«Και τον προδότην δε Ιούδαν μόνο εκ πάντων των αποστόλων ταύτην εσχηκέναι την γνώσιν φασί [οι Καινοί],
και δια τούτο το της προδοσίας ενεργήσαι μυστήριον».
(Άγιος Ειρηναίος)
«Η απόκρυφη διήγηση της αποκάλυψης που φανέρωσε ο Ιησούς σε συνομιλία με τον Ιούδα τον Ισκαριώτη στη διάρκεια μιας εβδομάδας τρεις ημέρες προτού να εορτάσει το Πάσχα». Αυτή είναι η αρχή του κώδικα, που ολοκληρώνεται ως εξής: «Ο Ιούδας τους απάντησε όπως επιθυμούσαν [οι αρχιερείς]. Και έλαβε μερικά χρήματα και τον παρέδωσε σ' αυτούς. Το ευαγγέλιο του Ιούδα». Η τελευταία αυτή επιγραφή ονοματοδοτεί ολόκληρο το προηγούμενο κείμενο, που περιλαμβάνει ακριβώς τη συνομιλία μεταξύ του Ιησού με τον Ιούδα, με αποκορύφωση το γεγονός ότι ο Ιησούς δίδει εντολή στον Ιούδα για τον σταυρικό θάνατό του.
Το ανωτέρω κείμενο, που εμείς σήμερα μπορούμε να μελετήσουμε μέσα στα πλαίσια της ιστορίας της εποχής της Κ. Διαθήκης και της πρώτης Εκκλησίας, προέρχεται από τον λεγόμενο Codex Tchacos (Κώδικας Τσάκος) που έλαβε την ονομασία από τον πατέρα της εμπόρου αρχαιοτήτων Φρίντα Νούσμπεργκερ Τσάκος, η οποία αγόρασε το κείμενο τον Απρίλιο του 2000. Ο Κώδικας αυτός, εκτός από «Το ευαγγέλιο του Ιούδα», περιλαμβάνει ακόμη τρία κείμενα (το πρώτο φέρει τον τίτλο «Ιάκωβος», μια απόδοση της Επιστολής του Πέτρου στον Φίλιππο και ένα αποκαλούμενο «Βιβλίο του Αλλογενούς»).
Αυτός ο κώδικας παρέμεινε κρυμμένος στην αιγυπτιακή έρημο για σχεδόν 1.700 χρόνια και έτσι διατηρήθηκε άθικτος έως του ανακαλύφθηκε τη δεκαετία του 1970 κοντά στην πόλη Ελ Μίνια της Αιγύπτου. Έκτοτε άρχισε ένα μακρύ ταξίδι φθοράς και περιπέτειας, από το Κάιρο στην Ευρώπη, τη Γενεύη, τη Νέα Υόρκη και τη Βασιλεία. Η τελευταία αγοράστρια του κώδικα, η Ελληνίδα εξ Αιγύπτου που προαναφέραμε, τον μεταβίβασε στο ίδρυμα Maecenas Foundation for Ancient στη Βασιλεία της Ελβετίας το 2001, προκειμένου να συντηρηθεί και να μεταφραστεί. στο τέλος το χειρόγραφο θα δωριθεί στην Αίγυπτο και θα φιλοξενηθεί στο Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου.
Προτού εμείς σήμερα γνωρίσουμε την ύπαρξη «του ευαγγελίου του Ιούδα» από την επιμελημένη έκδοση του National Geographic (βλ. Το ευαγγέλιο του Ιούδα, από τον Codex Tchacos, έπιμ. Ρ. Κάσερ, Μ. Μάιερ και Γ. Βούρτ, μτφρ. από ομάδα, Αθήνα: National Geographic Ελλάδα, 2006, τίτλος πρωτοτύπου the Gospel of Judas), αυτό ήταν γνωστό ήδη από τον Β' αι. στον άγιο Ειρηναίο, επίσκοπο Λουγδούνου, το οποίο αναφέρει στο σπουδαιότατο σύγγραμμά του «Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως (1,28,9Ζ βλ. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία. Τόμ. Β': Γραμματεία της περιόδου των διωγμών, σειρά «Χριστιανική Γραμματολογία, 2», Θεσσαλονίκη: ΠΙΠΜ, 1978, σ. 280-281). Αργότερα έχουμε έμμεση αναφορά από τον άγιο Επιφάνιο (315-403), επίσκοπο Σαλαμίνος της Κύπρου, έτερο μεγάλο αντιαιρετικό συγγραφέα, στο έργο του Πανάριον (38,1,5Ζ PG 41, 580a ΒΕΠΕΣ 75 [1997] 11,2612,4).
