Ο
ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ του έτους δίνεται από τον Όμηρο
στην Οδύσσεια και αφορά τη μυθολογία του θεού-Ήλιου.
Κατά
τον μύθο, στη νήσο Θρινακία ή Τρινακρία (αρχαία ονομασία της
Σικελίας) ο θεός Ήλιος είχε 7 αγέλες βοών και 7 ποίμνια, που
αποτελούνταν αντίστοιχα από 50 ζώα, τα οποία δεν αυξάνονταν ούτε
ελαττώνονταν ποτέ (Ομ. Οδυσ. Μ’, 127). Η περιγραφή αυτή συμβόλιζε το
έτος το οποίο —κατά τους αρχαϊκούς χρόνους— πίστευαν ότι αποτελείτο
από 50 εβδομάδες, που κάθε μία είχε 7 μέρες και 7 νύχτες.
Όπως
όλοι οι αρχαίοι λαοί, έτσι και οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν αρχικά
πρωτογενές σεληνιακό ημερολόγιο 354 ημερών.
Ο
Κηνσωρίνος (Censorinus), ο Ρωμαίος συγγραφέας του
3ου μ.Χ. αιώνα, στο έργο του «Περί Γενεθλίου ημέρας»,
ονομάζει τους Αρκάδες «προσελήνους» ως πρώτους από όλους τους
Έλληνες που στήριξαν το ημερολόγιό τους στον συνοδικό σεληνιακό
μήνα.
Ο
θρύλος, όμως, αναφέρει ότι οι Αρκάδες εκαυχώντο αφ’ ενός μεν ότι η
ιερή πόλις τους Λυκόσουρα κτίστηκε πριν από τον Κατακλυσμό του
Δευκαλίωνα, αφ’ ετέρου δε ότι οι ίδιοι προηγούντο και αυτής της
δημιουργίας της Σελήνης. Για τον λόγο αυτόν, οι Αρκάδες ονομάστηκαν
από τον Αριστοτέλη Προσέληνοι και από τους Λατίνους συγγραφείς
Proselines. Ο θρύλος αυτός, βέβαια, κατά
πάσα πιθανότητα στηρίζεται στο γεγονός ότι πιθανώς πρώτοι οι Αρκάδες
απ’ όλους τους Έλληνες δημιούργησαν ημερολόγιο που βασιζόταν στον
συνοδικό σεληνιακό μήνα. Πάντως, είναι γνωστό ότι μετά την Κάθοδο
των Δωριέων στην Ελλάδα, οι Πελασγοί διατηρήθηκαν αμιγώς μόνο στην
ορεινή Αρκαδία· γι’ αυτόν τον λόγο οι Αρκάδες θεωρούσαν τους εαυτούς
τους γηγενείς. Έτσι, μερικές από τις αρχαιότερες παραδόσεις
συνεχίστηκαν και διατηρήθηκαν στην ορεινή περιοχή της Αρκαδίας, ενώ
είχαν ουσιαστικά εξαφανιστεί από την υπόλοιπη Ελλάδα.
Οι
αρχαϊκές πηγές από τον ελλαδικό χώρο, όπως πήλινες πινακίδες του
13ου π.Χ. αιώνα, τα έργα του Ομήρου, του Ησίοδου κ.ά.,
αποκαλύπτουν τη χρήση σεληνιακών μηνών από τις ελληνικές
πόλεις-κράτη.
Ο
Ησίοδος αναφέρει μεθόδους υπολογισμού του έτους βασισμένες στην
παρατήρηση λαμπρών άστρων. Στο έπος του «Έργα και Ημέραι»
αναφέρει ως χρόνο αμητού (θερισμού) την περίοδο που το ανοικτό
σμήνος των Πλειάδων ήταν ορατό με γυμνό μάτι λίγο πριν την αυγή, ενώ
ως χρόνο οργώματος την περίοδο λίγο μετά την παροδική εξαφάνιση των
Πλειάδων, των Υάδων και του αστερισμού του Ωρίωνα από τον ουρανό
(Έργα και Ημέραι , 383-384, 614-616).
Επίσης, ο Ησίοδος συμβουλεύει
τους γεωργούς να αλωνίζουν τα στάχυα όταν πρωτοεμφανίζεται ο
Ωρίωνας, ένας αστερισμός που πολλοί αρχαίοι συγγραφείς θεωρούσαν ως
ημερολογιακό δείκτη. Αυτό βασιζόταν στο γεγονός ότι η ανατολή του
κατά τις πρωινές ώρες συνέπιπτε με την αρχή του καλοκαιριού, ενώ η
ανατολή του τα μεσάνυχτα συνέπιπτε με την αρχή της συγκομιδής των
σταφυλιών. Τέλος, η ανατολή του κατά τις απογευματινές ώρες
υποδείκνυε ότι πλησίαζε η ψυχρή εποχή του χειμώνα.
Ο
Ιπποκράτης αναφέρει τις Πλειάδες και είχε επισημάνει το ότι
διαιρούσαν το έτος σε τέσσερις εποχές, που βέβαια σχετίζονταν με τη
θέση του ωραίου αυτού ανοικτού σμήνους στον ουρανό. Το καλοκαίρι
άρχιζε με την εμφάνιση των Πλειάδων και διαρκούσε μέχρι την ανατολή
του Αρκτούρου, του λαμπρότερου άστρου του αστερισμού του Βοώτη. Το
φθινόπωρο διαρκούσε μέχρι την «εσπερία δύση» των Πλειάδων,
ενώ τότε ακριβώς άρχιζε ο χειμώνας, που τελείωνε την εαρινή
ισημερία. Κατόπιν, άρχιζε η εποχή της άνοιξης που διαρκούσε μέχρι
την ανατολή των Πλειάδων.
Ο
λαός για τον προσδιορισμό των εποχών του έτους χρησιμοποιούσε ένα
πλήθος
φαινομένων που παρατηρούσε στη
φύση. Ο Ησίοδος αναφέρει πολλά από αυτά. Όπως
τις
κραυγές των αποδημητικών γερανών, οι οποίοι προανάγγελλαν τόσο την
περίοδο
του
οργώματος, όσο και την έναρξη της εποχής της σποράς, την αναρρίχηση
των σαλιγκαριών στα φυτά, η οποία έδειχνε το τέλος του σκαψίματος
των αμπελώνων κ.ά.
Αυτή
η ταυτόχρονη χρησιμοποίηση πολιτικών και «φυσικών»
ημερολογίων είναι χαρακτηριστικός τρόπος υπολογισμού του χρόνου από
τους αρχαίους Έλληνες. Κατά τους κλασικούς χρόνους και μετέπειτα, οι
μήνες, οι ονομασίες των οποίων σχετίζονταν με τις γιορτές προς τιμήν
των ελληνικών θεοτήτων και βασίζονταν στον συνοδικό σεληνιακό μήνα,
άρχιζαν από τη στιγμή που πραγματοποιείτο η φάση της νέας Σελήνης.
Στην αρχαία Ελλάδα, όπως είναι σήμερα γνωστό, δεν υπήρχε ενιαίο
ημερολόγιο. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν κατά τόπους διάφορα ημερολόγια,
όπως το αττικό (αθηναϊκό), των Λακεδαιμονίων, των Βοιωτών, των
Δελφών, της Δήλου, της Κρήτης, των Μακεδόνων, των Κυπρίων
κ.ά.
Τα
ημερολόγια αυτά δεν συμφωνούσαν γενικά μεταξύ τους, επομένως δεν
συμφωνούσαν ούτε τα εορτολόγια των αρχαίων Ελλήνων.
Το
αττικό έτος άρχιζε την πρώτη νουμηνία (νέα Σελήνη), μετά το θερινό
ηλιοστάσιο, των Λακεδαιμονίων κατά τη φθινοπωρινή ισημερία, ενώ το
Αιτωλικό άρχιζε το χειμερινό ηλιοστάσιο.
Το
πιο αξιόλογο και λεπτομερές ήταν το αρχαίο αττικό ή αθηναϊκό
ημερολόγιο,
το
οποίο και θα μελετήσουμε αναλυτικότερα. Δεν θα παραβλέψουμε όμως τις
γιορτές και τους μήνες των άλλων ελληνικών πόλεων, τους οποίους
—εκτός από τον συγκεντρωτικό πίνακα που δίνουμε— θα τους μελετήσουμε
λεπτομερώς είτε στους αντίστοιχους αττικούς μήνες, για όσους έχουν
κάποια σχέση μ’ αυτούς, είτε στο τέλος των ελληνικών μηνολογίων κατ’
αλφαβητική σειρά.
Ας
δούμε πρώτο απ’ όλα το αρχαίο αττικό ή αθηναϊκό
ημερολόγιο.
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
ΟΙ
ΑΡΧΑΙΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΕΙΧΑΝ ΥΙΟΘΕΤΗΣΕΙ ένα σεληνιακό ημερολόγιο που
υπολόγιζε
ότι η
διάρκεια του έτους ήταν ίση με 354 ημέρες. Το έτος αυτό διαιρείτο σε
12 σεληνιακούς μήνες των 29,5 κατά μέσον όρο ημερών. Επειδή όμως οι
μήνες έπρεπε να έχουν ακέραιο αριθμό ημερών, οι Αθηναίοι θεωρούσαν
ότι περιλάμβαναν εναλλάξ 30 ημέρες (πλήρης μήνας) και 29 ημέρες
(κοίλος μήνας). Έτσι, συμπληρωνόταν το άθροισμα των 354 ημερών
(6Χ30+6Χ29 = 354 ημέρες).
Τα
ονόματα των δώδεκα μηνών του πολιτικού έτους των αρχαίων Αθηναίων
—και
η
κατά προσέγγιση αντιστοιχία τους με τις περιόδους του σημερινού
Γρηγοριανού
ημερολογίου— είναι τα
εξής:
Οι
ονομασίες των μηνών αυτών, όπως θα δούμε στη συνέχεια, βρίσκονταν σε
άμεσο συσχετισμό με αντίστοιχες γιορτές που γιορτάζονταν κατά τη
διάρκειά τους.
Παράσταση του αθηναϊκού αυτού
λειτουργικού μηνολογίου διασώθηκε στη ζωφόρο που βρίσκεται
εντοιχισμένη στον μικρό βυζαντινό ναό του Αγίου Ελευθερίου της
Αθήνας. Ο ναός αυτός, γνωστός και ως Παναγία η Γοργοεπήκοος,
ορθώνεται πλάι στη Μητρόπολη της Αθήνας και κτίστηκε από τη
Βυζαντινή αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία (775-802 μ.Χ.).
Το
υπέροχο αυτό γλυπτό ημερολόγιο, με αστρονομικές παραστάσεις και τον
ζωδιακό κύκλο, χρονολογείται πιθανώς από τον 4ο π.Χ.
αιώνα.
Το
ανάγλυφο αυτό διαιρείται σε 12 τμήματα, όσοι ήταν, δηλαδή, και οι
αθηναϊκοί μήνες. Στην αρχή κάθε τμήματος υπάρχει ένας άνθρωπος
ντυμένος ανάλογα με την εποχή, ενώ κάθε τμήμα τελειώνει με το
αντίστοιχο ζωδιακό σύμβολο.
Ενδιάμεσα υπάρχουν παραστάσεις
που έχουν σχέση με τις γεωργικές ασχολίες ή
τις
γιορτές του μήνα.
Αρχαιολόγοι-μελετητές διαιρούν
το λειτουργικό αυτό μηνολόγιο σε πέντε εποχές:
στο
Μετόπωρον (μετά δηλαδή τις οπώρες) με έναν μόνο μήνα, τον
Πυανεψιώνα, στον χειμώνα, την άνοιξη και το καλοκαίρι· κάθε μία
εποχή με τρεις μήνες, και τέλος στο φθινόπωρο με δύο μήνες, τον
Μεταγειτνιώνα και τον Βοηδρομιώνα.
Οι
πέντε αυτές εποχές υποδηλώνονται με ισάριθμες ανάγλυφες μορφές, η
κάθε
μία
από τις οποίες δείχνει και υπαινίσσεται τη φύση της αντίστοιχης
εποχής.
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΑΤΤΙΚΟΙ
ΜΗΝΕΣ
ΑΣ
ΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ, ΟΜΩΣ, ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ των αρχαίων αττικών μηνών, τις
θεότητες στις οποίες ήταν αφιερωμένοι και τις θρησκευτικές γιορτές
που ήταν συνδεδεμένες
μ’
αυτούς.
1.
Εκατομβαιών
Ο
ΠΡΩΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, που γενικά αντιστοιχούσε στο
2ο ήμισυ του Ιουλίου και στο 1ο ήμισυ του
Αυγούστου του Γρηγοριανού ημερολογίου, εφ’ όσον
το
αττικό έτος άρχιζε την πρώτη νουμηνία μετά το θερινό ηλιοστάσιο (21
Ιουνίου).
