού τον διατηρούσε μέχρι το 1981. Το αποτέλεσμα, πάντως, ήταν ότι δέκα ως τότε κυβερνήσεις συμβίωσαν με το χουντικό νόμο?
Τελικά, ύστερα από παρατεταμένη περίοδο κυοφορίας και ενώ είχε κλείσει ο κύκλος των αλληλοπαραπομπών της περιόδου παρουσιάστηκε, επιτέλους, το Μάιο του 1997 (κυβέρνηση Σημίτη με υπουργό Δικαιοσύνης τον Ε. Γιαννόπουλο) ένα νέο νομοσχέδιο. Το είχε καταρτίσει ο Ε. Βενιζέλος (προκάτοχος του Γιαννόπουλου) και τον Ιούλιο τέθηκε σε ισχύ (N. 2509/1997).
Από τα πρακτικά των σχετικών συζητήσεων στη Βουλή προκύπτει ότι οι εκπρόσωποι των κομμάτων θα προτιμούσαν η αντικατάσταση του νόμου να γίνει στο πλαίσιο μιας νέας αναθεώρησης του Συντάγματος. Σ΄ αυτή, άλλωστε, όλοι συμφωνούσαν και θεωρούνταν τότε επικείμενη. Κι αυτό επειδή οι σχετικές διατάξεις του Συντάγματος ήταν δεσμευτικές με τα «προνόμια», που επιφύλασσαν για τους υπουργούς. Η Βουλή αποφάσιζε για όλα: την κατηγορία, την προανάκριση, την ανάκριση, τη δίωξη, την αναστολή, την παραγραφή «για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων των υπουργών».
Για μια ολοκληρωμένη αλλαγή του νόμου θα χρειαστεί πρώτα ν΄ αναθεωρηθεί το Σύνταγμα (2001) και να περάσουν άλλα δυο χρόνια μέχρι να ψηφιστεί ο νέος νόμος περί ευθύνης υπουργών ((N. 3126/2003), που επίκειται σήμερα η αλλαγή του. Κι αυτός μέσα σ΄ ένα συνταγματικό πλαίσιο, που όλοι υποστηρίζουν ότι χρειάζεται αλλαγή.
Παράδοση τα νομοθετικά... μερεμέτια
Κατά τις συζητήσεις στη Βουλή το Μάιο του 1997 για το νόμο «περί ευθύνης υπουργών» τα ουσιαστικά σημεία των αντιπαραθέσεων ήταν τρία:
- Οι ειδικές πλειοψηφίες στη Βουλή που απαιτούνται για την ενεργοποίηση του νόμου (θεωρήθηκαν από αρκετούς ότι η καθιέρωσή τους ανοίγει ένα αντισυνταγματικό ασκό του Αιόλου).
- Ο χρόνος της παραγραφής των αδικημάτων (προτείνονταν και ψηφίστηκε η πενταετία αντί μεγαλύτερου χρόνου ή ίσου με κείνον που προβλέπεται για όλους τους πολίτες).
- Η ασυλία των υπουργών, που δεν ήταν βουλευτές.
Ο Κ. Μητσοτάκης, τότε επίτιμος πρόεδρος της Ν.Δ. και από τους πρωταγωνιστές των διώξεων της εποχής είτε ως θύτης είτε ως θύμα, είναι από τους λίγους στη Βουλή, που θέτει τον πυρήνα της υπόθεσης. «Αυτή την ώρα, έλεγε, ποιο είναι το πρόβλημα: Υπάρχει κίνδυνος να καταδιωχθούν αδίκως υπουργοί ή να γίνουν σκευωρίες εις βάρος τους ή υπάρχει η εντύπωση ότι υπάρχει ηθική χαλάρωση; Δηλαδή, ο νόμος ποιο στόχο πρέπει να έχει. Να κάμει ακόμη δυσκολότερη τη δίωξη του υπουργού ή να την κάνει ευκολότερη;».
Η απάντηση που δόθηκε τότε ήταν το πρώτο. Το ίδιο επαναλήφθηκε και το 2003. Κάθε φορά γίνονταν παρεμβάσεις όχι για να εξαλειφθούν ανεπίτρεπτες διακρίσεις υπέρ των υπουργών, οι οποίες δεν επιβάλλονται από το Σύνταγμα, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Παρά τις διακηρύξεις...
Εκκρεμότητα ηλικίας 150 χρόνων
Το Σύνταγμα του 1844, όπως έχουμε στην ιστορική αναδρομή για το νόμο «περί ευθύνης υπουργών» τις δυο προηγούμενες βδομάδες, πρόβλεπε την έκδοση διατάγματος το οποίο ουδέποτε είδε το φως.
Με το συνταγματικό χάρτη του 1864 συνέβη το ίδιο. Αν και οριζόταν μάλιστα η έκδοσή του στην πρώτη εθνοσυνέλευση μετά την ψήφισή του. Θα περάσουν δώδεκα χρόνια μέχρι να εκπληρωθεί η συνταγματική επιταγή. Μετά την ψήφισή του, όμως, ο νόμος θα κλειδωθεί στα συρτάρια.
Στο Σύνταγμα του 1911 τα «περί ευθύνης υπουργών» επαναλαμβάνονται, αν και δεν προβλέπεται με σαφήνεια η εφαρμογή τους. Νέος νόμος, που να ορίζει τις σχετικές διαδικασίες δεν εκδίδεται και αιωρείται αν ισχύει ή όχι η παλιότερη νομοθεσία.
Το Σύνταγμα το 1927, μετά την κατάλυση της βασιλείας, αλλάζει προς τα δημοκρατικότερο όλα τα σχετικά... Νόμος, όμως «περί ευθύνης υπουργών» δεν ψηφίζεται πάλι.
Το ίδιο επαναλαμβάνεται με το Σύνταγμα του 1952. Σ΄ αυτό προβλέπεται ότι μέχρι να καταρτιστούν νέοι νόμοι ισχύουν οι παλιοί. Δηλαδή, της εποχής των Κουμουνδούρου-Δεληγιώργη (1876-1877). Αν και στο παρελθόν έχει γίνει καθολικά αποδεκτό ότι αυτό το καθεστώς είναι διάτρητο.
Η ουσιαστική ασυλία των υπουργών προβάλλει ως πολιτική επιλογή των πιο διαφορετικών κυβερνήσεων στα κοινοβουλευτικά χρονικά. Δεν πρόκειται απλώς για κάποια από τις πολλές γνωστές παθογένειες. Η έλλειψη σαφούς πλαισίου, χωρίς θεσμικές αμφισβητήσεις , για να διωχθεί μια κυβέρνηση ή ένας υπουργός για τυχόν αδικήματα, όπως περιγράφονται σε όλα τα νεοελληνικά συντάγματα, αναδεικνύεται σε μια από τις μεγάλες αναπηρίες του κοινοβουλευτισμού. Στην πορεία θα γίνει μάλιστα και «ιδεολογία», όπως θα κωδικοποιηθεί τη δεκαετία του 1990 από τον Κ. Καραμανλή: Οι πρωθυπουργοί δεν πάνε στα δικαστήρια, αλλά στα σπίτια τους. Έτσι, όμως, εγείρεται το ερώτημα γιατί να υπάρχουν οι σχετικές συνταγματικές προβλέψεις...
Πηγήhttp://www.imerisia.gr/article.asp?catid=13774&subid=2&pubid=100667157
Διαβάστε περισσότερα...