«Ουκ άρα τοίνυν ως ουτοί φασι δια γνώσιν ο Ιούδας παρέδωκε τον Σωτήρα ουδέ οι Ιουδαίοι μισθόν έχουσι σταυρώσαντες τον Κύριον». |
Από τα ανωτέρω διαπιστώνουμε ότι «το ευαγγέλιο του Ιούδα» χρησιμοποιόταν τόσο από τους αντινομιστές Καϊνίτες, όσο και απ' άλλες γνωστικές ομάδες. Αυτοί ειδικότερα «τον Κάιν δοξάζουσι, λέγοντες αυτόν της ισχυροτέρας είναι δυνάμεως, άμα δε και τον Ιούδαν εκθειάζουσιν» (Πανάριον ), διότι πίστευαν ότι ο Ιούδας είχε τη γνώση και γνώριζε την αλήθεια, όσο κανείς άλλος, ώστε κατά την άποψή τους αυτός εκπλήρωσε το μυστικό της προδοσίας. Με τον τρόπο αυτό, σημειώνει πανεπιστημιακός καθηγητής, «εφηύραν τη δική τους ιστορία, την οποία αποκάλεσαν ευαγγέλιο του Ιούδα» («ο Ιούδας δεν ήταν προδότης του Ιησού, αναφέρει ο πάπυρος». (Η Καθημερινή, 7. 4. 2006) Με τα στοιχεία που διαθέτουμε, λοιπόν, δυνάμεθα να χαρακτηρίσουμε «το ευαγγέλιο τον Ιούδα» ως ένα απόκρυφο γνωστικό κείμενο, και υπ' αυτήν την έννοια δεν έχει σημασία με σωτηριολογική προοπτική για τους ανθρώπους, δηλαδή δεν είναι «ευαγγέλιο» για την ανθρωπότητα «εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι» (Ρωμ. 1,16) αλλά αποτελεί ένα κείμενο καθαρώς μη εκκλησιαστικό. Αναφέροντας τον όρο «απόκρυφο» εννοούμε το φιλολογικό εκείνο είδος που αναπτύχθηκε από τον Β' αι. και εξής, που αναφέρεται μεν σε πρόσωπα ή γεγονότα της Κ. Διαθήκης, αλλά απορρίπτεται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και την εκκλησιαστική κοινότητα, καθώς αυτά τα ποικιλώνυμα κείμενα (Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές, Αποκαλύψεις κ. α. ) δεν εκφράζουν την εκκλησιαστική συνείδηση ούτε συμβαδίζουν με το βίωμα και το φρόνημα των μελών της Εκκλησίας (βλ. περισσότερα εν Ι. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα. Τόμ. Α': Απόκρυφα Ευαγγέλια. Τόμ. Β': Απόκρυφες Πράξεις, Επιστολές, Αποκαλύψεις, ΒΒ 13, 29, Θεσ/νίκη: Π. Πουρνάρα, 1999, 2004).