Αυτός
ο μήνας πήρε το όνομά του από τα Εκατόμβαια, σπουδαίες
γιορτές, στο
πλαίσιο των Παναθηναίων, που
ετελούντο τον μήνα αυτόν προς τιμήν του Απόλλωνα στην Αθήνα και του
Δία σε άλλες ελληνικές πόλεις.
Στις
δημόσιες αυτές γιορτές θυσιάζονταν Εκατόμβαι, δηλαδή 100
βόδια, προς τιμήν του εορτάζοντος θεού, που γι’ αυτόν τον λόγο
ονομαζόταν Εκατομβαίος.
Στη
διάρκεια του Εκατομβαιώνα γιορτάζονταν στην Αθήνα τα Κρόνια
—την 12η του μηνός— και τα Αθήναια —που αργότερα
μετονομάστηκαν σε Παναθήναια— η αρχαιότερη και σημαντικότερη γιορτή
των Αθηναίων, αφού κατά την παράδοση:
«Εριχθόνιος και των
Παναθηναίων την εορτήν συνεστήσατο» (Πάριον Χρονικόν, στ. 18).
Κορυφαία ημέρα της γιορτής, με την οποία φαίνεται ότι έκλεινε ο
εορταστικός κύκλος, ήταν η 28η του Εκατομβαιώνα, κατά την
οποία οι Αθηναίοι τιμούσαν τα γενέθλια της πολιούχου θεάς τους
Αθηνάς. Αργότερα, πιθανώς από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ.,
γιορτάζονταν και τα Μεγάλα Παναθήναια, από την 21η
ή την 24η μέχρι την 28η του Εκατομβαιώνα ανά
τετραετία. Με τη σπουδαία γιορτή των Παναθηναίων που γιορταζόταν με
μεγαλοπρέπεια, οι Αθηναίοι τόνωναν αφ’ ενός μεν την πίστη τους στη
θεά και το κράτος τους, αφ’ ετέρου δε έστελναν ένα μήνυμα σε φίλους
και εχθρούς για το μεγαλείο και τη δύναμη της Αθήνας.
Τη
16η του μηνός γιορτάζονταν τα Συνοίκια ή
Ξυνοίκια, μια από τις αρχαιότερες ετήσιες γιορτές των αρχαίων
Αθηναίων προς τιμήν της θεάς Αθηνάς. Σύμφωνα με την παράδοση η
γιορτή δημιουργήθηκε και καθιερώθηκε από τον Θησέα, όταν συνένωσε σε
πόλη (συνοικισμό) τις 11 κωμοπόλεις και τα χωριά της Αττικής (Θουκ.
Β’ 15, 1-2). Τα Συνοίκια ετελούντο με αναίμακτες θυσίες στη θεά
Αθηνά και τη θεά Ειρήνη (Σχλ. Αριστφ. Ειρ. 1019). Αργότερα
αναφέρονταν και με τις ονομασίες Μετοίκια ή
Συνοικέσια.
Εκατόμβαιος ονομαζόταν μήνας των ιωνικών
πόλεων της Μικράς Ασίας, που ως ονομασία αντιστοιχεί προς τον αττικό
μήνα Εκατομβαιώνα, αλλά σύμφωνα με το Ημερολόγιο της Φλωρεντίας
(Hemorologium Florentinum) διαρκούσε από τις 24 Ιουνίου
ως τις 24 Ιουλίου.
Στη
Σπάρτη ο αντίστοιχος μήνας με τον αττικό Εκατομβαιώνα ονομαζόταν
Εκατομβεύς, και κατά τη διάρκειά του γιορτάζονταν τα Υακίνθια,
γιορτή προς τιμήν του εξαιρετικής ομορφιάς Υάκινθου, τον οποίον
φόνευσε κατά λάθος ο Απόλλωνας. Τα Υακίνθια ήταν γιορτή που
συμβόλιζε την ανά έτος θνήσκουσα και αναγεννώμενη βλάστηση. Από το
γεγονός αυτό, αρκετοί ερευνητές θεωρούν ότι ο Εκατομβεύς
αντιστοιχούσε μάλλον στον ανοιξιάτικο μήνα Θαργηλιώνα.
Τέλος, ως Εκατόμβιος
είναι γνωστός μήνας στην πόλη Άλω της Φθιώτιδας (IG. ΙΧ 2, 109 b 50) αντίστοιχος του αττικού
μήνα Εκατομβαιώνα.
2.
Μεταγειτνιών
ΗΤΑΝ
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, που αντιστοιχούσε στην
περίοδο από 15 Αυγούστου μέχρι 15 Σεπτεμβρίου του σημερινού
Γρηγοριανού ημερολογίου.
Η
ονομασία του, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οφείλεται στα
Μεταγείτνια, γιορτή προς ανάμνηση του μετοικισμού του Θησέα
από τη Μελίτη (δήμο των Αθηνών, Δ. της αγοράς) στη Διόμεια (δήμο των
Αθηνών Ν.Α. της πόλης).
Αυτόν
τον μήνα στην Αθήνα γίνονταν οι μετοικήσεις, δηλαδή οι μετακομίσεις
και συνεπώς η αλλαγή των γειτόνων (μεταγείτνια). Στη γιορτή αυτή οι
Αθηναίοι τιμούσαν τον Μεταγείτνιο Απόλλωνα.
Ο
Μεταγειτνιών ήταν ο η αρχή του νέου οικονομικού έτους, οπότε άρχιζαν
οι προετοιμασίες της τέλεσης των μυστηρίων, και το τέλος του
στρατιωτικού έτους, οπότε πανηγυρίζονταν τα γυμνιστικά
Εξιτήρια.
Ο
αντίστοιχος προς τον Μεταγειτνιώνα μήνας των Αργείων και των
Λακεδαιμονίων ονομαζόταν Κάρνειος. Η ονομασία του οφείλεται
στον ονομαστό μάντη Κάρνο, γιο του Δία και της Ευρώπης, ο οποίος
είχε διδαχθεί τη μαντική τέχνη από τον ίδιο τον θεό Απόλλωνα.
Σύμφωνα με τον μύθο, ο Κάρνος φονεύθηκε από το αφηνιασμένο άλογό
του, όταν
οι
Δωριείς εισέβαλαν στην Πελοπόννησο. Ο Θεός Απόλλωνας, επειδή θεώρησε
υπεύθυνους για τον φόνο του Κάρνου τους Λάκωνες, έριξε λοιμό στη
χώρα. Για να εξιλεωθούν, λοιπόν, αυτοί δημιούργησαν τα Κάρνεια,
ειδική γιορτή προς τιμήν του Κάρνου, που γιορταζόταν στον ομώνυμο
μήνα (Σχλ. Β, 8,3). Κατά τη διάρκεια της γιορτής τιμούσαν τον
Απόλλωνα Κάρνειο, προστάτη των κοπαδιών. Ο μήνας Κάρνειος αναφέρεται
εκτός από τη Σπάρτη και στα μηνολόγια του Άργους, της Επιδαύρου, της
Ρόδου και των δωρικών αποικιών της Σικελίας. Στις Συρακούσες ο
Κάρνειος ήταν , όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, αντίστοιχος με τον
αττικό Μεταγειτνιώνα: «του Καρνείου μηνός, όν Αθηναίοι
Μεταγειτνιώνα προσαγορεύουσι» (Πλούταρχος, Νικ. 28). Όπως είναι
γνωστό από επιγραφές, ο αντίστοιχος προς τον Μεταγειτνιώνα μήνας των
Βοιωτών ονομαζόταν Πάνεμος ή Πάναμος, μια ονομασία μήνα που τη
συναντάμε σε πολλά ελληνικά μηνολόγια (Σπάρτη, Επίδαυρος, Άργος,
Ρόδος ή ως Πάνημος σε Δήλο, Θεσσαλία και Μακεδονία) αλλά με
διαφορετική σειρά στο έτος. Ο Μεταγειτνιών ή Μεταγιτνιών αναφέρεται
και στα ημερολόγια νησιών του Αιγαίου, όπως της Δήλου, Σάμου, Κω και
Καλύμνου, ενώ στη Ρόδο αναφέρεται ως Μεταγείτνιος.
3.
Βοηδρομιών
ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ —και σε
παλαιότερες εποχές του πρώτου— μήνα του αττικού ημερολογίου, που
ήταν ο μήνας της φθινοπωρινής ισημερίας.
Ονομάστηκε έτσι λόγω της
γιορτής των Βοηδρομίων, την 6η ή την 7η ημέρα
του, που πιθανώς αντιστοιχούσε στην 22α
Σεπτεμβρίου.
Τα
Βοηδρόμια ήταν γιορτή προς τιμήν του Βοηδρομίου ή
Βοηθόου Απόλλωνα, ο οποίος έτρεχε με βοή σε βοήθεια αυτών που
ζητούσαν τη συνδρομή του, ιδιαίτερα ως βοηθός και σύμμαχος στον
πόλεμο: «Βοηδρομείν γάρ το βοηθείν ωνομάζετο».
Οι
Αθηναίοι την παραμονή της γιορτής έκαναν θυσίες προς τιμήν της
αδελφής του Απόλλωνα, θεάς της άγρας (κυνηγιού), της Αρτέμιδος της
Αγροτέρας. Κάθε χρόνο, λοιπόν, στο χωριό Άγρα ή Άγρες πέρα από το
Ιλισό, οι Αθηναίοι τελούσαν εκεί γιορτή στον ναό της Αγροτέρας
Άρτεμης προς τιμήν της θεάς, και ο «άρχων-πολέμαρχος»
πρόσφερε ως θυσία 500 κατσίκες. Η γιορτή αυτή ξεκίνησε μετά τη μάχη
του Μαραθώνα, ότε οι Αθηναίοι επετέθησαν με βοή και
δρομαίως.
Η
γιορτή των Βοηδρομίων, κατά τον Πλούταρχο (Πλουτ. Θησ. ΚΖ’),
ετελείτο στη μνήμη της νίκης του Θησέα εναντίον των Αμαζόνων και
προς τιμήν του Βοηθόου Απόλλωνα που τον βοήθησε. Κατά τον Παυσανία,
η γιορτή θεσπίστηκε από τον Ίωνα σε ανάμνηση της βοήθειας που
έστειλε στους Αθηναίους στις μάχες τους εναντίον των
Ελευσινίων.
Επίσης, από την 15η
του Βοηδρομιώνα και για 9 ημέρες γιορτάζονταν τα Μεγάλα Ελευσίνια
Μυστήρια. Η πρώτη ημέρα, η 15η Βοηδρομιώνα, κατά την
οποία γινόταν η προκήρυξη της γιορτής ονομαζόταν αγυρμός, από
τη λέξη άγυρις που σημαίνει συνάθροιση ή συγκέντρωση. Ο
άρχων-βασιλιάς, που είχε την ανώτατη εποπτεία στα μυστήρια, καλούσε
τον δήμο στην Αγορά και με την παρουσία του ιεροφάντη και του
Δαδούχου, ο Ιερός Κήρυκας έκανε την προκύρηξη της γιορτής για να
λάβουν μέρος στα μυστήρια οι «έχοντες καθαρήν την καρδίαν και τας
χείρας».
Οι
Αθηναίοι τον μήνα Βοηδρομιώνα —αν και είχε 30 ημέρες— τον θεωρούσαν
κοίλο μήνα με 29 ημέρες. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν
υπολόγιζαν στην αρίθμησή του τη 2η ημέρα του, επειδή,
κατά την παράδοση, αντιστοιχούσε στην επέτειο της έριδας του
Ποσειδώνα και της Αθηνάς για την επικυριαρχία της Αθήνας (Πλουτ.
Συμπ. πρβλ. Θ’, 6. Π, Φιλαδ. 489).
Είναι
χαρακτηριστικό ότι ο μήνας αυτός συναντάται με την ίδια ονομασία
στην Πριήνη και στην Όλβια της Σκυθίας· ως Βαδρομιών στη Χίο
και στη Λάμψακο και ως Βαδρόμιος στην Ρόδο, την Κω, την
Κάλυμνο και την Κνίδο.
Στον
Βοηδρομιώνα αντιστοιχεί ο Βοαθόιος ή Βοαθόος, ο τρίτος
μήνας του ημερολογίου των Δελφών.
Ο
αντίστοιχος προς τον Βοηδρομιώνα μήνας του ημερολογίου της Σπάρτης
ήταν ο Πάναμος, που αποτελούσε και την αρχή του σπαρτιατικού έτους
κατά τη φθινοπωρινή ισημερία.
4.
