Σήμερα το ΙΚΑ έχει 1.200.000 συνταξιούχους. Απ’ αυτούς το 80%, ήτοι 960.000 παίρνουν την κατώτατη σύνταξη. Η κατώτατη σύνταξη κινείται περίπου στα 780 ευρώ αθροιστικά και περιλαμβάνει την κύρια, την επικουρική και το ΕΚΑΣ.
Για να πάρει κανείς την κατώτατη σύνταξη χρειάζονται σήμερα 4.500 ένσημα. Εκτός από τις ειδικές κατηγορίες (ανάπηροι, βαρέα, κλπ) οι άνδρες παίρνουν σύνταξη στα 65 χρόνια τους και οι γυναίκες στα 60 τους. Επειδή δεν πρόκειται για επιστημονικό προσωπικό (που ξεκινά την εργασία περίπου στα 25 του χρόνια και ασφαλίζεται σε άλλους φορείς) αλλά για εργατοϋπαλληλικό προσωπικό, η αρχή της ασφαλιστικής τους ζωής ξεκινούσε γύρω στα 20 χρόνια τους.
Από τα 20 ως τα 65 χρόνια που δούλευε λοιπόν, το 80% των εργαζομένων κόλλησε μόλις 4500 ένσημα. Αυτά αντιστοιχούν σε 15 χρόνια πλήρους δουλειάς. Αν τα υπολογίσουμε αλλιώς, αντιστοιχούν σε 100 μεροκάματα από τις 300 εργάσιμες κάθε χρόνου. Ποιος μπορεί να υποστηρίξει με πειστικότητα ότι από τη δεκαετίες του ’60 και του ’70 μέχρι σήμερα, το 80% του εργατικού δυναμικού της χώρας ήταν άνεργο στο ένα τρίτο του συνολικού εργασιακού του βίου; Αν ίσχυε αυτό, τότε τα σημερινά ποσοστά ανεργίας θα ήταν τα χαμηλότερα της τελευταίας τεσσαρακονταετίας.
Το θέμα ήταν αλλού. Είχαμε να κάνουμε μ’ έναν χρόνιο συνδυασμό εγκληματικής συμπεριφοράς και ανοησίας των εργοδοτών, των εργαζομένων και του ίδιου του ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή του κράτους. Οι εργαζόμενοι φρόντιζαν να βάζουν 100 ένσημα το χρόνο, διότι μ’ αυτά εξασφάλιζαν τη συνταξιοδότηση τους με 4.500 όταν θα γερνούσαν, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη αυτών και της οικογένειας τους, καθώς και το δικαίωμα να λαμβάνουν επίδομα ανεργίας. Τα υπόλοιπα 200 ένσημα κάθε χρονιάς, είτε τα καρπωνόταν ο εργοδότης, είτε τα μοιραζόντουσαν εργοδότες κι εργαζόμενοι μετά από συμφωνία.
Το κράτος απ’ την πλευρά του, αντί να καταπολεμήσει αυτή την τρομακτική εισφοροδιαφυγή, έδινε κίνητρα για την επέκταση και τη διαιώνιση της. Οι κλίμακες συνταξιοδότησης μόνο ως προϊόν χαζών εγκεφάλων μπορούν να χαρακτηριστούν. Το ΙΚΑ, ενώ είχε θεσπίσει τα 4.500 μεροκάματα ως όριο για να πάρει κάποιος σύνταξη (ήταν 4.050 και ανέβηκε στα 4.500 με το νόμο Σιούφα), είχε ορίσει τη σύνταξη που «βγάζουν» τα 6.500 μεροκάματα ως κατώτατο όριο χρημάτων για όλους τους συνταξιούχους του. Τα επιπλέον χρήματα τα πλήρωνε το ΙΚΑ, ασκώντας κοινωνική πολιτική εκ’ μέρους του κράτους. Άρα, είτε 4.500 ένσημα είχε ένας εργαζόμενος είτε 6.500, την ίδια σύνταξη θα έπαιρνε. Για να ξεπεράσει με την δική του ασφάλιση την κατώτατη κατ’ ελάχιστον, έπρεπε να κολλήσει ακόμα 2.300 ένσημα, να προσθέσει δηλαδή άλλα οκτώ χρόνια ασφαλισμένης απασχόλησης στα δεκαπέντε. Η ανυπαρξία ενδιάμεσης κλίμακας και η ασφάλεια του ΕΚΑΣ που ανέβαζε την κατώτατη στα 780 ευρώ μαζί με την επικουρική, ήταν ένα σαφές κίνητρο μαζικής εισφοροδιαφυγής. Στο δίλημμα 15 χρόνια ασφάλισης και 780 ευρώ σύνταξη ή 30 χρόνια ασφάλισης και 850 ευρώ σύνταξη, ο εργαζόμενος ασφαλώς επέλεγε το πρώτο προς μεγάλη χαρά και του εργοδότη.