Την ίδια εποχή του Β' αι. παρουσιάζεται δυναμικά και ο Γνωστικισμός, ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά ρεύματα της ρωμαϊκής περιόδου, ο οποίος υπόσχεται λύτρωση δια μέσου της «γνώσεως», που είναι κατ' ουσίαν μία ενόραση και μία διαίσθηση, ώστε να αποφύγει ο άνθρωπος τα τραγικά ερωτήματα της ανθρωπότητας. Κατά τον ομ. καθηγ. Σ. Αγουρίδη, ο Γνωστικισμός παρουσιάζεται ως «μάλλον μια ριζοσπαστική τάση απαλλαγής από την κυριαρχία του κακού ή μιας εσωτερικής υπερβατικότητας, που εσάρωνε την ύστατη αρχαιότητα και παρουσιάστηκε μέσα στον Χριστιανισμό, στον Ιουδαϊσμό, στον Νεοπλατωνισμό, στον Ερμητισμό και στα όμοια. Ως μια νέα θρησκεία ήταν συγκρητιστική, αντλούσε δηλ. από διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις» (Σ. Αγουρίδη [έπιμ. ], Χριστιανικός Γνωστικισμός. Τα κοπτικά κείμενα του Nag Hammadi στην Αίγυπτο, από την 3η αγγλ. έκδ. του E. J. Brill, Αθήνα: «Άρτος Ζωής», 1989, σ. 12. J. Lacarrière, Οι Γνωστικοί, 3η έκδ. , μτφρ. Μ. Κουτούζης, χ. τ. : Ι. Χατζηνικολής, 1975).
Επίσης, ως προς το ζήτημα του συγγραφέα, το ποιός έγραψε «το ευαγγέλιο του Ιούδα», συμβαίνει όπως με όλα τα απόκρυφα κείμενα, δηλ. ο συγγραφέας είναι άλλος άγνωστος απ' εκείνον που αναφέρει, με μια λέξη συνιστά ένα κείμενο ψευδεπίγραφο, πού ως τέτοιο έμεινε εκτός των ορίων της χριστιανικής διδασκαλίας από την πρωτοχριστιανική Εκκλησία. Η ανακάλυψη του αντιγράφου πού δημοσιεύεται μεταφρασμένο στην ελληνική σήμερα προέρχεται από κοπτική μετάφραση του πρωτοτύπου ελληνικού κειμένου του ευαγγελίου, πού πρέπει να είχε αρχικώς συνταχθεί προς τα τέλη του Β' αι. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι η όλη διαδικασία συντηρήσεως και αποκαταστάσεως τούτου του χειρογράφου υπήρξε εξαιρετικά κοπιώδης. Λέγεται ότι για να ανασυνθεθεί το κείμενο, έπρεπε να ενωθούν γύρω στα χίλια σπαράγματα παπύρου.
«Της δε καινής διαθήκης, τα τέσσερα μόνα ευαγγέλια τα δε λοιπά ψευδεπίγραφα και βλαβερά τυγχάνει. Όσα εν εκκλησίαις μη αναγινώσκεται, ταύτα μηδέ κατά σαυτόν αναγίνωσκε». |
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι για «το ευαγγέλιο του Ιούδα» έγινε ευρεία συζήτηση στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος (12 και 13. 4. 2006), στην οποία έλαβαν μέρος ειδικοί πανεπιστημιακοί καθηγητές, καθώς και Ιεράρχες, γνήσιοι εκφραστές και ερμηνευτές της βιβλικής ιστορίας. Ας δούμε, λοιπόν, τις γνώμες τριών γνωστών και καταξιωμένων βιβλικών καθηγητών της Θεολογικής Σχολής Αθηνών.
α. Ο ομ. καθ. κ. Γ. Γαλίτης επισήμανε ότι «πρόκειται για τους "γραώδεις" μύθους, πού ανέφερε ο απόστολος Παύλος».
β. ο έτερος όμ. καθ. κ. Χρ. Βούλγαρης παρατήρησε ότι «χρησιμοποιήθηκε το όνομα του Ιούδα, άλλα ξέρουμε ότι ο Ιούδας, μετά την προδοσία απελθών απήγξατο, έδωσε τέλος στη ζωή του. Το κείμενο ενδιαφέρει μόνο επιστημονικά για τη διερεύνηση των πρώτων αιρέσεων».
