Ο προστατευόμενος από το πρόγραμμα ΝΑΤURA 2000 παράδεισος μετατράπηκε σε χωματερή για μια χούφτα ευρώ…
Σου φαίνεται ίσως υπερβολικός ο τίτλος, όμως έτσι είναι. Ο Μπαλος έχει μετατραπεί σε χωματερή. Και ο Δήμος Κισάμου εισπράττει εισιτήριο για την προστασία του. Σα γονείς που εκπόρνευσαν την κόρη τους επειδή ήταν πολύ όμορφη. Τέτοιοι προστάτες να σου τύχουν…
Οργή, θυμός, απογοήτευση. Αυτά είναι τα συναισθήματα που με έχουν πλημμυρίσει ακόμα και τώρα, αρκετές ώρες μετά την επιστροφή μου από τον Μπάλο. Τον τόπο των παιδικών μου αναμνήσεων. Για την καταστροφή που διέκριναν τα μάτια μου φρόντισαν αυτοί πρωτίστως που θα έπρεπε να αγωνιούν και να εργάζονται για τη διατήρηση, την προστασία και την ανάδειξη της ομορφιάς. Όμως, όπως και στη πτωχευμένη χώρα μου, έτσι και εδώ. Ότι ακούμπησαν από χρυσάφι γρήγορα μετατράπηκε σε μαύρο κάρβουνο. Στην περίπτωση του Μπάλου, σε μαύρη πίσσα. Και σε σκουπίδια. Πολλά σκουπίδια. Όπου κι αν περπατούσες. Από καραβόσχοινια και δίχτυα, μέχρι λάστιχα τρακτέρ.. Ναι! Λάστιχα τρακτέρ! Στον αδιάβατο Μπάλο! Διάολε πια…
Η τελευταία μου επίσκεψη προ 4 ετών δε μου είχε αφήσει σε καμία περίπτωση τέτοιες εντυπώσεις. Είχα τότε έρθει με πλοιαράκι. Αυτό, αγκυροβόλησε αρκετά μακρυά από τον κόλπο. Οι επιβάτες του μπήκαν σε βαρκούλες με κουπιά και τους οδήγησαν όλους έτσι στην παραλία. Μόλις 4 χρόνια πριν.
Και τώρα;
Τώρα το πλοίο Γραμβούσα ρίχνει άγκυρα και δένει στην παραλία. «Σκαφάτοι» γεμίζουν τον κόλπο με βενζίνες και λάδια. Και καΐκια. Που μεταφέρουν επιβάτες προς την ταβέρνα. Για να μη χάσουν τη μάσα τους.
Τα πρώτα διόδια της Κρήτης βρίσκονται στο δρόμο προς τον Μπάλο
Η αρχή έγινε στα «διόδια» που αποφάσισε να βάλει ο Δήμος Κισάμου. Το «συμβολικό» ποσό του 1 ευρώ έγινε 3 ευρώ για τα 3 άτομα που ήμασταν μέσα στο αμάξι.
Η κυρία στα «διόδια» μόλις τη ρωτήσαμε ποιος ο σκοπός αυτού του αντιτίμου, δέησε να μας εξηγήσει αρκετά βαριεστημένα και με φανερή τη δυσαρέσκεια στον τόνο της φωνής της πως τα χρήματα που συγκεντρώνονται είναι για τη φύλαξη, τον καθαρισμό και την προστασία της περιοχής. Άλλωστε, ο Μπάλος είναι περιοχή ενταγμένη στο πρόγραμμα NATURA 2000. Σχετική πινακίδα μας ενημέρωνε πως η απόφαση του Δήμου Κισσάμου έχει εγκριθεί και από την περιφέρεια Κρήτης «για την φύλαξη, τη συντήρηση των δασοτεχνικών έργων και την καθαριότητα της περιοχής».
Αν και παρέμειναν οι επιφυλάξεις μας για την επιβολή εισιτηρίου μας «αφόπλισε» η αιτιολόγηση. Ποιος άλλωστε θα ήταν αντίθετος να δίνει 1 ευρώ αν αυτό συντελεί στη διαφύλαξη μιας σπάνιας ομορφιάς περιοχής; Δε μιλάμε άλλωστε για είσοδο σε κάποια ιδιωτική παραλία. Εδώ επισκεπτόμαστε τον Μπάλο: έναν παρθένο παράδεισο που δέχεται όμως αρκετούς επισκέπτες.
