Οι Αθηναίοι στη βυζαντινή περίοδο είχαν κάθε λόγο να γιορτάσουν το Δεκαπενταύγουστο πάνω στην Ακρόπολη.
Ανηφορίζοντας
στο βράχο μπορούσαν να ανάψουν το καντηλάκι της Παναγίας της
Σπηλιώτισσας, που διατηρείται μέχρι σήμερα πάνω από το Θέατρο Διονύσου
στο φυσικό σπήλαιο όπου δεσπόζει το χορηγικό μνημείο του Θρασύλλου, κι
έπειτα να ακολουθήσουν το χωμάτινο μονοπάτι και να ανεβούν να αποθέσουν
τα τάματά τους στο λαμπρό ναό της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, στην
τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική που ήταν κτισμένη στον Παρθενώνα.
Ασφαλώς θα
προσεύχονταν εμπρός στην ιερή εικόνα της Παναγιάς που κατά την παράδοση
εικονογράφησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, αλλά την εικόνα αυτή πήραν οι
άγγελοι και τη μετέφεραν στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου για να τη
βρουν εκεί οι Αθηναίοι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος, όπως λένε οι
θρύλοι, και να ιδρύσουν κοντά στην Τραπεζούντα το μοναστήρι της Παναγίας
Σουμελά, που υπήρξε η απαντοχή του Ποντιακού Ελληνισμού για 16 αιώνες.
Τα πολύχρονα
αναστηλωτικά έργα της Ακρόπολης έχουν δώσει όλα τα απαραίτητα στοιχεία
που χρειάζονταν οι μελετητές του Παρθενώνα για να ξανασχεδιάσουν την
Παναγία την Αθηνιώτισσα, όπως ακριβώς ήταν.
Ο καθηγητής
Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ Μανώλης Κορρές την έχει περιγράψει με κάθε
λεπτομέρεια, όπως και ο πρόεδρος της Επιτροπής Συντήρησης Μνημείων
Ακρόπολης, Χαράλαμπος Μπούρας. Αναφέρουν πως η αρχαία λατρεία πρέπει να
σταμάτησε στον Παρθενώνα τον 5ο αιώνα. Μετατράπηκε σε ναό χριστιανικό
πιθανότατα επί Ιουστινιανού, αλλά «η πρώτη ασφαλής απόδειξη για τη νέα του χρήση είναι τον επόμενο αιώνα», σύμφωνα με τον Μ. Κορρέ.
«Η
μετατροπή του επετεύχθη με σχετικά μικρές επεμβάσεις: με τρεις θύρες που
ανοίχτηκαν στο μεσότοιχο, το δυτικό διαμέρισμα συνδέθηκε με τον κυρίως
ναό και ανέλαβε τη λειτουργία του νάρθηκα με είσοδο, όχι μόνο από τη
δυτική θύρα, αλλά και από τις δύο άλλες που ανοίχτηκαν στους πλευρικούς
τοίχους».
Άλλη είσοδος
Είναι σαφές
πως η εκκλησία είχε αντίθετο προσανατολισμό από τον αρχαίο ναό, αφού η
είσοδος γινόταν από την πλευρά που αντικρίζουμε σήμερα μόλις αφήσουμε
πίσω μας τα Προπύλαια, ενώ οι αρχαίοι έβλεπαν το χρυσελεφάντινο άγαλμα
της θεάς Αθηνάς μπαίνοντας από την ανατολική πλευρά (ακριβώς απέναντι).
Εκείνη η πόρτα, η ανατολική, καταργήθηκε και «το άνοιγμά της,
διευρυμένο κάπως, διαμορφώθηκε σε τόξο μετώπου μιας μεγάλης αψίδος, η
οποία κτίστηκε στο μέσον του προνάου. Η αρχική αψίδα ήταν ημικυκλική,
κτισμένη με λίθους από αρχαία μνημεία».
Στο
βορειοδυτικό τμήμα του νάρθηκα υπήρχε ένα ορθογώνιο βαπτιστήριο με μια
ορθογώνια κολυμπήθρα στο μέσον διαμορφωμένη από όρθιες μαρμαρόπλακες.
