Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Ο ασθενέστατος: διδακτικό διασκεδαστικό παραμυθάκι

του Δημήτρη Καμπουράκη

Αγαπημένη μου μαμά, όταν ήμουνα μικρός μου έλεγες ωραία παραμύθια. Με αφορμή λοιπόν τη χθεσινή ημέρα της μητέρας, σου στέλνω κι εγώ με τη σειρά μου ένα παραμυθάκι, για να διασκεδάσεις λιγάκι εκεί στο χωριό. Μόνο προσοχή. Επειδή έχεις ξεκουτιάνει ελαφρώς και συγχέεις τα παραμύθια με την πραγματικότητα, μη βάλεις τα κλάματα. Ένα απλό παραμυθάκι είναι…

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας άνθρωπος πολύ άρρωστος. Ξάπλα. Χάλια. Ασθενέστατος. Η αρρώστια ξεκίνησε από ένα ελαφρό κρύωμα, αλλά δεν τον προσέξανε και χρόνο με τον χρόνο η κατάσταση του επιβαρύνθηκε δραματικά. Το ‘χε ρίξει όμως στα ναρκωτικά και δεν είχε επίγνωση της πραγματικότητας. Καμιά δεκαριά γιατροί πέρασαν απ’ το προσκέφαλο του τις τελευταίες δεκαετίες, χωρίς κανένας να τον βοηθήσει πραγματικά. Επειδή φοβόντουσαν ότι πάνω στο σύνδρομο στέρησης θα τους έδιωχνε, προτιμούσαν να τού χορηγούν τη δόση του βεβαιώνοντας τον ότι όλα πήγαιναν περίφημα. Οι σοβαροί γιατροί βέβαια δεν κάνουν έτσι, οι κομπογιαννίτες όμως και οι απατεώνες, μόνο τέτοια κάνουν. Θυμάσαι εκείνον τον αγροτικό γιατρό που έβγαλε το δόντι της γιαγιάς χωρίς να βγεί από το αυτοκίνητο του; Που απλώς κατέβασε το τζάμι του οδηγού, της το τράβηξε με την τανάλια, της σούφρωσε το πενηντάρικο κι έφυγε; Τέτοιοι ήταν κι αυτοί. Η θέση τους ήταν καλή, η δουλειά λίγη, ο μισθός εξαιρετικός, τα μπόνους τα καθόριζαν μόνοι τους… γιατί να τον θεραπεύσουν; Ως άρρωστος, τους ήταν πιο χρήσιμος. Ο ασθενέστατος πάλι, τον μισό καιρό ήταν μέσα στην καλή χαρά λόγω μαστούρας και τον άλλο μισό ζητούσε αύξηση της δόσης. Ο προτελευταίος γιατρός, ονόματι Καραμανλής, τού έδωσε τη χαριστική βολή. Επειδή ήθελε να τρώει ανενόχλητος μπουγάτσες και σπανακοτυρόπιτες, διπλοτριπλασίασε τη δόση του ναρκωτικού μέσα σε πέντε χρόνια. Ο ασθενής, μετά από ένα έσχατο ξέσπασμα ευφορίας, έπεσε σε κώμα.


Στο μεταξύ είχε εμφανιστεί έξω απ’ την εντατική κι ένας άλλος γιατρός, ονόματι Γιώργος. Της γνωστής οικογενείας. Έλεγε κάτι κουφά για πράσινες θεραπείες που κανείς δεν καταλάβαινε, αλλά ηχούσαν καλύτερα από τις συνταγές του Καραμανλή, η ιατρική ανικανότητα του οποίου είχε γίνει κοινό μυστικό. Αυτός ο Γιώργος είχε τόση μανία να πάρει την θέση τού θεράποντος ιατρού, που ξέχασε να ρωτήσει ποια ακριβώς ήταν η κατάσταση τού αρρώστου που θα παραλάμβανε. Δεν ήταν αυτό το θέμα του εκείνη τη χρονική στιγμή. Ας γινόταν πρώτα αρχίατρος κι έπειτα θα έβλεπε τι θα έκανε. Βροντούσε λοιπόν συνεχώς την πόρτα και φώναζε «άνοιξε ρε!». Ο Καραμανλής διαπίστωσε κάποια στιγμή ότι ο άρρωστος παρουσίασε ραγδαία επιδείνωση κι ότι σύντομα θα τα κακάρωνε. Φοβήθηκε ότι θα τον λιντσάρουν οι συγγενείς. Πήγε λοιπόν με ελαφρά πηδηματάκια ως την πόρτα, την ξεκλείδωσε αφήνοντας ελεύθερη την είσοδο κι έπειτα έκανε ένα σάλτο από το παράθυρο κι εξαφανίστηκε. Ο Γιώργος μπούκαρε μέσα περιχαρής και βρέθηκε ολομόναχος μέσα στο δωμάτιο, με τον άρρωστο να ψυχορραγεί μπροστά του.