«Ανταποδοτικό τέλος» για την καθαριότητα της περιοχής ή για τη δημιουργτία καντίνας;
Πόσους; Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της «Μονομετοχικής Επιχείρησης Δ. Κισάμου» κ. Μανώλη Ξυπολιτάκη, περισσότεροι από 1.000 επισκέπτες ανά ημέρα. Δηλαδή, αυτό σημαίνει περισσότερα από 1.000 ευρώ ημερησίως για τη συντήρηση της περιοχής, τη διασφάλιση πως δε θα υπάρχουν καταπατήσεις, ότι θα διατηρηθεί ατόφια η ομορφιά της. Ένα σεβαστό ποσό. 30.000 ευρώ το μήνα για να διατηρείται καθαρή η περιοχή. Πολύ καλή μισθοδοσία δηλαδή για εργασία πλέον των 20 ατόμων. Μάλιστα. Για να μην υπάρχουν καντίνες και ομπρέλες, και να ελέγχεται η περιοχή από τυχόν καταχρήσεις; Εκεί δημιουργήθηκε μια πρώτη αμφιβολία.
Αν η πινακίδα που είχε αναρτηθεί οι σκοποί του ανταποδοτικού τέλους ήταν ξεκάθαροι, στο εισιτήριο (έμοιαζε με εισιτήριο λαχειοφόρου αγοράς…) αναφερόταν και ως «τέλος εισόδου έργων υπαίθριας αναψυχής». Υπαίθρια αναψυχή; Δηλαδή;
Στην κάθοδο προς τον Μπάλο μέσω μιας νέας πινακίδας ενημερωνόμαστε ότι: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ: η κατασκήνωση, η διανυκτέρευση, η τοποθέτηση ομπρελών, το άναμμα φωτιάς, το κόψιμο φυτών και δέντρων, το να αφήνετε σκουπίδια. Επιθυμητό κρίνεται επίσης: «να προτρέπετε άλλους να μην κάνουν τα παραπάνω συμβάλλοντας ενεργητικά στην προστασία του χώρου». Όμως, ακριβώς από πάνω από τη συγκεκριμένη πινακίδα, υπάρχει μια μικρότερη που ενημερώνει για την ύπαρξη «δημοτικής» καντίνας. Μα, το ζήτημα δεν ήταν να ΜΗΝ υπάρχουν καντίνες; Γι’ αυτό άλλωστε δεν ξηλώθηκαν και οι παράνομες;
Και οι ομπρέλλες που βλέπω από ψηλά; Ποιος τις έβαλε; Και γιατί επιτρέπουν να υπάρχουν; Αφού άλλωστε ρητά αναφέρεται στην πινακίδα πως απαγορεύεται η τοποθέτηση ομπρελών. Νέα έκπληξη..
Λίγο πιο κάτω βλέπω μια πινακίδα κακής αισθητικής που προτρέπει τους επισκέπτες να επισκεφθούν την ταβέρνα που «είναι ανοικτή και τους περιμένει» με «fresh fish – feta – dakos» και «tzatziki».
Οι ομπρέλες, ο «πειρατής» και διαφημιστικές ξαπλώστρες
Φτάνουμε στον Μπάλο και οι εκπλήξεις συνεχίζονται. Τελικά οι ομπρέλες είναι πολλές. Πάρα πολλές. Επιπλέον είναι φτηνιάρικες και χρησιμοποιημένες. Οι ξαπλώστρες, εχουν διαφημιστικά πάνω τους ποτών, εδώ η Smirnoff, εκεί η Amstel, πιο ‘κει το Bacardi Breeze. Και η βάση των ομπρελών είναι από τσιμέντο… για να μην τις πάρει ο αέρας.
Λίγο πιο δίπλα βλέπω βάρκες με βενζινομηχανές, 4 στη σειρά, να έχουν δέσει στην παραλία. Η έκπληξη σιγά – σιγά μετατρέπεται σε οργή. Έι! Εδώ κάποιος με κοροϊδεύει! Εδώ κάποιος γ*** την ομορφιά του Θεού για μια χούφτα ευρώ! Τι σκατά συμβαίνει;
Περνάω μπροστά από έναν βαρκάρη ο οποίος ξεμπουκώνει τη βενζινοκίνητη μηχανή του δίπλα στην παραλία. Ο «πειρατής» – αφού έτσι ονομάζεται η βάρκα του – καθώς τον κοίταζα, συνέχισε αμέριμνος να αδειάζει βενζίνες μέσα στη θάλασσα. Σα να ‘τανε στο λιμάνι των Χανίων…
Αυτή ήταν η συμπεριφορά, λες και η περιοχή ήταν το αμπελοχώραφό τους. Λες και η περιοχή τους ανήκει, είναι η ιδιοκτησία τους. Θα ήταν γραφική η συμπεριφορά τους αν δεν ήταν εγκληματική. Από πού παίρνουν αυτό το θράσσος; Ο μόνος νόμος που κυριαρχεί στον Μπάλο είναι αυτός της αρπαχτής.