Πυανεψιών
Ο
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, που αντιστοιχούσε στην
περίοδο από 15 Οκτωβρίου μέχρι 15 Νοεμβρίου του Γρηγοριανού
ημερολογίου.
Την
7η ημέρα του ετελούντο τα Πυανέψια ή
Πυανόψια προς τιμήν του θεού Απόλλωνα και της Σκιράδος Αθηνάς
(Πλουτ. Θησ. ΚΒ’). Από αυτήν ακριβώς τη γιορτή προήλθε η ονομασία
του.
Η
γιορτή των Πυανεψίων πήρε το όνομά της από τα πύανα, δηλαδή
τους κύαμους (κουκιά) και τα όσπρια, που οι εορτάζοντες έτρωγαν και
μέρος των οποίων προσέφεραν στους θεούς.
Τα
Πυανέψια εθεωρούντο αγροτική γιορτή, με ευχαριστίες προς τον θεό
Απόλλωνα για την αφθονία των καρπών της γης.
Κατά
τη διάρκεια της γιορτής τα παιδιά γυρνούσαν πόρτα πόρτα κρατώντας
την «ειρεσιώνην», ένα κλαδί ελιάς με καρπούς του
φθινοπώρου τυλιγμένο με μαλλιά, τραγουδώντας το ομώνυμο τραγούδι,
που πίστευαν ότι προστάτευε από τις ασθένειες τους καρπούς της
γης.
Οι
στίχοι του διασώθηκαν και είναι οι παρακάτω:
«Ειρεσιώνη σύκα φέρει και
πίονας άρτους και μέλι εν κοτύλη και έλαιον αναψήσασθαι
(αποψήσασθαι) και κύλικ’ εύζωρον, ως αν μεθύουσα
καθεύδη».
Οι
οικοδέσποινες πρόσφεραν στα παιδιά φιλοδωρήματα και ενώ αυτά έφευγαν
χαρούμενα, αυτές κρεμούσαν τη δική τους «ειρεσιώνη» πάνω από
την εξώπορτά τους, την οποία διατηρούσαν όλο τον χρόνο.
Συνέχεια της ειρεσιώνης
θεωρούνται τα ελληνικά κάλαντα των Χριστουγέννων και της
Πρωτοχρονιάς.
Κατά
τη διάρκεια της γιορτής, ένα αγόρι, του οποίου ζούσαν και οι δύο
γονείς (αμφιθαλής), έφερνε την ειρεσιώνη στο ιερό του Απόλλωνα και
την έστηνε ή την κρεμούσε στην είσοδο του ναού.
Στη
Σάμο, η γιορτή αυτή γινόταν στα ανοιξιάτικα Θαργήλια του Απόλλωνα με
θυσίες στον Ήλιο και τις Ώρες (τις εποχές του έτους).
Αυτό
το αρχαίο ελληνικό έθιμο των Θαργηλίων αντιστοιχεί στο νεοελληνικό
έθιμο του στεφανιού της Πρωτομαγιάς.
Αντίστοιχη με τη ειρεσιώνη
ήταν η κορυθάλη, κλαδί δάφνης ή ελιάς που κρεμόταν στην
εξώπορτα των σπιτιών.
Η
κορυθάλη προσφερόταν στη θεά Αρτέμιδα, η οποία με την προσωνυμία
«κορυθαλία» λατρευόταν στη Σπάρτη ως θεά της γονιμότητας και
προστάτιδα των τροφών που φρόντιζαν τα βρέφη.
Αργότερα, στους χρόνους του
Κίμωνα, παράλληλα με τη γιορτή των Πυανεψίων, την 7η του
μηνός γιορταζόταν στην Αθήνα, η βακχική γιορτή του τρύγου, τα
Οσχοφόρια ή Ωσχοφόρια (Πλουτ. Θησ. ΚΒ’), προς τιμήν
της Αθηνάς και του Διονύσου. Στα Οσχοφόρια δύο νέοι (οι Οσχοφόροι),
ντυμένοι γυναικεία, έφεραν τη δική τους ειρεσιώνη, που ήταν κλαδιά
κλήματος κατάφορτα με σταφύλια (όσχοι). Οι Οσχοφόροι προηγούνταν της
πομπής, που ξεκίναγε από τον ναό του Διονύσου στην Αθήνα και
κατέληγε στον ναό της Σκιράδος Αθηνάς στο Φάληρο. Κατά τη διάρκεια
της γιορτής γίνονταν αγώνες δρόμου μεταξύ «οσχοφορούντων»
εφήβων από όλες τις φυλές και οι 10 πρώτοι νικητές, ένας από κάθε
φυλή, έπαιρναν ως έπαθλο μία φιάλη με τα «πενταπλόα», ποτό
που το αποτελούσαν τα πέντε κυριότερα προϊόντα του έτους: κρασί,
μέλι, τυρί, αλεύρι και λάδι. Επίσης, οι νικητές έμπαιναν επικεφαλής
της πομπής στην τελετή προς τιμήν του θεού Διονύσου. Την ειδική αυτή
τελετή —με χορούς, τραγούδια και θυσίες— τη συσχέτιζαν οι Αθηναίοι
με τη μετάβαση του Θησέα στην Κρήτη, για να απαλλάξει την Αθήνα από
τον φόρο αίματος στον Μινώταυρο. Άλλωστε, η παράδοση αναφέρει ότι
αυτή τη γιορτή την καθιέρωσε ο Θησέας σε ανάμνηση της νίκης του
εναντίον του Μινώταυρου.
Κατά
τον μήνα Πυανεψιώνα ετελούντο ακόμα τα Απατούρια (από το
ά(μα)+πατήρ): τριήμερες γιορτές (δόρπεια, ανάρρυσις και κουρεώτις)
κατά τις οποίες οι πατέρες των παιδιών τα έγραφαν στις φρατρίες.
Στις γιορτές αυτές τιμούσαν τον Δία Φράτριο, μαζί με την Απατουρία
Αθηνά —από τη λέξη απάτη, κατάλοιπα της εποχής που η απάτη εθεωρείτο
αρετή— προστάτιδα των συγγενικών γενών. Αξίζει να σημειωθεί ότι
αρχικά στην Αθήνα υπήρχαν 4 φυλές. Κάθε φυλή διαιρείτο σε 3 μέρη που
το κάθε τρίτο ονομάστηκε τριττύς ή φρατρία, ή αργότερα
και πατριά. Σε κάθε φρατρία υπήρχαν 30 γένη. Αυτή η διαίρεση είναι
βέβαιο ότι έγινε σύμφωνα με το ημερολόγιο: οι 4 φυλές αντιστοιχούσαν
στις 4 εποχές του έτους· οι 12 φρατρίες στους 12 μήνες του έτους και
τα 30 γένη κάθε φρατρίας στις 30 ημέρες του μήνα, ώστε συνολικά
12Χ30=360, δηλαδή το σύνολο των ημερών του έτους.
Λόγω
ακριβώς της γιορτής των Απατουρίων, ο αντίστοιχος του αττικού μήνα
Πυανεψιώνα ονομαζόταν στη Δήλο Απατουριών. Με την ίδια ή
ελαφρά διαφορετική ονομασία ως Απατούριος ή Απατουρεών
απαντάται στα μηνολόγια των ιωνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, της
Κυζίκου και της Όλβιας στη Σκυθία.
Από
την 9η έως τη 13η ή από τη 10η έως
τη 14η του Πυανεψιώνα ετελούντο στην Αθήνα τα Θεσμοφόρια,
η σημαντικότερη γιορτή των γυναικών. Τα Θεσμοφόρια ήταν γιορτή
αφιερωμένη στη Θεσμοφόρο Δήμητρα, ως προστάτιδα της γεωργίας, του
γάμου και της κοινωνικής τάξης. Η πρώτη ημέρα της γιορτής ονομαζόταν
Στήνια και διανθιζόταν με γιορταστικά περιπαιχτικά τραγούδια.
Τη δεύτερη ημέρα πανηγυρίζονταν τα Θεσμοφόρια στον Αλιμούντα
(παραλιακό δήμο της Αττικής) στη χερσόνησο Κωλιάδα (σημερινό
Άγιο-Κοσμά), όπου υπήρχε ο ναός της Κωλιάδος Αφροδίτης, ένα από τα
σημαντικότερα ιερά της Αττικής. Οι υπόλοιπες τρεις ημέρες ήταν οι
κυρίως ημέρες της τελετής μέσα στην πόλη των Αθηνών. Από αυτές, η
πρώτη ονομαζόταν Άνοδος, λόγω της επιστροφής των εορταζόντων
από τον Αλιμούντα στην Αθήνα. Η δεύτερη εκαλείτο —και ήταν
πραγματικά— αυστηρή Νηστεία. Η τρίτη λεγόταν Καλλιγένεια και
κατά τη διάρκειά της τιμούσαν τη Δήμητρα με θυσίες και χορούς ως θεά
προστάτιδα της γέννησης υγιών και ωραίων παιδιών.
Στις
τελετές αυτές απαγορευόταν αυστηρά η παρουσία αντρών.
Κατά
τον μήνα αυτόν γιορτάζονταν στην Αθήνα τα Θησεία, την
8η Πυανεψιώνα, και γι’ αυτό ελέγοντο ογδόδια (Αρστφ.
Πλούτ. 626) και κάθε όγδοη ημέρα ήταν ιερή αφιερωμένη στον Θησέα και
στον Ποσειδώνα.
Την
τελευταία ημέρα του Πυανεψιώνα ετελείτο στην Αθήνα ιδιαίτερη γιορτή
αφιερωμένη στην Αθηνά-Εργάνη, προστάτρια από κοινού με τον Ήφαιστο
των τεχνιτών. Αρχικά, και μέχρι τον 4ο π.Χ. αιώνα, η
γιορτή πανηγυριζόταν από όλο τον δήμο (λαό) προς τιμήν της
Αθηνάς-Εργάνης και γι’ αυτό ονομαζόταν Αθήναια ή
Πάνδημος.
Αργότερα, γιορταζόταν μόνο από
τους τεχνίτες και ειδικά από τους χαλκείς
(σιδηρουργούς-μεταλλουργούς) προς τιμήν του Ηφαίστου και έτσι
μετονομάστηκε σε Χαλκεία. Τα Χαλκεία έδωσαν στον Κηφισιέα
Μένανδρο το υλικό για την ομώνυμη κωμωδία του, μικρό απόσπασμα της
οποίας σώζεται από τον Αθήναιον (ΙΑ’, 5Ο2- Πολυδ. Ζ’,
1Ο5).
5.
Μαιμακτηριών
Ο
ΠΕΜΠΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, που αντιστοιχούσε στην
περίοδο από τη 15η Οκτωβρίου μέχρι τη 15η Νοεμβρίου του σημερινού
Γρηγοριανού ημερολογίου.
Η
ονομασία του προήλθε, όπως εξηγεί ο Αρποκρατίων, από τις γιορτές των
Μαιμακτηρίων προς τιμήν του Μαιμάκτου Διός, δηλαδή του
ενθουσιώδη και ταράσσοντα τον ουρανό Δία, προαναγγέλλοντας κατά τον
Μαιμακτηριώνα την έναρξη του χειμώνα, αφού στη διάρκειά του «ό
αήρ ταράττεται και μεταβολήν έχει». Ο Φώτιος υποστηρίζει ότι ο
Μαιμακτηριών πήρε την ονομασία του «από τής μαιμάξεως τής περί
την άμπελον», δηλαδή από τον τρύγο των αμπελιών για την
παρασκευή του κρασιού.
Στα
Μαιμακτήρια, οι Αθηναίοι ικέτευαν με δεήσεις τον Νεφεληγερέτη Δία,
που τάρασσε το Σύμπαν, να φανεί μειλίχιος, να καταπαύσει τις ταραχές
του αέρα και να στείλει τη βροχή για να σπείρουν τους αγρούς
τους.
Στις
γιορτές αυτές, στο θέατρο των Αθηνών, άντρες μεταμφιεσμένοι σε
Βάκχες, Νύμφες και Ώρες, ντυμένοι με βαριά ρούχα και κρατώντας πέπλο
πανηγύριζαν την έναρξη του χειμώνα.
Στην
Κέα, από μία επιγραφή που βρέθηκε εκεί πληροφορούμαστε ότι ο
αντίστοιχος προς τον Μαιμακτηριώνα μήνας ονομαζόταν
Μαιμακτήρ. Επίσης, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο αντίστοιχος
προς τον Μαιμακτηριώνα βοιωτικός μήνας ονομαζόταν Αλκυμένιος
ή Αλαλκομένιος.
6.
Ποσειδεών
ΉΤΑΝ
Ο ΕΚΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, συνήθως όμως ο τέταρτος των
ημερολογίων των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας.