Πιστός στις φιλοσοφικο-ιατρικές αρχές του, αποφάσισε να κάνει μια διαβούλευση με τον ασθενέστατο για να βρουν μια κοινά αποδεκτή θεραπεία. Τού είπε χωρίς βιασύνη τη διάγνωση του, τα σχέδια του για το μέλλον και μετά ρώτησε τη γνώμη τού πάσχοντος. Στρογγυλοκάθισε σε μια καρέκλα, άνοιξε το laptop του κι ετοιμάστηκε για μακρά εποικοδομητική ανταλλαγή απόψεων που θα κατέληγε σε μια οριστική καταπολέμηση της χρόνιας ασθένειας. Άκουσε κάτι ακατανόητα μουρμουρητά να βγαίνουν απ’ το στόμα τού ταβλιασμένου, τον πλησίασε γεμάτος περιέργεια και έντρομος αναφώνησε: «Καλέ, τα μουρμουρητά του δεν είναι διατύπωση απόψεων. Είναι ο επιθανάτιος ρόγχος του! Δεν διαβουλεύεται, πεθαίνει». Τότε συνειδητοποίησε τι πραγματικά συνέβαινε. Ότι δηλαδή είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση και ότι πάλευε πια με τον χρόνο. Ο άρρωστος ξεψυχούσε στα χέρια του!

Από κει κι ύστερα, τα πράγματα πήραν δραματική τροπή. Ο Γιώργος άνοιξε την τηλεόραση στο STAR, έβαλε τον Doctor Hause κι άρχισε να τον αντιγράφει. Εφάρμοζε διάφορες αλλοπρόσαλλες θεραπείες πάνω στον ετοιμοθάνατο, ψάχνοντας τρόπο να τον σώσει. Μάταιος κόπος. Μια τρύπα έκλεινε, τρεις άνοιγαν. Του έδινε ένα φάρμακο για τα νεφρά, αλλά αυτό έκανε ζημιά στον πνεύμονα. Ορμούσε να φτιάξει τον πνεύμονα, επιδείνωνε έτσι την καρδιά. Άλλαζε θεραπεία για να φτιάξει την καρδιά, εμφανιζόταν γάγγραινα στα πόδια. Του έδινε φάρμακο για τα πόδια, δημιουργούσε όγκο στον εγκέφαλο. Η θεραπεία του εγκεφάλου χαλάρωνε την ουροδόχο κύστη και ο άρρωστος κατουριόταν πάνω του. Χάος. Τον έπιασε πανικός.

Οι συγγενείς έμαθαν τα κακά νέα στα μπουζούκια όπου διασκέδαζαν και κατέφθασαν. Συγκεντρώθηκαν έξω από την εντατική κι άρχισαν να φωνάζουν. Ήθελαν τον άνθρωπο τους ζωντανό διότι απ’ αυτόν ζούσαν. Ο Γιώργος τούς είπε ότι η μόνη λύση ήταν να βοηθήσουν κι αυτοί. Άλλος να δώσει το φαγητό του, άλλος να πληρώσει από την τσέπη του τα φάρμακα, άλλος να προσφέρει αίμα, άλλος να δώσει κανένα όργανο για μεταμόσχευση, διαφορετικά δεν υπήρχε σωτηρία. Οι συγγενείς έφριξαν κι άρχισαν να τον βρίζουν. «Δική σου δουλειά είναι, γι’ αυτό σε φέραμε εδώ. Εσείς οι γιατροί με τις κλεψιές σας αφήσατε το νοσοκομείο χωρίς φάρμακα. Εμείς γιατί να πληρώσουμε τώρα;» «Μα δεν ήξερα ότι ήταν ετοιμοθάνατος, το έκρυβε ο προηγούμενος.» «Πως δεν ήξερες; Εδώ το ήξερε ως και η παραδουλεύτρα μας, εσύ δεν το είχες μάθει; Εσύ δεν έλεγες ότι υπάρχουν φάρμακα; Πως μας τα γυρίζεις τώρα;» Τότε ο Γιώργος απάντησε με μια παλιά παροιμία που είχε μάθει στην Αμερική από Ζακυνθινούς μετανάστες: «Είπα, ξείπα, χέζω την παρόλα μου.» Από καλό και καταδεκτικό παιδί, είχε μεταβληθεί σε παγερό καθηγητή ιατρικής χωρίς συναισθηματισμούς. Άλλοι το απέδωσαν στο αίσθημα εθνικής ευθύνης του κι άλλοι σε καλά κρυμμένη αναισθησία που βγήκε στην επιφάνεια. Άρχισε λοιπόν να κάνει κατά βούληση καθετηριασμούς, κωλονοσκοπήσεις και παρακεντήσεις, ενώ το μόνο που επαναλάμβανε εκνευριστικά ήταν: «Θα πονέσει τώρα, αλλά θα με θυμηθεί αργότερα που θα είναι υγιής».