Ρωτώ για το αν επιτρέπεται να κάτσει ο οποιοσδήποτε στις ομπρέλες – εφόσον είναι δημοτικές – αλλά ο κύριος που μαζί με έναν άλλο κύριο καθόντουσαν κάτω από δύο ομπρέλες με απλωμένα πόδια – με ενημέρωσε ότι όπως για όλα και εδώ υπάρχει κόστος. Και αυτό είναι 7 ευρώ. Οι ομπρέλες που απαγορεύονται κοστίζουν κιόλας. Η παραλία είχε καταληφθεί από ομπρέλες. Οι ομπρέλες όμως είναι δημοτικές. Αλλά τουλάχιστον κάποιοι περνάνε καλά.
Ο φύλακας με τη «γουρούνα» και τα κοχύλια που κολλήσανε στην πίσσα
Οπότε, κι αφού πλέον είχαμε φτάσει, συνεχίσαμε. Ως ότου «εξοριστήκαμε» στην άκρη της παραλίας. Εκεί μονάχα δεν υπήρχαν «δημοτικές – δημόσιες» ομπρέλες. Εκεί, αντιληφθήκαμε ότι το ευρώ μου, αυτό το «συμβολικό» όχι απλά δεν προστάτεψε από καταπατήσεις αφού οι καταπατήσεις πλέον ήταν του ίδιου του δήμου που όφειλε να προστατέψει την περιοχή, αλλά δεν κατάφερε ούτε καν να καθαρίσει την παραλία. Πίσσα παντού. Κοχύλια κολλημένα στην πίσσα. Και όσο προχωρούσες τα κομμάτια της πίσσας μεγάλωναν και αναμειγνύονταν με αλάτι της θάλασσας, μπουκάλια και τρύπιες καπότες. Μετά σκουπίδια καμμένα. Σε πολλά σημεία η κατάσταση ήταν δραματική.
Ο φύλακας της περιοχής, πέρασε τότε με μια «γουρούνα». Ξέγνοιαστος καβαλάρης, αντί να ανέβει με τα πόδια 10 μέτρα ανηφόρα προς το σπιτάκι του, όργωσε όλη την περιοχή, για να απολαύσει – αφού ήταν πλέον μεσημέρι – τη μεσημεριανή ραστώνη του. Όλ’ αυτά ενώ σκαφάτοι συνέχιζαν να καταφθάνουν, περνούσαν δίπλα από λουόμενους και βενζινοκίνητες βάρκες του ταβερνιάρη της περιοχής έκοβαν βόλτες και έψαχναν για «επισκέπτες» που ήθελαν να φάνε μπριτζόλα και τζατζίκι. Έχουν γνώση οι φύλακες, προφανώς. Όμως ο συγκεκριμένος, σσσσσσσς…. ησυχία! μην τον ενοχλείτε: κοιμάται…
Ο αγέρωχος «σκαφάτος»…
Κι όμως. Και υπό αυτές τις συνθήκες εγώ, όπως και οι υπόλοιποι της παρεας, επιλέξαμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας. Επιτέλους θα απολαμβάναμε τη θάλασσα. Αλλά ποια θάλασσα; Όταν από τη στιγμή που έμπαινες ένιωθες τη μυρωδιά και τη λαδίλα της βενζίνας; Και μετά, κομμάτια πίσσας σε διάφορα μεγέθη επιπλέουν εδώ κι εκεί. Φουσκάλες πολύχρωμες. Παντού. Εκείνη τη στιγμή πέρασε από δίπλα μου άλλος ένας αγέρωχος περήφανος «σκαφάτος» ο οποίος στην αντίδρασή μου γύρισε και με κοίταξε υποτιμητικά. Όταν το θάρρος είναι ανούσιο και το θράσσος απύθμενο. Οϊμέ, οϊμέ!… Μπόχα και βούρκος. Και με το δικό μου ευρώ ο «προστάτης» δήμος φτιάχνει καντίνες, και στήνει ομπρέλες, αλλά επιβάλλει την απαγόρευση της κατασκήνωσης! Μπας και ετοιμάζουν και κανά «δημοτικό» ξενοδοχείο;
Κανείς έλεγχος, η περιοχή είναι θύμα ανίκανων και επικίνδυνων διαχειριστών των δημοσίων υποθέσεων. Ακόμα χειρότερα – αν κι εφόσον δεν αποδέχονται τον χαρακτηρισμό «ανίκανοι» (κι ως εκ τούτου «επικίνδυνοι») – αν εγκληματούν συνειδητά, αν δηλαδή πράττουν με σκοπό να ευνοήσουν εαυτούς και κάποιους άλλους λίγους καθώς βυσοδομούν πάνω σε μια περιοχή απαράμιλης ομορφιάς που δεν ανήκει ούτε σε αυτούς, ούτε στους άλλους που ευνοούνται καθώς καταστρέφουν, αλλά ούτε καν στο Δήμο Κισάμου. Ανήκει σε όλους, ανήκει στις μελλοντικές γενιές.