Για την κολυμπήθρα είχε αφαιρεθεί μια πλάκα του αρχαίου δαπέδου. Ξύλινα
πατάρια στις δύο πλευρές δημιουργούσαν το υπερώον στον κυρίως ναό, που
φωτιζόταν από τρία παράθυρα κοντά στην ξύλινη στέγη. Η μετατροπή του
Παρθενώνα σε εκκλησία «υπήρξε παράγων γενικά θετικός για την περαιτέρω διατήρηση του μνημείου», αναφέρει ο κ. Κορρές. «Ωστόσο και αυτή με τη σειρά της είχε ως συνέπεια μερικές πολύ βαριές καταστροφές»,
προσθέτει. Την απολάξευση των μετοπών και την καθαίρεση μεγάλων
αγαλμάτων που ήταν στο κέντρο του αετώματος της ανατολικής πλευράς όταν
υψώθηκε η αψίδα του ιερού της Παναγίας.
Οι εργασίες στην Ακρόπολη αποκάλυψαν πολλά στοιχεία για τους ναούς στην περιοχή. |
Από τα
χαράγματα στους κίονες του Παρθενώνα, το «λίθινο χρονικό» της πόλης των
Αθηνών, γίνεται σαφές ότι ο χριστιανικός ναός είναι αφιερωμένος στη
μνήμη της Θεομήτορος, που για πολλούς αιώνες είναι γνωστός ως Παναγία η
Αθηνιώτισσα. Μέχρι το 841 αναφέρεται ως Επισκοπή. Από τότε φαίνεται πως
προάγεται σε Αρχιεπισκοπή και προ του 981 σε Μητρόπολη. Κάποιοι
αρχιεπίσκοποι (θαμμένοι μέσα στον Παρθενώνα) συνέδεσαν το όνομά τους με
το μνημείο, γιατί υπήρξαν σπουδαίες προσωπικότητες όπως ο Μιχαήλ
Χωνιάτης, αλλά και γιατί προέβησαν σε εκτεταμένα οικοδομικά έργα, όπως ο
Νικόλαος του Αγιοθεοδωρίτου (1166-1175), στον οποίο αποδίδεται το
γκρέμισμα της παλιάς αψίδας και το κτίσιμο μιας πολύ μεγαλύτερης, με
παχύτερους τοίχους και ημιεξαγωνική εξωτερική επιφάνεια. Τότε
διαμορφώθηκαν στις τρεις πλευρές της αψίδας και ισάριθμα δίλοβα
παράθυρα.
Αθέατος πύργος
Αργότερα
κτίστηκε στον οπισθόναο ένας ορθογώνιος πύργος με ελικοειδή σκάλα, που
διατηρείται αθέατος μέχρι σήμερα. Ο πύργος αυτός αρχικά εξείχε από τη
στέγη, γι' αυτό εικάζεται πως λειτουργούσε ως πύργος κατόπτευσης ή το
πιθανότερο ως κωδωνοστάσιο. Πάντως, το 12ο αιώνα ο ναός τοιχογραφήθηκε. Ο
λειτουργικός εξοπλισμός του διαμορφώθηκε συν τω χρόνω.
Στην
αριστερή πλευρά του προνάρθηκα υπήρχε μεγάλη λεκάνη νερού (φιάλη) και
στο ιερό τρεις μαρμάρινες τράπεζες, που ίσως χρησίμευαν ως παρεκκλήσια.
Το δάπεδο του ιερού στο μεσαίο κλίτος ήταν υπερυψωμένο, όπως και το
δάπεδο της αψίδας κάτω από το οποίο υπήρχε δεξαμενή νερού. Ο άμβωνας
ήταν μαρμάρινος και επιβλητικός. «Δυστυχώς ο μαρμάρινος εξοπλισμός
του Παρθενώνα (τέμπλο, θυρώματα, θρόνοι, σύνθρονο, κιονίσκοι παραθύρων)
έχει καταστραφεί ή δεν κατέστη δυνατόν να αναγνωριστεί μεταξύ των
πολυάριθμων μεσοβυζαντινών που βρέθηκαν στην Ακρόπολη, μεγάλος αριθμός
από τα οποία μεταφέρθηκαν στο Βυζαντινό Μουσείο», σύμφωνα με τον κ.
Μπούρα. Οσο για το περίφημο ψηφιδωτό της Θεομήτορος με το Θείο Βρέφος,
που κοσμούσε τον κόγχη του ιερού, δεν ξέρει κανείς πότε ακριβώς
κατασκευάστηκε. Η εκκλησία πάντως επειδή αποτελούσε υπερτοπικό
προσκύνημα ήταν γεμάτη από πολύτιμα σκεύη, βιβλία, έπιπλα και αναρίθμητα
τάματα. Ακόμη και η θύρα του έφερε επάργυρες διακοσμήσεις.