Αν το δούμε μακροοικονομικά, το κράτος ώθησε ένα εκατομμύριο εργαζόμενους των περασμένων δεκαετιών να μην πληρώσουν τουλάχιστον άλλο ένα 45% των συνολικών ασφαλιστικών τους εισφορών κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Πρόκειται για μυθικό ποσό, αφού είναι σχεδόν το μισό των συνολικών εσόδων του ΙΚΑ για τέσσερις δεκαετίες. Σήμερα λοιπόν, καταλήγουμε να τσεκουρώνουμε συνεχώς το υπόλοιπο 20% που πλήρωσε εισφορές 30 και 35 χρόνων, φθάνοντας στα 8.000 με 10.500 ένσημα, διότι είναι υψηλοσυνταξιούχοι. Δεν είναι μόνο άδικο, είναι και οικονομικά αναποτελεσματικό. Όσα κι αν κόψεις από το 20% των συνταξιούχων που έχουν πληρώσει εισφορές, δεν αρκούν για να συντηρήσουν το οικονομικό επίπεδο της μεγάλης μάζας του 80% που δεν έχει συνεισφέρει στο σύστημα. (Το τσεκούρωμα που έγινε με τη νέα θέσπιση του ΛΑΦΚΑ στο προηγούμενο πακέτο μέτρων, αφαίρεσε από κάθε υψηλοσυνταξιούχο του ΙΚΑ από 200 έως 500 ευρώ. Το ΛΑΦΚΑ ξαναμπήκε για να βοηθήσει τη στήριξη όσων παίρνουν την κατώτατη, όμως η συνολική συγκομιδή απ’ τις περικοπές ήταν 8 εκατομμύρια ευρώ τον μήνα, όταν το ΙΚΑ χρειάζεται ένα δις για τις συντάξεις κάθε μήνα.)
Άρα, μαθηματικά οδεύουμε σε μια κατάσταση όπου, αυτοί που πλήρωσαν θα κατέβουν πρώτα στο επίπεδο αυτών που δεν πλήρωσαν και μετά θα ξανακατέβουν όλοι μαζί πιο κάτω. Δεν είναι και το πιο δίκαιο σύστημα, ειδικά για τους συνεπείς. Θα ήμουν ευτυχής αν όλοι μπορούσαν να πάρουν την ανώτατη σύνταξη χωρίς να έχουν πληρώσει διόλου εισφορές. Δυστυχώς η αριθμητική είναι εναντίον αυτού του ευσεβούς πόθου. Γι’ αυτούς τους λόγους, θεωρώ απολύτως σωστή την πρόθεση του υπουργείου εργασίας να ανεβάσει τον αριθμό των ενσήμων για την κατώτατη σύνταξη, από τα 4.500 στα 6.000 ένσημα. Πιστεύω ότι χρειάζεται μια μεταβατική διάταξη για όσους πλησιάζουν τώρα τη σύνταξη τους, αλλά ως γενική αρχή είναι σωστή κι έπρεπε να έχει γίνει εδώ και χρόνια. Το ασφαλιστικό σύστημα θα ήταν πιο βιώσιμο.
(Η θέσπιση των 4.500 ενσήμων ήταν και μια προσφορά του κράτους σε δύο κατηγορίες εργαζομένων με μεγάλη συντεχνιακή δύναμη και πολιτική εκπροσώπηση. Στους οικοδόμους και τους ξενοδοχοϋπαλλήλους. Πράγματι, αυτές οι δυο κατηγορίες έχουν υψηλή εποχικότητα στην απασχόληση (καιρικές συνθήκες για τους οικοδόμους, τουριστική περίοδος για τους ξενοδοχοϋπαλλήλους), οπότε η επάρκεια των 100 ενσήμων τον χρόνο για να δικαιούνται τις παροχές μοιάζει πιο δικαιολογημένη. Δυσκολεύομαι βέβαια να δεχτώ ότι τα δισεκατομμύρια τόνων τσιμέντου που έπεσαν στη χώρα τις περασμένες δεκαετίες, έγινε με τον πληθυσμό των οικοδόμων και τους άλλων τεχνιτών να δουλεύουν μόνο τρεισήμισι μήνες τον χρόνο. Αλλά ακόμα κι έτσι να ήταν, αι οι δύο αυτοί κλάδοι δεν ξεπερνούν το 15% του συνόλου των συνταξιούχων του ΙΚΑ. Οι υπόλοιποι;)
Πηγή
Για να πάρει κανείς την κατώτατη σύνταξη χρειάζονται σήμερα 4.500 ένσημα. Εκτός από τις ειδικές κατηγορίες (ανάπηροι, βαρέα, κλπ) οι άνδρες παίρνουν σύνταξη στα 65 χρόνια τους και οι γυναίκες στα 60 τους. Επειδή δεν πρόκειται για επιστημονικό προσωπικό (που ξεκινά την εργασία περίπου στα 25 του χρόνια και ασφαλίζεται σε άλλους φορείς) αλλά για εργατοϋπαλληλικό προσωπικό, η αρχή της ασφαλιστικής τους ζωής ξεκινούσε γύρω στα 20 χρόνια τους.