Ήταν
ο κυρίως μήνας του χειμώνα και αντιστοιχούσε στους σημερινούς μήνες
Δεκέμβριο και Ιανουάριο του Γρηγοριανού ημερολογίου.
Από
την 8η έως την 11η του Ποσειδεώνα, στην Αθήνα
και στους γύρω δήμους, ετελούντο τα κατ’ αγρούς Διονύσια ή
Διονύσια τα μικρά. Στις μυστηριακές αυτές γιορτές
γινόταν αναπαράσταση διαφόρων μύθων που αφορούσαν τον θεό Διόνυσο.
Επικεφαλής των κατ’ αγρούς Διονυσίων ήταν οι δήμαρχοι.
Την
26η του μηνός ετελούντο στην Αθήνα και την Ελευσίνα τα
Αλώα, προς τιμήν της Δήμητρας, της Κόρης (Περσεφόνης) και του
Διονύσου. Η ονομασία της γιορτής προέρχεται από το άλως, που
σημαίνει αλώνι, κήπο ή καλλιεργημένο χωράφι. Η γιορτή πανηγυριζόταν
τον μήνα Ποσειδεώνα —αν και διίστανται οι γνώμες των ειδικών— και
στο τέλος της υπήρχε πομπή προς τιμήν του Ποσειδώνα, ο οποίος πριν
γίνει θεός της θάλασσας λατρευόταν ως χθόνιος θεός (Γαιήοχος) και
θεός της βλάστησης· ως Ποσειδώνας Φυτάλμιος, δηλαδή γονιμοποιός· μια
αρχέγονη μορφή του Ποσειδώνα, της προσωποποίησης των γλυκών νερών
που γονιμοποιούν τη γη. Τα Αλώα ήταν γιορτή γυναικεία με
ελευθεροστομία και με τελετές που είχαν τη σημασία της πρόκλησης
γονιμότητας και ευφορίας. Γι’ αυτούς τους λόγους, οι γυναίκες
κρατούσαν στα χέρια τους ομοιώματα αντρικών και γυναικείων
γεννητικών οργάνων και πανηγύριζαν άσεμνα. Ο Σχολιαστής του
Λουκιανού σε κάποιο τμήμα του κειμένου του (Εταιρ. Διάλ. 7.4)
αναφέρει: «αναφωνούσι δε προς αλλήλαις πάσαι αί γυναίκες αισχρά
και άσεμνα, βαστάζουσαι είδη σωμάτων απρεπή ανδρειά τε και
γυναικεία. Ενταύθα οινός τε πολύς πρόκειται και τράπεζαι....
πρόσκειται δε ταις τραπέζαις και εκ πλακούντος κατασκευασμένα
αμφοτέρων γενών αιδοία». Ένα δυσεξήγητο πρόβλημα είναι το
γεγονός ότι η γιορτή πανηγυριζόταν στα αλώνια τον Ιανουάριο, και όχι
τον Ιούλιο που είναι ο μήνας του αλωνίσματος (Αλωνάρης). Διάφοροι
ερευνητές πιστεύουν ότι η αλλαγή της ημερομηνίας από τους
καλοκαιρινούς μήνες στον Ιανουάριο οφειλόταν κατά πάσα πιθανότητα
στον θεό Διόνυσο. Όταν, λοιπόν, ο θεός πήρε τη θέση της Δήμητρας
στις γιορτές, άρπαξε και το αλώνι της, προκαλώντας την ημερομηνιακή
ανωμαλία και προσφέροντας στο αλώνισμα μια χειμωνιάτικη
γιορτή.
Ο
Ποσειδεώνας ήταν ο μήνας της χειμερινής τροπής του Ήλιου και
συνεπώς, κατά τη διάρκειά του, συνέβαινε η «διαμετρημένη
ημέρα», η μικρότερη δηλαδή σε διάρκεια μέρα του έτους ίση με
περίπου 9,5 ώρες. Ο χρόνος της «διαμετρημένης ημέρας»
διαιρούμενος, μέσω κλεψυδρών, σε τρία μέρη χρησίμευε στα δικαστήρια
για την αγόρευση του κατηγόρου, για την υπεράσπιση του
κατηγορουμένου και για τις ομιλίες των δικαστών. Μήνας Ποσειδεώνας
αναφέρεται και στο ημερολόγιο της νήσου Δήλου, αντίστοιχος προς τον
αττικό Ποσειδεώνα.
Μετά
τον μήνα Ποσειδεώνα και σε περιόδους δύο αρχικά, τεσσάρων ή τελικά
οκτώ ετών, τις λεγόμενες διετηρίδες, τετραετηρίδες και οκταετηρίδες
προστίθετο ο εμβόλιμος 13ος μήνας, που ονομαζόταν
Ποσειδεών δεύτερος, με τις αντίστοιχες βέβαια ημέρες για κάθε τέτοιο
χρονικό κύκλο. Ειδικά στον κύκλο των οκτώ ετών (Μέγας Ενιαυτός), ο
Ποσειδεών δεύτερος προστίθετο κάθε 3ο, 5ο και
8ο έτος με διάρκεια 30 ημερών (πλήρης μήνας).
Ο
Ποσειδεών δεύτερος άρχισε να προστίθεται στο έτος, για να το
εναρμονίσει με το ηλιακό-τροπικό, κατά τους χρόνους του Σόλωνα (594
π.Χ.) ή του Κλεοστράτους (540 π.Χ.), οπότε θεσπίστηκε το
σεληνοηλιακό αττικό ημερολόγιο.
Όσον
αφορά τον «Μέγα Ενιαυτό», ο όρος αυτός χρησιμοποιείτο και με
την ευρύτερη φιλοσοφική διάστασή του. Ο αστρονομικός Μέγας Ενιαυτός
αρχικά καθιερώθηκε από τους Ίωνες φιλοσόφους και ιδιαίτερα από τον
Ηράκλειτο, ο οποίος και προσδιόρισε τη διάρκειά του ίση με 10.800
έτη, όπως αναφέρει ο Αέτιος, ή ίση με 18.000 έτη, όπως αναφέρει ο
Κηνσωρίνος. Ο σπουδαίος αστρονόμος Αρίσταρχος ο Σάμιος (320-250
π.Χ.) αναφέρει τον Μεγάλο Ενιαυτό ίσον με 2.484 έτη. Τα ίδια
υποστηρίζει και ο αστρονόμος Οινοπίδης ο Χίος (5ος π.Χ.
αιώνας), ο οποίος είχε αφιερώσει στην Ολυμπία χάλκινη πλάκα πάνω
στην οποία είχε χαράξει ανακάλυψή του σχετική με το ηλιακό και το
σεληνιακό έτος. Ο Μεγάλος Ενιαυτός θεωρείτο περιοδικός κύκλος στο
τέλος του οποίου οι αστρονόμοι πίστευαν ότι το Σύμπαν θα
καταστρεφόταν εξαιτίας μεγάλου πύρινου Κατακλυσμού, από τον οποίον
θα αναφλεγόταν για να αναδημιουργηθεί στη συνέχεια και να επαναζήσει
νέα περίοδο Μεγάλου Ενιαυτού, μετά το τέλος του οποίου θα γινόταν
νέα καταστροφή, και πάλι νέα αναδημιουργία. Η δοξασία αυτή των
αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και αστρονόμων συμπίπτει με τις ανατολικές
φιλοσοφικές θεωρίες για την αιώνια ανακύκληση ή για την αιώνια
επιστροφή, τις οποίες ασπάστηκαν και υποστήριξαν εκπρόσωποι των
νεοτέρων φιλοσοφικών ρευμάτων. Μερικοί από αυτούς υποστηρίζουν ότι ο
Μέγας Ενιαυτός έχει περίοδο ίση με 25.796 έτη, ταυτόσημη δηλαδή με
την περίοδο της γήινης μετάπτωσης (Παράρτημα VΙ).
7.
Γαμηλιών
Ο
ΕΒΔΟΜΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου και ο πρώτος μετά το χειμερινό
ηλιοστάσιο, αφού αντιστοιχούσε στους σημερινούς
Ιανουάριο-Φεβρουάριο.
Η
ονομασία του προέρχεται από τις αντίστοιχες ιερές αθηναϊκές γιορτές,
στο επίκεντρο των οποίων δέσποζε η γιορτή των Θεογαμίων, στην
οποία γιορταζόταν ο ιερός γάμος του Δία και της Ήρας. Ο ιερός γάμος
γινόταν με σκοπό να ενισχύσει την ευεργετική δύναμη των βροχών που
είχαν πέσει στη γη, ώστε να ευοδωθεί η βλάστηση.
Ο
μήνας αυτός ήταν ιερός και αφιερωμένος στους πέντε γαμήλιους θεούς·
Δία τον Τέλειο, Ήρα την Τελεία, Αφροδίτη, Πειθώ και Άρτεμη, από τους
οποίους εξαρτιόταν η ευτυχής έκβαση του γάμου. Ιδιαίτερα όμως οι
Αθηναίοι τιμούσαν τον Δία τον Τέλειο και την Ήρα την Τελεία, η οποία
ήταν η προστάτιδα-θεά του γάμου.
Στη
διάρκεια του Γαμηλιώνα γίνονταν οι περισσότεροι γάμοι των Αθηναίων,
ενώ ειδικά την 27η του μηνός ετελούντο στην Αθήνα οι
γαμήλιες θυσίες ή γάμηλα.
Από
την 8η μέχρι την 11η ημέρα του Γαμηλιώνα,
γιορτάζονταν στην Αθήνα τα Λήναια, προς τιμήν του Ληναίου
Διονύσου· ετελούντο γύρω από το θέατρο του Διονύσου των Αθηνών. Για
τον λόγο αυτόν στη Δήλο, και σε ορισμένες ελληνικές πόλεις της
Μικράς Ασίας. ο Γαμηλιών λεγόταν Ληναιών. Η ονομασία αυτή
προέρχεται από την αρχαία λέξη ληνός, που ήταν το μέρος όπου
πατούσαν τα σταφύλια (το πατητήρι). Από το γεγονός αυτό ο θεός του
κρασιού Διόνυσος έφερε και την προσωνυμία Ληναίος. Επικεφαλής των
Ληναίων, όπως και των Ανθεστηρίων, ήταν ο άρχων βασιλεύς.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι προς
τιμήν του Διονύσου ετελούντο στην Αθήνα τα Οσχοφόρια, τα Διονύσια,
τα Λήναια, τα Ανθεστήρια και άλλες σπουδαίες γιορτές. Πολλά όμως
ελληνικά ημερολόγια τιμούσαν τον Διόνυσο με τον ομώνυμό του μήνα. Ο
μήνας Διονύσιος εχρησιμοποιείτο κυρίως στη Μέση Δυτική Ελλάδα, καθώς
και στις δωρικές αποικίες του Βοσπόρου και του Πόντου. Στην Αιτωλία
ο Διονύσιος αντιστοιχούσε με τον αθηναϊκό μήνα Μουνιχιώνα, ενώ στο
ημερολόγιο της Βιθυνίας ήταν ο τέταρτος μήνας του έτους και
αντιστοιχούσε στο χρονικό διάστημα από 24η Δεκεμβρίου έως
23η Ιανουαρίου του Γρηγοριανού ημερολογίου. Ο μήνας
Διονύσιος αναφέρεται σε επιγραφές που βρέθηκαν στην Άγκυρα, στη
Χαλκηδόνα, στη Λοκρίδα, στο Βυζάντιο, στην Κρήτη και στο Ταυρομένιο
της Σικελίας.
8.
Ανθεστηριών
ΗΤΑΝ
Ο ΟΓΔΟΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου και ο πρώτος μήνας της
άνοιξης, αφού αντιστοιχούσε στους σημερινούς μήνες
Φεβρουάριο-Μάρτιο.
Το
όνομά του προέρχεται από τη σπουδαία γιορτή των Ανθεστηρίων προς
τιμήν του θεού Διονύσου.
Τα
Ανθεστήρια ήταν τριήμερες ανοιξιάτικες γιορτές, που γιορτάζονταν την
11η, 12η και 13η ημέρα του
Ανθεστηριώνα. Την πρώτη ημέρα γιορτάζονταν τα Πιθοίγια, που
αποτελούσαν την προκαταρκτική γιορτή.
Τότε
οι Αθηναίοι άνοιγαν τα πιθάρια για να δοκιμάσουν το κρασί της νέας
χρονιάς. Το θεϊκό αυτό δώρο του Διονύσου το έφερναν οι πιστοί στο
ιερό του θεού για να το ευλογήσει: «ανοίξαντες γάρ τούς πίθους
πάσι μετεδίδουν του Διονύσου δωρήματος» (Ησίοδος: Έργα και
Ημέραι, 366).