Έχετε ευθύνες εδώ κύριοι. Θα δώσετε απαντήσεις. Δεν τελειώνει έτσι.
Η παθητική στάση των επισκεπτών
Απογοήτευση όμως και από τη στάση των επισκεπτών της περιοχής. Δε βρέθηκε ένας άνθρωπος να γράψει μία επιστολή διαμαρτυρίας; Δεν υπήρξε ένα βλέμμα που να αναγνωρίσει πως εδώ κάτι πάει πολύ στραβά και κάτι πρέπει να γίνει για να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση; Δεν υπήρχε ένας άνθρωπος που να ενδιαφερθεί αρκετά για να μιλήσει; Γιατί, καθώς συζητήσαμε και με άλλους ανθρώπους στην παραλία, πολλοί ήταν οι δυσαρεστημένοι, αλλά «δε βαριέσαι ρε φίλε. Εδώ, για μια μέρα ήρθα».
Έτσι, η σιωπή των επισκεπτών, φανερώνει πως επισκέπτες είναι από την ίδια τη ζωή. Αδιάφοροι, ασεβείς κι αυτοί με τον τρόπο τους, μοιραίοι με τη σιωπή τους. Εδώ ζω κι εγώ κι εσύ. Στη χώρα της αρπαχτής και της σαπίλας… «Δε βαριέσαι. Ας το κάνουν οι άλλοι. Εγώ; Περαστικός είμαι…Πού να μπλέκεις τώρα…»
Ίσως δε μας πρέπει τέτοια ομορφιά. Κι αφού είμαστε ανίκανοι συλλογικά αλλά και ως μονάδες να διαχειριστούμε αυτό τον πλούτο, ίσως μας αξίζει κάποιος άλλος να αναλάβει να κάνει αυτό που εμείς, από τεμπελιά, από κουτοπονηριά, θρασύτητα ή από αδιαφορία καταστρέφουμε.
Λίγο αισιοδοξία και μια υπενθύμιση
Η μόνη αισιόδοξη στιγμή σε όλη αυτή την εμπειρία ήταν στην επιστροφή μας, στη συμπεριφορά που αντιμετωπίσαμε από τους ανθρώπους στην καντίνα πριν την κάθοδο προς τον Μπάλο. Πρόσφεραν σε καλές τιμές άγρια βότανα, αλλά και καλοκαιρινά φρούτα, και μέλι. Κέρασαν τσικουδιά και μιλήσαμε για τα χαρακτηριστικά των βοτάνων – αφού αυτοί τα συλλέγουνε – και τις θεραπευτικές τους ιδιότητες.
Σ’ αυτές τις συμπεριφορές και σ’ αυτές τις γνώσεις, ανιχνεύω τα σπάργανα ενός διαφορετικού μοντέλου τουρισμού που θα σέβεται τον πολιτισμό της κάθε περιοχής, θα αντιμετωπίζει με εξωστρέφεια τον κόσμο με τη δική του τοπική φωνή κι όχι με «δάνεια» και διάθεση εύκολου πλουτισμού. Έτσι ο τουρίστας μετατρέπεται σε ταξιδιώτη και συλλέκτη εμπειριών. Και αυτό, μετά, δημιουργεί σεβασμό. Η σχέση αλλάζει. Εφόσον συστηματοποιηθεί. Εφόσον ανακαλυφθεί ξανά η «φιλοξενία». Ως τότε όμως, όπως ένας που κάθισε μαζί μας είπε: «εγώ, είμαι δίπλα. Μα έχω να κατέβω αρκετά χρόνια». Κάτι, προφανώς, ξέρει..