Από τα 20 ως τα 65 χρόνια που δούλευε λοιπόν, το 80% των εργαζομένων κόλλησε μόλις 4500 ένσημα. Αυτά αντιστοιχούν σε 15 χρόνια πλήρους δουλειάς. Αν τα υπολογίσουμε αλλιώς, αντιστοιχούν σε 100 μεροκάματα από τις 300 εργάσιμες κάθε χρόνου. Ποιος μπορεί να υποστηρίξει με πειστικότητα ότι από τη δεκαετίες του ’60 και του ’70 μέχρι σήμερα, το 80% του εργατικού δυναμικού της χώρας ήταν άνεργο στο ένα τρίτο του συνολικού εργασιακού του βίου; Αν ίσχυε αυτό, τότε τα σημερινά ποσοστά ανεργίας θα ήταν τα χαμηλότερα της τελευταίας τεσσαρακονταετίας.
Το θέμα ήταν αλλού. Είχαμε να κάνουμε μ’ έναν χρόνιο συνδυασμό εγκληματικής συμπεριφοράς και ανοησίας των εργοδοτών, των εργαζομένων και του ίδιου του ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή του κράτους. Οι εργαζόμενοι φρόντιζαν να βάζουν 100 ένσημα το χρόνο, διότι μ’ αυτά εξασφάλιζαν τη συνταξιοδότηση τους με 4.500 όταν θα γερνούσαν, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη αυτών και της οικογένειας τους, καθώς και το δικαίωμα να λαμβάνουν επίδομα ανεργίας. Τα υπόλοιπα 200 ένσημα κάθε χρονιάς, είτε τα καρπωνόταν ο εργοδότης, είτε τα μοιραζόντουσαν εργοδότες κι εργαζόμενοι μετά από συμφωνία.
Το κράτος απ’ την πλευρά του, αντί να καταπολεμήσει αυτή την τρομακτική εισφοροδιαφυγή, έδινε κίνητρα για την επέκταση και τη διαιώνιση της. Οι κλίμακες συνταξιοδότησης μόνο ως προϊόν χαζών εγκεφάλων μπορούν να χαρακτηριστούν. Το ΙΚΑ, ενώ είχε θεσπίσει τα 4.500 μεροκάματα ως όριο για να πάρει κάποιος σύνταξη (ήταν 4.050 και ανέβηκε στα 4.500 με το νόμο Σιούφα), είχε ορίσει τη σύνταξη που «βγάζουν» τα 6.500 μεροκάματα ως κατώτατο όριο χρημάτων για όλους τους συνταξιούχους του. Τα επιπλέον χρήματα τα πλήρωνε το ΙΚΑ, ασκώντας κοινωνική πολιτική εκ’ μέρους του κράτους. Άρα, είτε 4.500 ένσημα είχε ένας εργαζόμενος είτε 6.500, την ίδια σύνταξη θα έπαιρνε. Για να ξεπεράσει με την δική του ασφάλιση την κατώτατη κατ’ ελάχιστον, έπρεπε να κολλήσει ακόμα 2.300 ένσημα, να προσθέσει δηλαδή άλλα οκτώ χρόνια ασφαλισμένης απασχόλησης στα δεκαπέντε. Η ανυπαρξία ενδιάμεσης κλίμακας και η ασφάλεια του ΕΚΑΣ που ανέβαζε την κατώτατη στα 780 ευρώ μαζί με την επικουρική, ήταν ένα σαφές κίνητρο μαζικής εισφοροδιαφυγής. Στο δίλημμα 15 χρόνια ασφάλισης και 780 ευρώ σύνταξη ή 30 χρόνια ασφάλισης και 850 ευρώ σύνταξη, ο εργαζόμενος ασφαλώς επέλεγε το πρώτο προς μεγάλη χαρά και του εργοδότη.