Την
ημέρα των Πιθοιγίων οι αρχαίοι Αθηναίοι την είχαν αφιερώσει στην
αγαθοποιό θεότητα, τον Αγαθοδαίμονα. Ο Πλούταρχος στα Ηθικά (Η’,
10,3) αναφέρει: «... και μην οίνου γε το νέον οι πρωϊαίτατα
πίνοντες Ανθεστηριώνι πίνουσι μηνί μετά χειμώνα· και την ημέραν
εκείνην ημείς μεν Αγαθού Δαίμονος, Αθηναίοι δε Πιθοίγια
προσαγορεύουσιν». Η γιορτή αυτή ονομαζόταν και Πιθογία, γιατί οι
Αθηναίοι πίστευαν ότι ο Αγαθοδαίμονας έβγαινε από τα πιθάρια των
σπιτιών, παρέμενε στο φως όλη τη μέρα της γιορτής του και το βράδυ
επέστρεφε πάλι στο σκοτεινό μέρος της διαμονής του.
Τη
δεύτερη ημέρα γιορτάζονταν οι Χόες ή Χοές, που η
ονομασία τους προέρχεται από το χούς, το ειδικό πήλινο
αγγείο, που είχαν μαζί τους οι εορτάζοντες.
Οι
Χόες ήταν η σπουδαιότερη από τις τριήμερες γιορτές και —κατά τον
Θουκυδίδη— τα αρχαιότερα Διονύσια.
Την
ημέρα αυτή οι Αθηναίοι γιόρταζαν τον ερχομό της άνοιξης και
καλωσόριζαν τον θεό, τον οποίον υποδυόταν ο άρχων-βασιλεύς, ο οποίος
έμπαινε στην πόλη με την ακολουθία του πάνω σε πλοίο με ρόδες. Η
πομπή ξεκινούσε από το Φάληρο, γιατί η παράδοση έλεγε ότι ο Διόνυσος
ήρθε από τη θάλασσα, και κατευθυνόταν στο μεγάλο ιερό του θεού
«εν Λίμναις», εκεί όπου βρίσκεται η σημερινή Γαργαρέττα. Στο
ιερό του ο Διόνυσος —στο πρόσωπο του άρχοντα-βασιλιά— συναντούσε τη
βασιλίννη (σύζυγο του βασιλιά), και το θεϊκό ζευγάρι έμπαινε
επικεφαλής της πομπής.
Στη
συνέχεια, γινόταν η γιορτή της ιερογαμίας, δηλαδή ο μυστικός ιερός
γάμος του θεού και το γαμήλιο γλέντι με αγώνες οινοποσίας. Ο ιερός
γάμος πανηγυριζόταν στον χώρο του Βουκολείου κοντά στο Πρυτανείο.
Εκεί γινόταν η ένωση του άρχοντος-βασιλιά, που αναπαρίστανε τον
Διόνυσο, με τη βασιλίννη, κατάλοιπο μιμητικής γονιμικής μαγείας για
την καρποφορία της γης. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, η λέξη
βουκολείο, που σημαίνει χώρος για ταύρους, υποδήλωνε ότι η αρχαϊκή
τελετή του ιερού γάμου ίσως έπαιρνε τη μορφή της ένωσης ενός
ταυροθεού με τη βασιλίννη, όπως κατά πάσα πιθανότητα γινόταν στη
μινωική Κρήτη, σύμφωνα με τον μύθο του Μινώταυρου.
Την
τρίτη ημέρα γιορτάζονταν οι Χύτροι. Η γιορτή αυτή ήταν
αφιερωμένη, εκτός από τον Διόνυσο, στους νεκρούς και στον Ερμή τον
Χθόνιο και Ψυχοπομπό (Ερμού ημέρα).
Την
ονομασία της την οφείλει στους χύτρους, στα ειδικά πήλινα αγγεία
όπου οι πιστοί έβραζαν τις προσφορές τους στους νεκρούς, που συνήθως
ήταν διάφοροι καρποί με άνθη (πανσπερμία) και βρασμένα
όσπρια.
Κατά
τη γιορτή των Ανθεστηρίων τελούνταν μυστήρια (άρρητα-ιερά) —που τα
επέβλεπε ο άρχοντας-βασιλιάς— κατά τη διάρκεια της νύκτας στον
αρχαίο ναό του Λιμναίου Διονύσου στις Λίμνες (Ν.Δ. της Ακρόπολης), ο
οποίος άνοιγε μόνο μια φορά τον χρόνο, στις 12
Ανθεστηριώνα.
Η
τελετή των Ανθεστηρίων έληγε με τη φράση: «Θύραζε κήρες ουκέτ’
Ανθεστήρια» που σημαίνει: «Φύγετε ψυχές των νεκρών, τελείωσαν
τα Ανθεστήρια».
Προς
το τέλος του Ανθεστηριώνα, πιθανώς την 23η του μηνός,
ετελείτο πανάρχαια θρησκευτική γιορτή με το όνομα Διάσια,
προς τιμήν του Μειλίχιου Δία, στον ναό του Ολυμπίου Διός
(Ολυμπιείον) κοντά στην πηγή της Καλλιρόης ή εννεάκρουνο στον Ιλισσό
(Θουκυδ. Α’, 128).
Επίσης την τρίτη ημέρα των
Ανθεστηρίων τελούνταν στην Αθήνα τα Υδροφόρια, γιορτή σε
ανάμνηση αυτών που πνίγηκαν στον Κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Κατά τη
διάρκεια της γιορτής, που ήταν μέρος του διονυσιακού κύκλου,
ρίπτονταν ψωμιά από στάρι και μέλι σε κάποιο χάσμα που υπήρχε στο
Ολυμπιείον, από το οποίο πίστευαν ότι η γη απορρόφησε τα νερά του
Κατακλυσμού. Με τα Υδροφόρια τέλειωνε η γιορτή των
Ανθεστηρίων.
Μια
παρόμοια γιορτή με τα Ανθεστήρια ήταν τα Ανθεσφόρια προς τιμήν της
Δήμητρας και της Κόρης, που γιορτάζονταν στην αρχή της άνοιξης. Τα
κορίτσια την ημέρα της γιορτής μάζευαν από τους αγρούς λουλούδια και
έπλεκαν στεφάνια, όπως η Περσεφόνη την ώρα που την άρπαξε ο
Πλούτωνας. Η γιορτή αυτή πανηγυριζόταν με μεγαλοπρέπεια στη Σικελία
και στη Μεσσηνία. Πάντως, και οι δύο γιορτές φαίνεται ότι είχαν
κοινή προέλευση.
Σύμφωνα με ορισμένους
μελετητές, δεν πρέπει να ταυτίζονται τα Ελευσίνια και τα Ελευσίνια
Μυστήρια. Υπήρχε λοιπόν σαφής διάκριση μεταξύ των Ελευσινίων και των
Μυστηρίων. Κατά τη διάρκεια του Ανθεστηριώνα, την εποχή της άνοιξης,
τελούνταν τα Ελευσίνια ή «τα εν Άστει», που λέγονταν και
Ελευσίνια τα Μικρά, ενώ τα «Μυστήρια τα εν Ελευσίνι», τα
ονομαζόμενα Μεγάλα Ελευσίνια, τελούνταν τον μήνα
Βοηδρομιώνα.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή,
και οι δύο γιορτές τελούνταν στην Ελευσίνα, αλλά τα μεν Μυστήρια
ήταν η καθαρά θρησκευτική τελετή στην οποία έπαιρναν μέρος μόνον οι
μύστες, ενώ τα δε Ελευσίνια ήταν αγώνες προς τιμήν της Δήμητρας·
ονομάστηκαν έτσι επειδή τελούνταν στην Ελευσίνα.
9.
Ελαφηβολιών
Ο
ΕΝΑΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου και ο δεύτερος μήνας της
άνοιξης, που αντιστοιχούσε στους σημερινούς γρηγοριανούς μήνες
Μάρτιο-Απρίλιο.
Ονομάστηκε έτσι «από των
ελάφων, αίτινες τω μηνί τούτω εθύοντο τη ελαφηβόλω Αρτέμιδι»
(Bekket, An-Gr. I, 249).
Οφείλει, δηλαδή, την ονομασία
του στα Ελαφηβόλια, γιορτή κατά την οποία θυσιάζονταν ελάφια
προς τιμήν της ελαφηβόλου θεάς του κυνηγιού Αρτέμιδος, η οποία
αγαπούσε ιδιαιτέρως την έλαφον και ετέρπετο με κατ’ εξοχήν
«κάπροισι και ωκείης ελάφοισιν» (Ομ. Οδυσ. Ζ 104) δηλαδή, η
οποία ευχαριστείτο να κυνηγά αγριογούρουνα και γοργοπόδαρα
ελάφια.
Από
την 8η ή την 9η μέχρι την 13η του
Ελαφηβολιώνα, ετελούντο στην Αθήνα τα Μεγάλα Διονύσια ή
κατ’ Άστει Διονύσια, με τις επιμέρους γιορτές τους κάθε τρίτο
έτος. Στα Μεγάλα Διονύσια προΐστατο ο Επώνυμος άρχοντας. Μέρος της
γιορτής των Μεγάλων Διονυσίων ήταν τα Πάνδια, αρχαία γιορτή
των Αθηναίων προς τιμήν του Διός. Η ίδρυσή της αποδίδεται είτε στον
Πανδίωνα, μυθικό βασιλιά των Αθηνών, ή στη νύμφη Πανδία, θυγατέρα
του Δία και της Σελήνης.
Οι
αρχαίοι Έλληνες, ιδίως στην Κρήτη και τη Μικρά Ασία, κατά τη
διάρκεια αυτού του μήνα γιόρταζαν τα Ιλάρια, που ταυτίστηκαν
με τη γιορτή της εαρινής ισημερίας μεταξύ 23ης και
25ης του σημερινού μήνα Μαρτίου. Οι εορτάζοντες
πανηγύριζαν φορώντας στεφάνια και κωμικά προσωπεία.
Στην
Αθήνα, κατά την εαρινή ισημερία, ετελούντο τα Αδώνια, προς
τιμήν του Άδωνι και της Αφροδίτης. Τα Αδώνια ή Αδώνεια διαρκούσαν
δύο ημέρες. Από αυτές, η πρώτη εκαλείτο αφανισμός, κατά τη
διάρκειά της οποίας, γυναίκες με δάκρυα στα μάτια θρηνούσαν τον
θάνατο του Άδωνι. Η δεύτερη ημέρα λεγόταν εύρεσις και κατ’
αυτήν γιορταζόταν η ανάσταση του Άδωνι (Λουκ. Περί Συρίας Θεάς). Ο
ελληνικός μύθος του θνητού Άδωνι και της θεάς Αφροδίτης αντιστοιχεί
προς τον σουμεριακό μύθο του Ντουμμουζί (Γιος της ζωής) και της θεάς
Ιναννά ή προς τον βαβυλωνιακό μύθο του Ταμμούζ και της θεάς Ιστάρ,
που ήδη έχουμε αναφέρει. Για τους πιστούς, ο Άδωνις ήταν η
προσωποποίηση της βλάστησης ο δε θάνατός του υποδήλωνε την εξαφάνιση
της φυτικής ζωής κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Ενώ, η ανάστασή του
συμβόλιζε την αναγέννηση της φύσης κατά την εποχή της
άνοιξης.
Πάντως, τα Αδώνια ήταν γιορτές
που ετελούντο σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Ελλάδας σε διαφορετικές,
όμως, ημερομηνίες. Έτσι, διάφορες ελληνικές πόλεις πανηγύριζαν τα
Αδώνια κατά την εαρινή ισημερία, ενώ άλλες κατά τη χειμερινή ή τη
θερινή τροπή, πάντα όμως προς τιμήν της Αφροδίτης και του Άδωνι.
(Αριστ. Ειρ. 6, 420. Μουσαίου, Ηρώ και Λέανδρος, στ. 43). Σύμφωνα με
άλλους ερευνητές, τα Αδώνια ετελούντο στην Αθήνα κατά τη θερινή
τροπή και όχι κατά την εαρινή ισημερία, συμβολίζοντας πάντα την
αναγεννώμενη φύση.
Ο
Ελαφηβολιών, εκτός από την Αττική, αναφέρεται και στα μηνολόγια
άλλων ελληνικών πόλεων, όπως της Απολλωνίας στη
Χαλκιδική.
Κατά
τη διάρκεια του Ελαφηβολιώνα γίνονταν στην Αθήνα τα Γαλάξια,
μια σπουδαία γιορτή προς τιμήν της Κυβέλης, της Μητέρας των Θεών.