Τέλος, θα υπενθυμίσουμε εδώ τόσο στη δημοτική αρχή Κισσάμου όσο και στην Περιφέρεια Κρήτης, ότι αναφορικά με την ένταξη στο πρόγραμμα NATURA 2000 μέσω της διαδικασίας της οδηγίας του 1992 για τους οικοτόπους, δραστηριότητες όπως η γεωργία, η θήρα ή ο τουρισμός, μπορούν να πραγματοποιούνται εντός των ορίων του Natura, αλλά στο μέτρο που δεν θίγουν τις ανάγκες διατήρησης της φύσης. Εδώ, προφανώς, υπάρχει ολική αποτυχία προστασίας.. Και δε φταίνε οι κατασκηνωτές. Άραγε, οι επιβλέπουσες αρχές είναι ενημερωμένες;
Γιάννης Αγγελάκης
Πηγή
Σου φαίνεται ίσως υπερβολικός ο τίτλος, όμως έτσι είναι. Ο Μπαλος έχει μετατραπεί σε χωματερή. Και ο Δήμος Κισάμου εισπράττει εισιτήριο για την προστασία του. Σα γονείς που εκπόρνευσαν την κόρη τους επειδή ήταν πολύ όμορφη. Τέτοιοι προστάτες να σου τύχουν…
Οργή, θυμός, απογοήτευση. Αυτά είναι τα συναισθήματα που με έχουν πλημμυρίσει ακόμα και τώρα, αρκετές ώρες μετά την επιστροφή μου από τον Μπάλο. Τον τόπο των παιδικών μου αναμνήσεων. Για την καταστροφή που διέκριναν τα μάτια μου φρόντισαν αυτοί πρωτίστως που θα έπρεπε να αγωνιούν και να εργάζονται για τη διατήρηση, την προστασία και την ανάδειξη της ομορφιάς. Όμως, όπως και στη πτωχευμένη χώρα μου, έτσι και εδώ. Ότι ακούμπησαν από χρυσάφι γρήγορα μετατράπηκε σε μαύρο κάρβουνο. Στην περίπτωση του Μπάλου, σε μαύρη πίσσα. Και σε σκουπίδια. Πολλά σκουπίδια. Όπου κι αν περπατούσες. Από καραβόσχοινια και δίχτυα, μέχρι λάστιχα τρακτέρ.. Ναι! Λάστιχα τρακτέρ! Στον αδιάβατο Μπάλο! Διάολε πια…
Η τελευταία μου επίσκεψη προ 4 ετών δε μου είχε αφήσει σε καμία περίπτωση τέτοιες εντυπώσεις. Είχα τότε έρθει με πλοιαράκι. Αυτό, αγκυροβόλησε αρκετά μακρυά από τον κόλπο. Οι επιβάτες του μπήκαν σε βαρκούλες με κουπιά και τους οδήγησαν όλους έτσι στην παραλία. Μόλις 4 χρόνια πριν.
Και τώρα;
Τώρα το πλοίο Γραμβούσα ρίχνει άγκυρα και δένει στην παραλία. «Σκαφάτοι» γεμίζουν τον κόλπο με βενζίνες και λάδια. Και καΐκια. Που μεταφέρουν επιβάτες προς την ταβέρνα. Για να μη χάσουν τη μάσα τους.
Τα πρώτα διόδια της Κρήτης βρίσκονται στο δρόμο προς τον Μπάλο
Η αρχή έγινε στα «διόδια» που αποφάσισε να βάλει ο Δήμος Κισάμου. Το «συμβολικό» ποσό του 1 ευρώ έγινε 3 ευρώ για τα 3 άτομα που ήμασταν μέσα στο αμάξι.
Η κυρία στα «διόδια» μόλις τη ρωτήσαμε ποιος ο σκοπός αυτού του αντιτίμου, δέησε να μας εξηγήσει αρκετά βαριεστημένα και με φανερή τη δυσαρέσκεια στον τόνο της φωνής της πως τα χρήματα που συγκεντρώνονται είναι για τη φύλαξη, τον καθαρισμό και την προστασία της περιοχής. Άλλωστε, ο Μπάλος είναι περιοχή ενταγμένη στο πρόγραμμα NATURA 2000. Σχετική πινακίδα μας ενημέρωνε πως η απόφαση του Δήμου Κισσάμου έχει εγκριθεί και από την περιφέρεια Κρήτης «για την φύλαξη, τη συντήρηση των δασοτεχνικών έργων και την καθαριότητα της περιοχής».
Αν και παρέμειναν οι επιφυλάξεις μας για την επιβολή εισιτηρίου μας «αφόπλισε» η αιτιολόγηση. Ποιος άλλωστε θα ήταν αντίθετος να δίνει 1 ευρώ αν αυτό συντελεί στη διαφύλαξη μιας σπάνιας ομορφιάς περιοχής; Δε μιλάμε άλλωστε για είσοδο σε κάποια ιδιωτική παραλία. Εδώ επισκεπτόμαστε τον Μπάλο: έναν παρθένο παράδεισο που δέχεται όμως αρκετούς επισκέπτες.