Αν το δούμε μακροοικονομικά, το κράτος ώθησε ένα εκατομμύριο εργαζόμενους των περασμένων δεκαετιών να μην πληρώσουν τουλάχιστον άλλο ένα 45% των συνολικών ασφαλιστικών τους εισφορών κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Πρόκειται για μυθικό ποσό, αφού είναι σχεδόν το μισό των συνολικών εσόδων του ΙΚΑ για τέσσερις δεκαετίες. Σήμερα λοιπόν, καταλήγουμε να τσεκουρώνουμε συνεχώς το υπόλοιπο 20% που πλήρωσε εισφορές 30 και 35 χρόνων, φθάνοντας στα 8.000 με 10.500 ένσημα, διότι είναι υψηλοσυνταξιούχοι. Δεν είναι μόνο άδικο, είναι και οικονομικά αναποτελεσματικό. Όσα κι αν κόψεις από το 20% των συνταξιούχων που έχουν πληρώσει εισφορές, δεν αρκούν για να συντηρήσουν το οικονομικό επίπεδο της μεγάλης μάζας του 80% που δεν έχει συνεισφέρει στο σύστημα. (Το τσεκούρωμα που έγινε με τη νέα θέσπιση του ΛΑΦΚΑ στο προηγούμενο πακέτο μέτρων, αφαίρεσε από κάθε υψηλοσυνταξιούχο του ΙΚΑ από 200 έως 500 ευρώ. Το ΛΑΦΚΑ ξαναμπήκε για να βοηθήσει τη στήριξη όσων παίρνουν την κατώτατη, όμως η συνολική συγκομιδή απ’ τις περικοπές ήταν 8 εκατομμύρια ευρώ τον μήνα, όταν το ΙΚΑ χρειάζεται ένα δις για τις συντάξεις κάθε μήνα.)
Άρα, μαθηματικά οδεύουμε σε μια κατάσταση όπου, αυτοί που πλήρωσαν θα κατέβουν πρώτα στο επίπεδο αυτών που δεν πλήρωσαν και μετά θα ξανακατέβουν όλοι μαζί πιο κάτω. Δεν είναι και το πιο δίκαιο σύστημα, ειδικά για τους συνεπείς. Θα ήμουν ευτυχής αν όλοι μπορούσαν να πάρουν την ανώτατη σύνταξη χωρίς να έχουν πληρώσει διόλου εισφορές. Δυστυχώς η αριθμητική είναι εναντίον αυτού του ευσεβούς πόθου. Γι’ αυτούς τους λόγους, θεωρώ απολύτως σωστή την πρόθεση του υπουργείου εργασίας να ανεβάσει τον αριθμό των ενσήμων για την κατώτατη σύνταξη, από τα 4.500 στα 6.000 ένσημα. Πιστεύω ότι χρειάζεται μια μεταβατική διάταξη για όσους πλησιάζουν τώρα τη σύνταξη τους, αλλά ως γενική αρχή είναι σωστή κι έπρεπε να έχει γίνει εδώ και χρόνια. Το ασφαλιστικό σύστημα θα ήταν πιο βιώσιμο.
(Η θέσπιση των 4.500 ενσήμων ήταν και μια προσφορά του κράτους σε δύο κατηγορίες εργαζομένων με μεγάλη συντεχνιακή δύναμη και πολιτική εκπροσώπηση. Στους οικοδόμους και τους ξενοδοχοϋπαλλήλους. Πράγματι, αυτές οι δυο κατηγορίες έχουν υψηλή εποχικότητα στην απασχόληση (καιρικές συνθήκες για τους οικοδόμους, τουριστική περίοδος για τους ξενοδοχοϋπαλλήλους), οπότε η επάρκεια των 100 ενσήμων τον χρόνο για να δικαιούνται τις παροχές μοιάζει πιο δικαιολογημένη. Δυσκολεύομαι βέβαια να δεχτώ ότι τα δισεκατομμύρια τόνων τσιμέντου που έπεσαν στη χώρα τις περασμένες δεκαετίες, έγινε με τον πληθυσμό των οικοδόμων και τους άλλων τεχνιτών να δουλεύουν μόνο τρεισήμισι μήνες τον χρόνο. Αλλά ακόμα κι έτσι να ήταν, αι οι δύο αυτοί κλάδοι δεν ξεπερνούν το 15% του συνόλου των συνταξιούχων του ΙΚΑ. Οι υπόλοιποι;)
Πηγή