Κατ’ αυτήν προσφερόταν στη θεά από τους νέους μία χρυσή φιάλη με τη
«γαλαξία», χυλό από κριθάλευρο και γάλα, από το οποίο προήλθε
και η ονομασία της. Λόγω όμως και της γιορτής των Γαλαξίων στη Δήλο,
ο αντίστοιχος μήνας του αττικού Ελαφηβολιώνα ονομάστηκε
Γαλαξιών.
10.
Μουνυχιών ή Μουνιχιών
Ο
ΔΕΚΑΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, που αντιστοιχούσε στους
σημερινούς μήνες Απρίλιο-Μάιο του Γρηγοριανού ημερολογίου. Η
ονομασία του προέρχεται από τη γιορτή των Μουνιχίων, που ετελούντο
την 16η ημέρα του, προς τιμήν της θεάς Αρτέμιδος της
Μουνιχίας (Ξενοφώντος Ελληνικά, 2,4, 11).
Η
γιορτή των Μουνιχίων ετελείτο με μεγαλοπρέπεια στο ιερό της θεάς,
πάνω στον λόφο της Μουνιχίας στον Πειραιά. Πιθανότατα εκεί που
βρίσκεται σήμερα είτε η εκκλησία του προφήτη Ηλία ή ο Ναυτικός
Όμιλος.
Τα
Μουνίχια καθιερώθηκαν λόγω της θρησκευτικής πίστης των Αθηναίων ότι
η θεά Αρτέμις, θεά της Σελήνης, τους φώτιζε με τη μορφή της
πανσελήνου, στη νικηφόρα ναυμαχία της Σαλαμίνας εναντίον των
Περσών.
Οι
πιστοί προσέφεραν στη θεά τυρόπλαστους πλακούντες, που ονομάζονταν
«αμφιφώντες», γιατί τοποθετούνταν μεταξύ δύο κεριών που
αλληγορικά έδειχναν
την
ανατολή και τη δύση της Σελήνης.
Την
6η του μηνός Μουνιχιώνα ετελείτο στην Αθήνα η γιορτή του
Δελφινίου Απόλλωνα, του προστάτη της ναυσιπλοΐας. Κατά τη διάρκεια
της γιορτής, παρθένες, οι Ικέτιδες, κρατώντας τις ικετηρίες,
δηλαδή κλαδιά ελιάς στολισμένα με μαλλιά, πήγαιναν με πομπή στο
Δελφίνιο, τον ναό του θεού στον Ιλισσό (Πλουτ. Θησ. ΙΗ’). Εκεί τις
κατέθεταν στον βωμό, σε ένδειξη των ικεσιών τους, γι’ αυτό και
έλεγαν τη φράση «ικετηρίαν τιθένα» (Ηρδ. Ε’, 51
-Δημσθ).
Η
γιορτή ανάγεται στον Θησέα, ο οποίος πήρε μαζί του τους νέους και
τις νέες που είχαν κληρωθεί για τον φόρο αίματος της Αθήνας στον
Μινώταυρο, και πήγε, την 6η Μουνιχιώνα, στο Δελφίνιο,
αφιερώνοντας γι’ αυτόν και τους συντρόφους του, ικετηρίαν —κλαδί από
την ιερή ελιά στολισμένο με λευκό μαλλί. Αφού έγινε η δέηση,
κατέβηκαν όλοι μαζί στην ακτή και απέπλευσαν για την Κρήτη, απ’
όπου, ως γνωστόν, επέστρεψαν σώοι.
Στη
γιορτή των Δελφίνιων, οι Αθηναίοι —εκτός από τον Απόλλωνα— τιμούσαν
και την αδελφή του, τη Δελφίνια Άρτεμη. Την 6η του μηνός
Μουνιχιώνα εγκαινιαζόταν η αρχή των θαλασσίων ταξιδιών μετά τη
χειμερινή διακοπή τους.
Στην
κοντινή Αίγινα ετελείτο η ίδια γιορτή τον μήνα Δελφίνιο, αντίστοιχο
του αττικού μήνα Μουνιχιώνα.
Εκεί
η γιορτή πανηγυριζόταν με αγώνες οι οποίοι ονομάζονταν
Υδροφόρια, σε ανάμνηση της προσέγγισης των Αργοναυτών στην
Αίγινα, κατά την επιστροφή τους από την Αία της Κολχίδας, όπου
προμηθεύτηκαν πόσιμο νερό για να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς την
Ιωλκό.
Την
19η Μουνιχιώνα τελούνταν στην Αθήνα τα Ολύμπια προς τιμήν
του Ολυμπίου Διός. Ιδρύθηκαν από τον Πεισίστρατο, όταν θεμελίωσε τον
ναό του Ολυμπίου Διός (Ολυμπιείον) στις όχθες του Ιλισού το 530 π.Χ.
Τα αθηναϊκά Ολύμπια τελούνταν στον περίβολο του ναού και με την
πάροδο του χρόνου παράκμασαν. Ανανεώθηκαν από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα
Αδριανό, επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης και τελειοποίησης του
Ολυμπιείου το 129 μ.Χ.
Κατά
τους ελληνιστικούς χρόνους (30’7 π.Χ.), ο Δημήτριος ο Πολιορκητής,
προστάτης της πόλης των Αθηνών και των πατροπαράδοτων δημοκρατικών
της πολιτικών θεσμών, ελευθέρωσε την Αθήνα από τον Κάσσανδρο και
έγινε δεκτός στην πόλη με θεϊκές τιμές. Οι Αθηναίοι, για να
κολακεύσουν τη ματαιοδοξία του, ονόμασαν αυτόν και τον πατέρα του,
τον Αντίγονο, «Σωτήρες» και τους αφιέρωσαν βωμούς.
Επίσης μετονόμασαν τον μήνα
Μουνιχιώνα σε Δημητριώνα (Πλουτ. Δημ. 12) και τη γιορτή των
Διονυσίων σε Δημήτρια. Τέλος, αποφάσισαν τη δημιουργία δύο νέων
αττικών φυλών, που θα ονομάζονταν Αντιγονίδα και
Δημητριάδα.
11.
Θαργηλιών
Ο
ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου και η αρχή του καλοκαιριού,
αφού αντιστοιχούσε στους σημερινούς μήνες Μάιο-Ιούνιο.
Ο
Θαργηλιών οφείλει την ονομασία του στο ρήμα θέρειν και στη
λέξη Ήλιος, δηλαδή θερμαίνει, καίει ο Ήλιος, και η αντίστοιχη
γιορτή τα Θαργήλια ή Θεργήλια ήταν αφιερωμένη στον θεό
Απόλλωνα ως τον θεό της ηλιακής θερμότητας, με τη δύναμη της οποίας
ωριμάζουν οι καρποί: «Θαργήλια εισί πάντες οι από γης
καρποί». Τα Θαργήλια ήταν γιορτή που ετελείτο την 7η
ημέρα του μήνα, η οποία εθεωρείτο ως γενέθλια ημέρα του Δήλιου
Απόλλωνα.
Την
παραμονή της γιορτής, που εθεωρείτο η γενέθλια ημέρα της Αρτέμιδος,
ετελείτο εξιλαστήρια ή καθαρτήρια θυσία, για τον εξαγνισμό της πόλης
των Αθηνών: «Θαργηλιώνος έκτη καθαίρουσι την πόλιν οι
Αθηναίοι» (Διογένης Λαέρτιος 11,44).
Η
θυσία του καθαρμού ήταν κατάλοιπο πανάρχαιας τελετής, κατά την οποία
δύο άντρες θυσιάζονταν —ο ένας για τους άντρες της πόλης και ο άλλος
για τις γυναίκες. Οι δύο αυτοί άντρες λέγονταν «φαρμακοί»,
ίσως γιατί χρησίμευαν ως μέσα ίασης και καθαρμού όλων των άλλων.
Κατά τον Σουίδα, τρέφονταν δημοσία δαπάνη, οπότε πιθανώς να ήταν
κατάδικοι που η εκτέλεσή τους προριζόταν να γίνει στα Θαργήλια. Κατά
τους κλασικούς χρόνους το τελετουργικό της γιορτής παρέμεινε ίδιο,
μόνο που στη θυσία γινόταν εικονική εκτέλεση δύο αντρών. Στη
συνέχεια άρχιζαν οι κυρίως γιορτές, που έκλειναν την επομένη με
μουσικούς αγώνες.
Στη
διάρκεια του Θαργηλιώνα, ετελούντο επίσης:
α) Τα
Βενδίδεια, την 19η και την 20η του
μηνός προς τιμήν της θρακικής σεληνιακής θεάς Βενδίδος, η οποία
ταυτιζόταν με την Αρτέμιδα, την Εκάτη και την Περσεφόνη. Τα
Βενδίδεια γιορτάζονταν με δημόσιες θυσίες και τελετές. Το ιερό της,
το Βενδίδιον, βρισκόταν κι αυτό στον λόφο της Μουνιχίας στον
Πειραιά.
β) τα
Πλυντήρια, την 25η του μηνός για τον καθαρισμό των
πέπλων του αρχαϊκού ξοάνου της Πολιάδος Αθηνάς στη θαλάσσια περιοχή
του Φαλήρου, ενώ στην πόλη σταματούσε κάθε εργασία. Επίσης, ιερείς
από το γένος των Πραξιεργιδών έπλεναν το ξόανο της θεάς ακολουθώντας
ειδική ιερή τελετουργία.
γ) Η
γιορτή των Καλλυντηρίων την 19η του μηνός για τον
καλλωπισμό του ναού της πολιούχου θεάς Αθηνάς και του Ερεχθείου, και
τέλος
δ)
Ανά τριετία τα Μικρά Παναθήναια.
Διάφοροι ερευνητές
(Mommsen κ.ά.) συνδυάζουν την ηλιακή
ανατολή του σμήνους των Πλειάδων στον ουρανό με την τέλεση των
προϊστορικών γιορτών των Πλυντηρίων. Τότε γίνονταν, εκτός από τις
γιορτές προς τιμήν της θεάς Αθηνάς, οι πλύσεις των ενδυμάτων, οι
ετήσιες εκλογές των Αχαιών, ενώ άρχιζε και η συγκομιδή των
δημητριακών.
Ο
μήνας Θαργηλιών αναφέρεται και στα μηνολόγια της Δήλου, Αμοργού,
Πάρου, Τήνου, Εφέσου, Περγάμου και Μιλήτου.
12.
Σκιροφοριών
ο
ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου και ο κυρίως μήνας του
καλοκαιριού, αφού αντιστοιχούσε στους σημερινούς μήνες
Ιούνιο-Ιούλιο.
Την
ονομασία του την οφείλει στη γιορτή των Σκιροφορίων, που
γιορτάζονταν την 12η ημέρα του, προς τιμήν της θεάς
Αθηνάς (Αρστφ. Εκκλ. 18,59).
Στη
γιορτή αυτή μεταφερόταν με πομπή, από τον Παρθενώνα μέχρι το
προάστειον Σκίρον στην Ιερά Οδό, το μεγάλο λευκό σκιάδιο (σκίρον)
της θεάς Αθηνάς, το οποίο κρατούσαν οι ιερείς, συνοδοί της πομπής,
από το γένος των Ετεοβουταδών.
Το
πλατύγυρο λευκό σκιάδιο ήταν εφεύρεση της Αθηνάς και συμβόλιζε την
προστασία της στην πόλη των Αθηνών και στους αττικούς αγρούς από τον
καύσωνα των θερινών μηνών. Στην ίδια πομπή μεταφερόταν και το
Διός κώδιον, δηλαδή το δέρμα κριαριού (προβιά), που είχε
θυσιαστεί στον Μειλίχιο Δία. Έτσι, οι Αθηναίοι ζητούσαν να
εξασφαλισθεί η συνδρομή του θεού για την πόλη των Αθηνών και η
προστασία του, για την αγροτική παραγωγή τους, από τον υπερβολικό
καλοκαιρινό καύσωνα.
Κατά
τον μήνα Σκιροφοριώνα ετελούντο στην Αθήνα τα Αρρηφόρια, προς
τιμήν της Αθηνάς. Στον βράχο της Ακρόπολης, δυτικά του Ερεχθείου,
υπήρχε το λεγόμενο οίκημα των αρρηφόρων. Αυτές ήταν δύο μικρά
κορίτσια από 7 ως 11 χρονών, που μετέφεραν «άρρητα», δηλαδή
κρυφά και μυστικά ιερά αντικείμενα. Οι τελετές έπρεπε να γίνουν με
απόλυτη μυστικότητα, αλλιώς οι ιερουργίες έχαναν τη δύναμή τους.