«Ανταποδοτικό τέλος» για την καθαριότητα της περιοχής ή για τη δημιουργτία καντίνας;
Πόσους; Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της «Μονομετοχικής Επιχείρησης Δ. Κισάμου» κ. Μανώλη Ξυπολιτάκη, περισσότεροι από 1.000 επισκέπτες ανά ημέρα. Δηλαδή, αυτό σημαίνει περισσότερα από 1.000 ευρώ ημερησίως για τη συντήρηση της περιοχής, τη διασφάλιση πως δε θα υπάρχουν καταπατήσεις, ότι θα διατηρηθεί ατόφια η ομορφιά της. Ένα σεβαστό ποσό. 30.000 ευρώ το μήνα για να διατηρείται καθαρή η περιοχή. Πολύ καλή μισθοδοσία δηλαδή για εργασία πλέον των 20 ατόμων. Μάλιστα. Για να μην υπάρχουν καντίνες και ομπρέλες, και να ελέγχεται η περιοχή από τυχόν καταχρήσεις; Εκεί δημιουργήθηκε μια πρώτη αμφιβολία.
Αν η πινακίδα που είχε αναρτηθεί οι σκοποί του ανταποδοτικού τέλους ήταν ξεκάθαροι, στο εισιτήριο (έμοιαζε με εισιτήριο λαχειοφόρου αγοράς…) αναφερόταν και ως «τέλος εισόδου έργων υπαίθριας αναψυχής». Υπαίθρια αναψυχή; Δηλαδή;
Στην κάθοδο προς τον Μπάλο μέσω μιας νέας πινακίδας ενημερωνόμαστε ότι: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ: η κατασκήνωση, η διανυκτέρευση, η τοποθέτηση ομπρελών, το άναμμα φωτιάς, το κόψιμο φυτών και δέντρων, το να αφήνετε σκουπίδια. Επιθυμητό κρίνεται επίσης: «να προτρέπετε άλλους να μην κάνουν τα παραπάνω συμβάλλοντας ενεργητικά στην προστασία του χώρου». Όμως, ακριβώς από πάνω από τη συγκεκριμένη πινακίδα, υπάρχει μια μικρότερη που ενημερώνει για την ύπαρξη «δημοτικής» καντίνας. Μα, το ζήτημα δεν ήταν να ΜΗΝ υπάρχουν καντίνες; Γι’ αυτό άλλωστε δεν ξηλώθηκαν και οι παράνομες;
Και οι ομπρέλλες που βλέπω από ψηλά; Ποιος τις έβαλε; Και γιατί επιτρέπουν να υπάρχουν; Αφού άλλωστε ρητά αναφέρεται στην πινακίδα πως απαγορεύεται η τοποθέτηση ομπρελών. Νέα έκπληξη..
Λίγο πιο κάτω βλέπω μια πινακίδα κακής αισθητικής που προτρέπει τους επισκέπτες να επισκεφθούν την ταβέρνα που «είναι ανοικτή και τους περιμένει» με «fresh fish – feta – dakos» και «tzatziki».
Οι ομπρέλες, ο «πειρατής» και διαφημιστικές ξαπλώστρες
Φτάνουμε στον Μπάλο και οι εκπλήξεις συνεχίζονται. Τελικά οι ομπρέλες είναι πολλές. Πάρα πολλές. Επιπλέον είναι φτηνιάρικες και χρησιμοποιημένες. Οι ξαπλώστρες, εχουν διαφημιστικά πάνω τους ποτών, εδώ η Smirnoff, εκεί η Amstel, πιο ‘κει το Bacardi Breeze. Και η βάση των ομπρελών είναι από τσιμέντο… για να μην τις πάρει ο αέρας.
Λίγο πιο δίπλα βλέπω βάρκες με βενζινομηχανές, 4 στη σειρά, να έχουν δέσει στην παραλία. Η έκπληξη σιγά – σιγά μετατρέπεται σε οργή. Έι! Εδώ κάποιος με κοροϊδεύει! Εδώ κάποιος γ*** την ομορφιά του Θεού για μια χούφτα ευρώ! Τι σκατά συμβαίνει;
Περνάω μπροστά από έναν βαρκάρη ο οποίος ξεμπουκώνει τη βενζινοκίνητη μηχανή του δίπλα στην παραλία. Ο «πειρατής» – αφού έτσι ονομάζεται η βάρκα του – καθώς τον κοίταζα, συνέχισε αμέριμνος να αδειάζει βενζίνες μέσα στη θάλασσα. Σα να ‘τανε στο λιμάνι των Χανίων…
Αυτή ήταν η συμπεριφορά, λες και η περιοχή ήταν το αμπελοχώραφό τους. Λες και η περιοχή τους ανήκει, είναι η ιδιοκτησία τους. Θα ήταν γραφική η συμπεριφορά τους αν δεν ήταν εγκληματική. Από πού παίρνουν αυτό το θράσσος; Ο μόνος νόμος που κυριαρχεί στον Μπάλο είναι αυτός της αρπαχτής.