Στη σπηλιά
Σήμερα, το
μόνο απομεινάρι της λατρείας της Παναγιάς στην Ακρόπολη είναι στη σπηλιά
του βράχου, σε ύψος 30 μέτρων από την ορχήστρα του Θεάτρου του
Διονύσου, άγνωστο και απρόσιτο στους κοινούς θνητούς. Μόνο οι τεχνίτες
της αναστήλωσης του χορηγικού μνημείου, που έκτισε ο Θράσυλλος το
320/319 π.Χ., ίσως ανεβούν σήμερα το απόγευμα ή αύριο να ανάψουν το
καντήλι της Κυρα-Παναγιάς που διαμορφώθηκε στους χριστιανικούς χρόνους.
Οι
πολυάριθμοι επισκέπτες της Ακρόπολης δεν θα αντιληφθούν πως πίσω από τη
σκαλωσιά των έργων για την ανασύνθεση του αρχαίου μνημείου κρύβεται ο
ναΐσκος της Παναγίας της Σπηλιώτισσας, που «διατηρεί όλα τα στοιχεία ενός οργανωμένου παρεκκλησίου»,
μας είπε ο αναστηλωτής του χορηγικού μνημείου, Κωνσταντίνος Μπολέτης.
Έχει τοίχους κτιστούς εντός του φυσικού σπηλαίου, οι οποίοι μάλιστα
είναι τοιχογραφημένοι.
Έλληνες πιστοί
Σε ένα
σχέδιο του Τζέιμς Στιούαρτ του 1753, που βρίσκεται στο Βρετανικό
Μουσείο, απεικονίζεται μια οικογένεια Ελλήνων πιστών να περιμένει τον
παπά και ένα αγοράκι να κρατάει τα κεριά στο χέρι στο μονοπάτι προς την
Παναγιά του Βράχου. Η είσοδος της σπηλιάς καλύπτεται από το μαρμάρινο
θύρωμα του χορηγικού μνημείου που αναστηλώνεται με βάση τις σχεδιαστικές
αποτυπώσεις των ξένων περιηγητών.
Ήταν ένα
μαρμάρινο δωρικού ρυθμού μνημείο που έκλεινε την είσοδο του σπηλαίου.
Αποτελείτο από δύο βαθμίδες με τρεις παραστάδες. Τα κενά ανάμεσά τους
έκλειναν με θύρες. Πάνω στις παραστάδες ακουμπούσε θριγκός επί του
οποίου ήταν ο χορηγικός τρίποδας που είχε κερδίσει ο Θράσυλλος σε
θεατρικούς αγώνες. Πενήντα χρόνια αργότερα, ο γιος του Θρασύλλου, ο
Θρασικλής, ανάρτησε εκατέρωθεν του τρίποδα του πατέρα του τους δύο
δικούς του χορηγικούς τρίποδες. Στο εσωτερικό της σπηλιάς, ο αρχαίος
περιηγητής Παυσανίας αναφέρει πως ήταν ένα ανάγλυφο σύμπλεγμα του
Απόλλωνα και της Άρτεμης που σφάζουν τα παιδιά της Νιόβης. Με την πάροδο
κάποιων αιώνων, χρειάστηκε το μνημείο να επισκευαστεί. Η επισκευή του
έγινε το 400 μ.Χ. και ίσως τότε τοποθετήθηκε εντός του σπηλαίου άγαλμα
του Διονύσου, που απεικονίζεται σε σχέδια περιηγητών του 19ου αιώνα. Το
άγαλμα αυτό τελικά εκλάπη, όπως και τα Γλυπτά του Παρθενώνα, από τον
Έλγιν και βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο.
Με την
επικράτηση του χριστιανισμού, το εσωτερικό του σπηλαίου μετατράπηκε σε
εκκλησάκι. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους της Α' Εφορείας Ακρόπολης,
«σε αυτή τη φάση ανήκει η σαρκοφάγος που βρέθηκε στο εσωτερικό του
σπηλαίου, η μικρή σκάλα που οδηγεί σε δώμα, καθώς και τμήματα
τοιχογραφιών που διατηρούνται στους τοίχους». Στο πλαίσιο των έργων αναστήλωσης του χορηγικού μνημείου συντηρήθηκαν και οι τοιχογραφίες του ναΐσκου.