Όλος αυτός ο μυστικισμός μάς δείχνει ότι τα Αρρηφόρια ήταν γιορτή
αγροτικών λατρευτικών πράξεων, με σκοπό να επηρεάσουν και να
ενισχύσουν την ευφορία της γης, για μια πλουσιότερη συγκομιδή. Στον
Πειραιά —πιθανώς την 14η Σκιροφοριώνα— τελούνταν τα
Διισωτήρια προς τιμήν του Διός Σωτήρος και της Αθηνάς
Σωτείρας, για τα οποία δεν γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες, γιατί
συνέπιπταν με τα Διιπόλεια και συγκεκριμένα με τα Βουφόνια. Κατά τη
διάρκεια, λοιπόν, του Σκιροφοριώνα και ειδικά την τελευταία
πανσέληνο του έτους, ίσως την 14η του μηνός, ετελείτο η
θρησκευτική γιορτή των Βουφονίων προς τιμήν του Πολιέα Δία, του Διός
πολιούχου των Αθηνών.
Τα
Βουφόνια ήταν μέρος της αρχαιοτάτης γιορτής των Διπολίειων ή
Διιπόλειων, που ετελείτο την 24η Σκιροφοριώνα προς
τιμήν του πολιούχου Διός (Παυσ. Α’, 24), ενώ τα Βουφόνια μάλλον
καθιερώθηκαν την εποχή του βασιλιά Ερεχθέα.
Τον
μήνα αυτόν, το αλώνισμα είχε τελειώσει και τα δημητριακά της νέας
σοδειάς είχαν συγκεντρωθεί στην Ακρόπολη. Οι Αθηναίοι έβαζαν,
λοιπόν, πάνω στον βωμό του Δία στάρι και κριθάρι ανακατεμένα. Άφηναν
επίσης βόδια να βόσκουν ελεύθερα γύρω από την Ακρόπολη. Όταν κάποιο
από τα βόδια αυτά πλησίαζε τον βωμό και έτρωγε τα σπέρματα, ένας
ιερέας, ο Βουτύπος, το χτυπούσε δυνατά με τσεκούρι, ενώ ένα
άλλος, ο Βουφόνος —από όπου προέρχεται η ονομασία των
Βουφονίων— του έκοβε τον λαιμό με μαχαίρι.
Στη
συνέχεια, πετούσαν τα φονικά όργανα και εξαφανίζονταν, γιατί
εθεωρείτο αμαρτία η σφαγή των ζώων. Οι άλλοι εορτάζοντες μαγείρευαν
το ζώο και το έτρωγαν όλοι μαζί με χορούς και τραγούδια.
Στο
Πρυτανείο, ο βασιλιάς έκανε μια παρωδία δίκης για να βρει τον ένοχο
της σφαγής, που τελικά ήταν το τσεκούρι και το μαχαίρι, τα οποία
πανηγυρικά τα τιμωρούσαν ρίχνοντάς τα στη θάλασσα.
Η
σημασία του μύθου παραμένει άγνωστη. Ίσως τα Βουφόνια είχαν
αναμνηστικό και εξιλαστήριο χαρακτήρα, αφού οι πιστοί γέμιζαν το
κουφάρι του βοδιού με σανό, το έζευαν στο άροτρο και το έβαζαν,
τάχα, να οργώσει. Πιθανώς να ήταν μια μίμηση της ανάστασης της ζωής,
που θα ερχόταν με τον καινούργιο χρόνο.
Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ
ΕΤΟΥΣ
ΠΩΣ
ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΖΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ τα αρχαιολογικά δεδομένα, η αρχή του έτους δεν
ήταν κοινή για τα ελληνικά ημερολόγια που χρησιμοποιούσαν οι
διάφορες ελληνικές πόλεις. Αποτέλεσμα αυτών των διαφοροποιήσεων ήταν
να μη συμπίπτουν και τα θρησκευτικά εορτολόγια των επιμέρους
ελληνικών κοινωνιών.
Το
αττικό ημερολόγιο όριζε ως αρχή του έτους την πρώτη νουμηνία μετά το
θερινό ηλιοστάσιο. Στο ημερολόγιο των Λακεδαιμονίων το έτος άρχιζε
την φθινοπωρινή ισημερία, ενώ το έτος των Μακεδόνων άρχιζε την πρώτη
νουμηνία μετά τη φθινοπωρινή ισημερία. Το μακεδονικό ημερολόγιο
διαδόθηκε ευρύτατα σε χώρες της Ασίας και στην Αίγυπτο κατά την
περίοδο των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των επιγόνων
του.
Αντίθετα, το ημερολόγιο των
Βοιωτών άρχιζε από την πρώτη νουμηνία μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο,
όπως και το ημερολόγιο των Αιτωλών, ενώ το κερκυραϊκό έτος άρχιζε με
την εαρινή ισημερία.
Ειδικά το ημερολόγιο των
Δελφών άρχιζε τον μήνα Απελλαίο, πιθανώς αντίστοιχο του αττικού μήνα
Μαιμακτηριώνα. Σπουδαίος όμως ήταν και ο ανοιξιάτικος μήνας Βύσιος.
Η 7η ημέρα αυτού του μήνα εθεωρείτο γενέθλια ημέρα του
Απόλλωνα και μάλλον συνέπιπτε με την εαρινή ισημερία. Ο μήνας
Βύσιος, αντίστοιχος προς τον αττικό Ανθεστηριώνα, ήταν για τους
κατοίκους των Δελφών η κύρια χρονική περίοδος —κατά την οποία έπρεπε
να ερωτάται το μαντείο των Δελφών— προκειμένου να δίνει τους
χρησμούς του. Ανάλογα μεταβάλλονταν τα ονόματα των μηνών στα άλλα
ελληνικά ημερολόγια (δες πίνακα στο τέλος της ενότητας) καθώς και η
αρίθμηση των ημερών.
Ο
εορτασμός της Πρωτοχρονιάς την πρώτη ημέρα της άνοιξης συμβάδιζε με
την αναγέννηση της φύσης ύστερα από το πέρασμα του παγερού χειμώνα.
Οι πανάρχαιοι μύθοι και οι θρύλοι, που ομοιάζουν μεταξύ τους, αν και
πλάστηκαν από διάφορους —μη συγγενείς— λαούς, εντούτοις έχουν την
ίδια πηγή και εμπνέονται από το θέαμα της ανακύκλησης των εποχών του
έτους. Μετά τον άξενο χειμώνα, ακολουθεί η θαυμάσια εποχή της
άνοιξης με την αναγέννηση της φύσης. Γι’ αυτόν τον λόγο, πολλοί λαοί
όρισαν σαν αρχή του έτους τους την εαρινή ισημερία —την πρώτη ημέρα
της άνοιξης.
Όσον
αφορά το αττικό ημερολόγιο, την επίβλεψη και τον ακριβή καθορισμό
των εορταστικών ημερών καθόριζε θρησκευτικός άρχοντας, που σύμφωνα
με τους αρχαίους συγγραφείς ονομαζόταν Ιερομνήμων (ο μνήμων
των ιερών), αυτός δηλαδή που τηρούσε τα ιερά αρχεία.
Επίσης Ιερομηνία
εκαλείτο ο ιερός χρόνος εορτασμού μιας μεγάλης γιορτής, που
διαρκούσε πολλές ημέρες ή συνήθως και ολόκληρο μήνα, απ’ όπου πήρε
την ονομασία της. Την περίοδο της Ιερομηνίας σταματούσε κάθε εργασία
και οποιαδήποτε πράξη η οποία θα διατάραζε το ειρηνικό κλίμα που
απαιτούσε ο εορτασμός. Η ιερομηνία αναγγελλόταν από κήρυκες που
διέρχονταν από όλες τις ελληνικές πόλεις· ιδιαίτερα η περίοδος
διακοπής των εχθροπραξιών ονομαζόταν εκεχειρία. Ιερομηνία ετηρείτο
στις τέσσερις μεγάλες πανελλήνιες γιορτές: τα ίσθμια, τα Νέμεα, τα
Ολύμπια και τα Πύθια.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
ΟΠΩΣ
ΟΛΑ ΤΑ ΑΛΛΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ, έτσι και το ημερολόγιο των
Μακεδόνων ήταν σεληνοηλιακό. Το μακεδονικό έτος άρχιζε από την πρώτη
νουμηνία μετά τη
φθινοπωρινή ισημερία, κατά τον
μήνα Δίο, αντίστοιχο του αττικού Πυανεψιώνα.
Οι
μακεδονικοί μήνες είχαν κατά σειρά τα ονόματα: Δίος, Απελλαίος,
Αυδυναίος, Περίτιος, Δύστρος, Ξανθικός, Αρτεμίσιος, Δαίσιος, Πάνεμος
ή Πάνημος, Λώος, Γορπιαίος και Υπερβερεταίος. Δεν είναι, όμως,
γνωστό το σημείο στο οποίο παρεμβαλλόταν ο 13ος εμβόλιμος
μήνας.
Το
334 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν επρόκειτο να ξεκινήσει την
εκστρατεία του στην Ασία, παρέμβαλε αυθαίρετα πριν από τον Δαίσιο
έναν δεύτερο Αρτεμίσιο, γιατί οι Μακεδόνες θεωρούσαν ότι ο μήνας
Δαίσιος ήταν γρουσούζικος για πολεμικές επιχειρήσεις.
Μια
επιγραφή που βρέθηκε στο χωριό Τσεπίχοβο στη Μακεδονία αναφέρει
τον
μήνα
Δαίσιο:
ΤΟΥΔΑΙΣΙΟΥΜΗΝΟΣ ΤΟΥ ΓΜΣ ΕΤΟΥΣ
ΤΩΝ
ΠΕΡΙΒΑΡΟΛΡΟΝΦΙΛΙΠΠΟΥΕΝΔΕΡΡΙΟΠΩΠΟΛΙ
ΤΑΡΧΩΝΣΥΝΑΓΑΓΟΝΤmΝΤΟΒΟΥΛΕΥΤΗΡΙΟΝ…
Δηλαδή «...του Δαισίου
μηνός του γμσ’ έτους των περί Βάρολρον Φιλίππου εν Δερριόπω
πολιταρχών συναγαγόντων το βουλευτήριον... ».
Η
πλάκα αυτή βρέθηκε στο χωριό Τσεπίχοβο, αλλά η αρχική θέση της ήταν
σε κάποιον λόφο που βρισκόταν στη δεξιά όχθη του ποταμού Εριγόνα (Δ.
Μακεδονία), όπου πιθανώς άκμασαν τα αρχαία Στύββερα.
Όταν
ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε την Αίγυπτο και χώρες της Ασίας,
επέβαλε στις κτίσεις του το μακεδονικό ημερολόγιο, το οποίο γενικά
διατήρησαν και οι επίγονοί του. Η αντιστοιχία πάντως των μηνών δεν
συνέπιπτε ακριβώς για την εκτός της Μακεδονίας χρήση του. Στην
Αντιόχεια, Ασκάλωνα της Συρίας, Έφεσο, Γάζα, Λυκία, Σιδώνα, Τύρο
κλπ. οι διαφορές ήταν πολλές φορές σημαντικές.
Όπως
ήδη είδαμε στην ιστορία της αρχαίας Αιγύπτου, το μακεδονικό
ημερολόγιο βάδισε παράλληλα με το ακριβέστερο ηλιακό αιγυπτιακό
ημερολόγιο και τελικά υποκαταστάθηκε εντελώς από αυτό. Οι
Σελευκίδες, οι επίγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Μεσοποταμία,
προσάρμοσαν αμέσως στο μακεδονικό ημερολόγιο τον 19ετή κύκλο του
Μέτωνα, που, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, εχρησιμοποιείτο και από το
βαβυλωνιακό ημερολόγιο. Στο ημερολόγιο των Σελευκιδών ο Δίος
ταυτιζόταν με τον βαβυλωνιακό μήνα Τασρίτου, ο Απελλαίος με τον
Αραχσάμνα, και τέλος ο Υπερβερεταίος με τον Ουλούλου. Επίσης. όπως
αναφέρουν αρχαίοι συγγραφείς, στην Αντιόχεια της Συρίας διεξάγονταν
Ολυμπιακοί αγώνες, μετά από σύμβαση των Πισατών της Ήλιδας και των
Αντιοχέων για την εκχώρηση του προνομίου των Ολυμπίων και στους
Αντιοχείς για 360 έτη. Τα Ολύμπια της Αντιόχειας διαρκούσαν 45
ημέρες κατά τους μήνες Πάνημο (Πάνεμο) και Λώο.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟΥΣ
ΧΡΟΝΟΥΣ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
ΕΧΟΝΤΑΣ ΗΔΗ ΓΝΩΡΙΣΕΙ το αρχαίο
μακεδονικό ημερολόγιο, το οποίο χρησιμοποιούσαν και οι Πτολεμαίοι
—οι Έλληνες ηγεμόνες της Αιγύπτου— μπορούμε τώρα να γνωρίσουμε δύο
άλλα μακεδονικά ημερολόγια, που ήταν σε χρήση στη Μακεδονία κατά
τους χρόνους της κατοχής της Ελλάδας από τους Ρωμαίους.