Ρωτώ για το αν επιτρέπεται να κάτσει ο οποιοσδήποτε στις ομπρέλες – εφόσον είναι δημοτικές – αλλά ο κύριος που μαζί με έναν άλλο κύριο καθόντουσαν κάτω από δύο ομπρέλες με απλωμένα πόδια – με ενημέρωσε ότι όπως για όλα και εδώ υπάρχει κόστος. Και αυτό είναι 7 ευρώ. Οι ομπρέλες που απαγορεύονται κοστίζουν κιόλας. Η παραλία είχε καταληφθεί από ομπρέλες. Οι ομπρέλες όμως είναι δημοτικές. Αλλά τουλάχιστον κάποιοι περνάνε καλά.
Ο φύλακας με τη «γουρούνα» και τα κοχύλια που κολλήσανε στην πίσσα
Οπότε, κι αφού πλέον είχαμε φτάσει, συνεχίσαμε. Ως ότου «εξοριστήκαμε» στην άκρη της παραλίας. Εκεί μονάχα δεν υπήρχαν «δημοτικές – δημόσιες» ομπρέλες. Εκεί, αντιληφθήκαμε ότι το ευρώ μου, αυτό το «συμβολικό» όχι απλά δεν προστάτεψε από καταπατήσεις αφού οι καταπατήσεις πλέον ήταν του ίδιου του δήμου που όφειλε να προστατέψει την περιοχή, αλλά δεν κατάφερε ούτε καν να καθαρίσει την παραλία. Πίσσα παντού. Κοχύλια κολλημένα στην πίσσα. Και όσο προχωρούσες τα κομμάτια της πίσσας μεγάλωναν και αναμειγνύονταν με αλάτι της θάλασσας, μπουκάλια και τρύπιες καπότες. Μετά σκουπίδια καμμένα. Σε πολλά σημεία η κατάσταση ήταν δραματική.
Ο φύλακας της περιοχής, πέρασε τότε με μια «γουρούνα». Ξέγνοιαστος καβαλάρης, αντί να ανέβει με τα πόδια 10 μέτρα ανηφόρα προς το σπιτάκι του, όργωσε όλη την περιοχή, για να απολαύσει – αφού ήταν πλέον μεσημέρι – τη μεσημεριανή ραστώνη του. Όλ’ αυτά ενώ σκαφάτοι συνέχιζαν να καταφθάνουν, περνούσαν δίπλα από λουόμενους και βενζινοκίνητες βάρκες του ταβερνιάρη της περιοχής έκοβαν βόλτες και έψαχναν για «επισκέπτες» που ήθελαν να φάνε μπριτζόλα και τζατζίκι. Έχουν γνώση οι φύλακες, προφανώς. Όμως ο συγκεκριμένος, σσσσσσσς…. ησυχία! μην τον ενοχλείτε: κοιμάται…
Ο αγέρωχος «σκαφάτος»…
Κι όμως. Και υπό αυτές τις συνθήκες εγώ, όπως και οι υπόλοιποι της παρεας, επιλέξαμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας. Επιτέλους θα απολαμβάναμε τη θάλασσα. Αλλά ποια θάλασσα; Όταν από τη στιγμή που έμπαινες ένιωθες τη μυρωδιά και τη λαδίλα της βενζίνας; Και μετά, κομμάτια πίσσας σε διάφορα μεγέθη επιπλέουν εδώ κι εκεί. Φουσκάλες πολύχρωμες. Παντού. Εκείνη τη στιγμή πέρασε από δίπλα μου άλλος ένας αγέρωχος περήφανος «σκαφάτος» ο οποίος στην αντίδρασή μου γύρισε και με κοίταξε υποτιμητικά. Όταν το θάρρος είναι ανούσιο και το θράσσος απύθμενο. Οϊμέ, οϊμέ!… Μπόχα και βούρκος. Και με το δικό μου ευρώ ο «προστάτης» δήμος φτιάχνει καντίνες, και στήνει ομπρέλες, αλλά επιβάλλει την απαγόρευση της κατασκήνωσης! Μπας και ετοιμάζουν και κανά «δημοτικό» ξενοδοχείο;
Κανείς έλεγχος, η περιοχή είναι θύμα ανίκανων και επικίνδυνων διαχειριστών των δημοσίων υποθέσεων. Ακόμα χειρότερα – αν κι εφόσον δεν αποδέχονται τον χαρακτηρισμό «ανίκανοι» (κι ως εκ τούτου «επικίνδυνοι») – αν εγκληματούν συνειδητά, αν δηλαδή πράττουν με σκοπό να ευνοήσουν εαυτούς και κάποιους άλλους λίγους καθώς βυσοδομούν πάνω σε μια περιοχή απαράμιλης ομορφιάς που δεν ανήκει ούτε σε αυτούς, ούτε στους άλλους που ευνοούνται καθώς καταστρέφουν, αλλά ούτε καν στο Δήμο Κισάμου. Ανήκει σε όλους, ανήκει στις μελλοντικές γενιές.