γ. Τέλος, ο αρχιμ. καθ. κ. Ιερεμίας Φούντας σημείωσε ότι «σ' αυτά τα θέματα έχει απαντήσει από το 180 μ. χ. ο άγιος Ειρηναίος Λουγδούνου και οι πιστοί δεν πρέπει να θορυβούνται». Γενικώς, «Το ευαγγέλιο τον Ιούδα» δεν παρουσιάζει καμία συγκροτημένη θεολογία, ούτε γίνεται αναφορά σε θέματα Χριστολογίας, Εκκλησιολογίας, ούτως ώστε ουδεμία σωτηριολογική ελπίδα αποπνέει για τους χριστιανούς. Επιπλέον, απουσιάζουν από το κείμενο αναφορές στο σημαντικότατο πρόσωπο της Θεοτόκου Μαρία, που για τους χριστιανούς είναι η Παναγιά μας, η μητέρα του Θεού και των ανθρώπων, η οποία αποτελεί όχι μόνον τον δυνατό συνδετικό κρίκο στην ιστορία της σωτηρίας, δηλ. της θείας οικονομίας, αλλά και κατέχει μετά την Τριαδική Θεότητα την πρωταρχική θέση στη δοξολογική ανύμνηση της Εκκλησίας, καθότι «τούτο το όνομα άπαν το μυστήριον της οικονομίας συνίστησι» κατά την προσφυή ρήση του άγιου Ιωάννου του Δαμάσκηνου.
Κύριο χαρακτηριστικό του είναι ο έντονος δυαλισμός, δηλαδή η οξεία διάκριση μεταξύ του υλικού και του πνευματικού στοιχείου, και η αντίστοιχη αρνητική και θετική αξιολόγηση του. Εντός του πλαισίου αυτού ο ίδιος ο Ιησούς έπρεπε να αποβάλει τη σαρκική υπόστασή του και να ανέλθει ως πνευματική υπόσταση στην ουράνια πατρίδα του. Όλα αυτά συνιστούν θεωρίες εντελώς ξένες και απορριπτέες σύμφωνα με τα ιερά Ευαγγέλια της Εκκλησίας, η οποία τα κρατεί αναλλοίωτα και απαραχάρακτα, και εν Αγίω Πνεύματι τα ερμηνεύει και τα κηρύσσει. Τα πρόσωπα του Ιησού και του Ιούδα, πως παρουσιάζονται στο «ευαγγέλιο του Ιούδα», είναι εντελώς διαφορετικά, από την εικόνα που έχουμε από τα Ευαγγέλια του καινοδιαθηκικού Κανόνος και της ζωής της Εκκλησίας.
Τελειώνοντας την αναφορά αυτή στην ανακάλυψη και κυκλοφορία της απόκρυφης συνομιλίας Ιησού και Ιούδα παραθέτουμε εκτός των ανωτέρω μνημονευθέντων έργων τα κάτωθι δημοσιεύματα:
α. «Το Ευαγγέλιο του Ιούδα», Το Βήμα (9. 4. 2006), 47-50 στο τμήμα Βήμα Science, με τις υποενότητες: «Απόκρυφο Ευαγγέλιο αποκαλύπτεται», «Ανασυνθέτοντας ένα αρχαίο πάζλ», «Χρονολογία», «Ποιος έγραψε το Ευαγγέλιο του Ιούδα και τι γνωρίζουμε γι' αυτό», «Τι αλλάζει στη θεώρηση του χριστιανισμού».
β. Καθηγ. Γ. Γαλίτη, «Μύθοι και Αλήθειες για το ευαγγέλιο του Ιούδα», Το Βήμα (16. 4. 2006), 79-80 απαντήσεις σε ερωτήματα δημοσιογράφου.
Και γ. «Το ευαγγέλιο του Ιούδα», Το Βήμα (23. 4. 2006), 77-80 στο τμήμα Νέες Εποχές, με τα άρθρα: «Το βάρος της προδοσίας» του Γ. Γιατρομανωλάκη, «Αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα του αντισημιτισμού» του Μ. Μπέγζου, «Χρήσιμο επιστημονικό εργαλείο» του Π. Βασιλειάδη, «Η έννοια της θυσίας» της Μ. Γ Πετροπούλου, «Η σύγκρουση των γνωστικών με την αλήθεια» του Χ. Αραμπατζή].
ΜΑΙΟΣ 2006 περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ
http://sapfiros.blogspot.com/2011/02/s.html
Διαβάστε περισσότερα...