Απ' έξω άρχισαν τα έκτροπα. Οι συγγενείς σπάσανε τις τζαμαρίες του νοσοκομείου, δείρανε κάτι νοσοκόμες που μπαινοβγαίνανε, πήρανε κυνήγι τους τραυματιοφορείς, βιάσανε τις μαγείρισσες και γενικώς είχαν μια πολύ παραβατική συμπεριφορά. Όταν ο Γιώργος τους κατηγόρησε ότι όλα αυτά επιδείνωναν την κατάσταση του ασθενούς αντί να βοηθούν, οι εξαγριωμένοι συγγενείς απάντησαν: «Στ’ αρχίδια μας». Τέτοιο σύνδρομο αυτοκαταστροφής. Ο εποικοδομητικός διάλογος είχε δυναμιτιστεί, ήταν ολοφάνερο. Ο κάθε εξεγερμένος συγγενής, ενώ τα έσπαγε διακινούσε παράλληλα και μια δική του θεραπεία. Άλλος έλεγε να τον πάνε σε ευρωπαϊκό νοσοκομείο, άλλος σε Αμερικάνικο, άλλος να τον πάνε στους Κινέζους για βελονισμό, άλλος να του κάνουν ομοιοπαθητική, άλλος εγχείρηση, άλλος να τον ξεματιάσουν, άλλος να του τραβήξουν τα σωληνάκια για να αντιδράσει μόνος του ο οργανισμός του κι άλλος να κατέβουνε όλοι μαζί στην αυλή και να φωνάζουνε «φέρτε πίσω τα κλεμμένα». Όλοι είχαν γίνει γιατροί, εκτός από μερικούς που λέγανε ότι η θεραπεία δε βρίσκεται στα βιβλία της καπιταλιστικής ιατρικής, αλλά στο Μαρξιστικό εγχειρίδιο «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουβοβίκου Βοναπάρτη». Άντε να βγει άκρη. Ως και ο Καραμανλής έστειλε στη ζούλα έναν καινούριο εκπρόσωπο του ονόματι Σαμαρά, που με θράσος χιλίων πιθήκων άρχισε κι αυτός να κάνει υποδείξεις: «Δεν τα κάνεις καλά. Εγκληματίας είσαι.» «Μα, εσείς μου τον παραδώσατε σ’ αυτό το χάλι» απαντούσε έκπληκτος ο Γιώργος. «Λάθος. Εμείς όταν φύγαμε είχε μόνο μια ελαφρά αδιαθεσία, εσύ τον πέθανες». «Και τότε γιατί φύγατε;» «Άλλο αυτό.»

Το παραμύθι συνεχίζεται, δεν έφτασε ακόμα στο τέλος του για να σου το πω. Ο Γιώργος υποχρεώθηκε να φέρει κάτι γιατρούς από το εξωτερικό να αναλάβουν τον ασθενή. Αυτοί είναι διαβόητοι για τους ακρωτηριασμούς τους. Ακολουθούν τη μέθοδο του ιατρικού κανιβαλισμού. Χαλάνε τρεις τέσσερις ανθρώπους, παίρνουν τα όργανα τους και μ’ αυτά φτιάχνουν έναν που μόλις καταφέρνει να αναπνέει. Καμιά εκατοστή χρόνια κάνουν αυτή τη δουλειά, αλλά όποιον ανέλαβαν, ακόμα κι αν έζησε τον παραδώσανε σακάτη. Οι όροι τους για να έρθουν να μας γαμήσουν ήταν πολύ συγκεκριμένοι. Έπρεπε να γδύσουν, να δέσουν και να φιμώσουν τους συγγενείς για να μην τους ενοχλούν στη δουλειά τους. Επίσης ο Γιώργος θα ήταν επιφορτισμένος να φέρνει την πάπια στον άρρωστο όποτε του δίνανε εντολή και να τον ξεσκατίζει για να μη λερώνονται οι γιατροί.

Αυτή τη στιγμή που σού γράφω, μάς λένε ότι από τον άρρωστο μας ξέσπασε κολλητική επιδημία σ’ όλη την υφήλιο. Και δεν του φαινόταν του μπαγάσα. Οι ξένοι γιατροί με τογυάλινο βλέμμα έχουν απλώσει πάνω στο χειρουργικό τραπέζι σάρακες, τρυπάνια, κοπίδια και νυστέρια, ενώ ο άρρωστος βογγά και οι δεμένοι συγγενείς κοιτάζουν με γουρλωμένα μάτια. Ο Θεός του παραμυθιού να μας βοηθήσει…


Πηγή

http://www.protagon.gr/