Έχετε ευθύνες εδώ κύριοι. Θα δώσετε απαντήσεις. Δεν τελειώνει έτσι.
Η παθητική στάση των επισκεπτών
Απογοήτευση όμως και από τη στάση των επισκεπτών της περιοχής. Δε βρέθηκε ένας άνθρωπος να γράψει μία επιστολή διαμαρτυρίας; Δεν υπήρξε ένα βλέμμα που να αναγνωρίσει πως εδώ κάτι πάει πολύ στραβά και κάτι πρέπει να γίνει για να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση; Δεν υπήρχε ένας άνθρωπος που να ενδιαφερθεί αρκετά για να μιλήσει; Γιατί, καθώς συζητήσαμε και με άλλους ανθρώπους στην παραλία, πολλοί ήταν οι δυσαρεστημένοι, αλλά «δε βαριέσαι ρε φίλε. Εδώ, για μια μέρα ήρθα».
Έτσι, η σιωπή των επισκεπτών, φανερώνει πως επισκέπτες είναι από την ίδια τη ζωή. Αδιάφοροι, ασεβείς κι αυτοί με τον τρόπο τους, μοιραίοι με τη σιωπή τους. Εδώ ζω κι εγώ κι εσύ. Στη χώρα της αρπαχτής και της σαπίλας… «Δε βαριέσαι. Ας το κάνουν οι άλλοι. Εγώ; Περαστικός είμαι…Πού να μπλέκεις τώρα…»
Ίσως δε μας πρέπει τέτοια ομορφιά. Κι αφού είμαστε ανίκανοι συλλογικά αλλά και ως μονάδες να διαχειριστούμε αυτό τον πλούτο, ίσως μας αξίζει κάποιος άλλος να αναλάβει να κάνει αυτό που εμείς, από τεμπελιά, από κουτοπονηριά, θρασύτητα ή από αδιαφορία καταστρέφουμε.
Λίγο αισιοδοξία και μια υπενθύμιση
Η μόνη αισιόδοξη στιγμή σε όλη αυτή την εμπειρία ήταν στην επιστροφή μας, στη συμπεριφορά που αντιμετωπίσαμε από τους ανθρώπους στην καντίνα πριν την κάθοδο προς τον Μπάλο. Πρόσφεραν σε καλές τιμές άγρια βότανα, αλλά και καλοκαιρινά φρούτα, και μέλι. Κέρασαν τσικουδιά και μιλήσαμε για τα χαρακτηριστικά των βοτάνων – αφού αυτοί τα συλλέγουνε – και τις θεραπευτικές τους ιδιότητες.
Σ’ αυτές τις συμπεριφορές και σ’ αυτές τις γνώσεις, ανιχνεύω τα σπάργανα ενός διαφορετικού μοντέλου τουρισμού που θα σέβεται τον πολιτισμό της κάθε περιοχής, θα αντιμετωπίζει με εξωστρέφεια τον κόσμο με τη δική του τοπική φωνή κι όχι με «δάνεια» και διάθεση εύκολου πλουτισμού. Έτσι ο τουρίστας μετατρέπεται σε ταξιδιώτη και συλλέκτη εμπειριών. Και αυτό, μετά, δημιουργεί σεβασμό. Η σχέση αλλάζει. Εφόσον συστηματοποιηθεί. Εφόσον ανακαλυφθεί ξανά η «φιλοξενία». Ως τότε όμως, όπως ένας που κάθισε μαζί μας είπε: «εγώ, είμαι δίπλα. Μα έχω να κατέβω αρκετά χρόνια». Κάτι, προφανώς, ξέρει..
Τέλος, θα υπενθυμίσουμε εδώ τόσο στη δημοτική αρχή Κισσάμου όσο και στην Περιφέρεια Κρήτης, ότι αναφορικά με την ένταξη στο πρόγραμμα NATURA 2000 μέσω της διαδικασίας της οδηγίας του 1992 για τους οικοτόπους, δραστηριότητες όπως η γεωργία, η θήρα ή ο τουρισμός, μπορούν να πραγματοποιούνται εντός των ορίων του Natura, αλλά στο μέτρο που δεν θίγουν τις ανάγκες διατήρησης της φύσης. Εδώ, προφανώς, υπάρχει ολική αποτυχία προστασίας.. Και δε φταίνε οι κατασκηνωτές. Άραγε, οι επιβλέπουσες αρχές είναι ενημερωμένες;
Γιάννης Αγγελάκης
Πηγή
Διαβάστε περισσότερα...