Το
αρχαιότερο από αυτά χρησιμοποιούσε το λεγόμενο «μακεδονικό
έτος». Το ημερολόγιο αυτό είχε ως αφετηρία το 148 π.Χ., το έτος
δηλαδή που ο ύπατος Κόιντος Καικίλιος Μέτελλος (Q. Caecilius
Metellus),
ο επονομαζόμενος Μακεδονικός, συνέτριψε την επανάσταση του
Ψευδο-Φιλίππου Ανδρίσκου, ο οποίος βασιλεύοντας έναν μόνο χρόνο στη
Μακεδονία κατάφερε να εξεγείρει τους Μακεδόνες και άλλους Έλληνες
εναντίον των Ρωμαίων κατακτητών. Το νεότερο ημερολόγιο, το οποίο
χρησιμοποιήθηκε και σε άλλες πόλεις του ευρύτερου ελληνιστικού
κόσμου —όπως σε ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας— χρησιμοποιούσε το
λεγόμενο «έτος του Αυγούστου» ή «σεβαστόν έτος». Αρχή
του ημερολογιακού αυτού συστήματος ήταν η ημερομηνία της νίκης του
Αύγουστου Οκταβιανού εναντίον του Αντωνίου στο Άκτιο, την
2α Σεπτεμβρίου του 31 π.Χ. Τα δύο αυτά ημερολογιακά
συστήματα χρησιμοποιήθηκαν παράλληλα στη Μακεδονία την περίοδο της
ρωμαϊκής κατάκτησής της. Οι ονομασίες όμως των μηνών παρέμειναν οι
ίδιες με το αρχαίο μακεδονικό-πτολεμαϊκό ημερολόγιο. Τα δύο
ημερολόγια, που αναφέραμε, άρχιζαν την 1η του μηνός Δίου,
αλλά είχαν, όπως είδαμε, διαφορετική αφετηρία χρονολόγησης: το
«μακεδονικό έτος» το 148 π.Χ. και το «σεβαστόν έτος»
το 31 π.Χ.
ΡΟΔΙΑΚΟ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
ΣΤΗ
ΝΗΣΙΩΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ και ειδικά στη Ρόδο, δωρικές ήταν μερικές από τις
μεγάλες θρησκευτικές γιορτές της, όπως καθρεφτίζονταν στα ονόματα
των μηνών του ροδιακού ημερολογίου. Αυτές ήταν τα:
1)
Υακίνθια, αρχαία λακωνική, προελληνική ίσως, γιορτή
αφιερωμένη στον Απόλλωνα και τον πανέμορφο Υάκινθο. Τα Υακίνθια,
όπως αναφέρει η παράδοση, ήταν γιορτή που καθιερώθηκε από τον
Απόλλωνα για να τιμήσει τον Υάκινθο, τον οποίον ο ίδιος ο θεός κατά
λάθος σκότωσε. Τα Υακίνθια συμβόλιζαν την ανά έτος θνήσκουσα και
αναγεννώμενη βλάστηση. Άλλωστε, κατά διαταγή του Απόλλωνα από το
αίμα του άτυχου νέου φύτρωσε το ωραίο ομώνυμο άνθος με τη
μελαγχολική όψη και το μεθυστικό άρωμα. Η γιορτή αυτή γινόταν κατά
τη διάρκεια του μήνα Υακίνθιου, που μάλλον αντιστοιχούσε στον
αττικό μήνα Θαργηλιώνα. Υακίνθιος μήνας αναφέρεται και στα μηνολόγια
των δωρικών αποικιών της Σικελίας, αντίστοιχος με τον αττικό μήνα
Εκατομβαιώνα.
2)
Κάρνεια, μεγάλη γιορτή, κοινή σε όλους τους Δωριείς, που
γινόταν κατά την πανσέληνο του μήνα Κάρνειου
(Αύγουστος-Σεπτέμβριος). Οι Ρόδιοι τιμούσαν κατά τη διάρκειά της τον
μάντη Κάρνο και τον Απόλλωνα Κάρνειο, προστάτη των κοπαδιών. Στα
Κάρνεια τιμούσαν επίσης τον ήρωα Ηρακλή, τον πατέρα του αρχηγέτη
τους Τληπόλεμου. Ο ροδιακός μήνας Κάρνειος αντιστοιχούσε στον αττικό
μήνα Μεταγειτνιώνα.
3)
Σμίνθια, γιορτή αφιερωμένη στον Διόνυσο Σμίνθιο ή στον
Απόλλωνα Σμινθέα, που προστάτευε τις φυτείες από τους αρουραίους, με
πανηγύρια και θεατρικές παραστάσεις. Η γιορτή γινόταν κατά τη
διάρκεια του μήνα Σμίνθιου, που αντιστοιχούσε στον αττικό μήνα
Ανθεστηριώνα.
4)
Αλίεια, η γιορτή του Ήλιου. Κάθε χρόνο οι Ρόδιοι γιόρταζαν τα
«Σμικρά Αλίεια» στον μήνα Πάναμο (Ιούλιο), αντίστοιχο του
αττικού μήνα Σκιροφοριώνα. Σπουδαία ήταν όμως τα «Μεγάλα
Αλίεια», που γιορτάζονταν κάθε τέσσερα χρόνια, στον εμβόλιμο
μήνα Πάναμο δεύτερο (διπανάμια Αλίεια).
Ο
ροδιακός μήνας Θεσμοφόριος τιμούσε τη θεά Δήμητρα τη
Θεσμοφόρο, και κατά τη διάρκειά του τελούνταν τα Θεσμοφόρια,
η πιο διαδεδομένη και αρχαία ελληνική γιορτή. Ο Θεσμοφόριος, πρώτος
μήνας του ροδιακού έτους, που υπάρχει και στο σικελικό μηνολόγιο,
αντιστοιχούσε προς τον αττικό μήνα Πυανεψιώνα, κατά τη διάρκεια του
οποίου τελούνταν τα αθηναϊκά Θεσμοφόρια.
Στη
Ρόδο —και ιδιαίτερα στη Λίνδο— γιορτάζονταν τα Βουκόπια
Θευδαίσια, γιορτή με θυσίες βοδιών πιθανώς ανάλογη με τις τρεις
γιορτές των «ιερών αρότων» της Αττικής. Από το πρόσθετο όνομα
Θευδαίσια φαίνεται ότι είχαν προστεθεί θεοξενικές ιερουργίες, που
πανηγυρίζονταν κατά τη διάρκεια του μήνα Θευδαίσιου,
αντίστοιχου του αττικού μήνα Ποσειδεώνα. Σύμφωνα με άλλους
ερευνητές, η ερμηνεία της γιορτής αναζητείται στα Διονυσιακά
Θεοδαίσια. Μήνας με την ονομασία Θευδαίσιος αναφέρεται και στο
ημερολόγιο των δωρικών αποικιών της Σικελίας, αντίστοιχος προς τον
Κρητικό Θεοδαίσιο και τον Αττικό Ελαφηβολιώνα.
Στους
μήνες όμως του ροδιακού ημερολογίου φαίνεται και η ιωνική επίδραση,
ιδιαίτερα στον μήνα Δάλιο, από το όνομα του Δηλίου Απόλλωνα,
στον Βαδρόμιο —αντίστοιχο του Βοηδρομιώνα— και στον
Μεταγείτνιο. Ο μήνας Μεταγείτνιος στα ημερολόγια της
Κω, Καλύμνου και Ρόδου τιμούσε, κατά τον Αρποκρατίωνα και τον
Σουϊδα, τον μετοικισμό του θεού Απόλλωνα από τη νήσο Δήλο στη Λυκία,
γι’ αυτό και ο θεός λατρευόταν με την επίκληση
Μεταγείτνιος.
Ο
μήνας Δάλιος ή Δήλιος, γνωστός από επιγραφές της
Καλύμνου, Ρόδου, Νισύρου και Κω, πήρε την ονομασία του από τη μεγάλη
γιορτή των Δηλίων, προς τιμήν του Δήλιου Απόλλωνα, που εκτός από τη
Δήλο, όπου θα δούμε τη γιορτή αναλυτικά, πανηγυριζόταν τόσο στη
Ρόδο, όσο και στην Κω (Paton and
Hicks,
Inscr.
Cos,
367). Κατά την άποψη ορισμένων ερευνητών, ήταν αντίστοιχος του
αττικού μήνα Εκατομβαιώνα, ενώ κατ’ άλλους αντιστοιχούσε στον
Γαμηλιώνα. Δάλιος μήνας αναφέρεται και στα μηνολόγια των δωρικών
αποικιών της Σικελίας, αντίστοιχος προς τον αττικό μήνα
Μαιμακτηριώνα.
ο
Διόσθυος ήταν μήνας του ημερολογίου των Ν.Α. Δωριέων που
αναφερόταν στα μηνολόγια της Ρόδου, Θήρας, Ίλιδας, Κρήτης και άλλων
περιοχών. Στη Ρόδο ήταν ο δεύτερος μήνας του έτους, αντίστοιχος προς
τον αττικό μήνα Μαιμακτηριώνα.
ΚΥΠΡΙΑΚΑ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ
ΓΙΑ
ΤΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΊΣΧΥΑΝ κατά την κλασική και την ελληνιστική
περίοδο στην αρχαία Κύπρο δεν υπάρχουν μέχρι σήμερα σαφή στοιχεία.
Τα πρώτα ιστορικά ημερολογιακά στοιχεία προέρχονται από την περίοδο
του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αύγουστου Οκταβιανού.
Η
εισαγωγή του λεγόμενου αυτοκρατορικού ηλιακού ημερολογίου έγινε
μεταξύ των ετών 21 και 12 π.Χ., πιθανότατα το 15 π.Χ. όταν μετά τον
καταστροφικό σεισμό του ίδιου έτους εκδηλώθηκε η ιδιαίτερη εύνοια
του Αύγουστου Οκταβιανού προς την πόλη της Πάφου, που ήταν τότε
πρωτεύουσα της Κύπρου. Έτσι, οι Πάφιοι υιοθέτησαν το αυτοκρατορικό
ημερολόγιο για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους προς τον Αύγουστο
Οκταβιανό, αλλάζοντας τις μέχρι τότε αρχαίες ελληνικές ονομασίες των
μηνών τους.
Τα
ονόματα των μηνών του αυτοκρατορικού ημερολογίου φαίνονται στον
παρακάτω πίνακα και προέρχονται από τα ονόματα της οικογένειας του
Οκταβιανού και της μυθικής γενιάς του.
Το
έτος άρχιζε από τον μήνα Αφροδίσιο, που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν
της Αφροδίτης, όχι μόνο ως Παφίας θεάς προστάτιδας του νησιού, αλλά
και ως Γεννήτριας (Γενέτειρας) Αφροδίτης (Venus
Genetrix) του
γένους των Ιουλίων, στο οποίο ανήκαν τόσο ο Ιούλιος Καίσαρας, όσο
και ο Αύγουστος Οκταβιανός. Επειδή, λοιπόν, η γενιά των Ιουλίων
άρχιζε από την Αφροδίτη, έτσι και το έτος έπρεπε να αρχίζει από τον
μήνα Αφροδίσιο. Στη διάρκεια αυτού του μήνα τελούνταν οι γιορτές των
Αφροδίσιων και Αδωνίων.
Ο
δεύτερος μήνας ήταν ο Αγχισαίος, από το όνομα του μυθικού
Αγχίση με τον οποίο η Αφροδίτη γέννησε τον Αινεία, που από το όνομά
του ονομάστηκε ο τέταρτος μήνας Αινεαδαίος.
Ο
Τρίτος μήνας ονομάστηκε Ρωμαίος και τιμούσε τη θεοποιηθείσα
αιωνία Ρώμη.
Ο
πέμπτος μήνας ονομάστηκε Καπιτώλιος, προς τιμήν του Διός
Καπιτωλίου, προστάτη της Ρώμης, ο ναός του οποίου ήταν κτισμένος
πάνω στον λόφο Καπιτώλιο. Κάθε έτος —ή ανά πενταετία— στον Καπιτώλιο
τελούνταν αγώνες, τα Καπιτώλεια, κατά τη διάρκεια του
Σεπτεμβρίου. Από το γεγονός αυτό συμπεραίνουμε ότι ο Αφροδίσιος
μήνας αντιστοιχούσε στον Μάιο.
Τα
Καπιτώλεια, καθιερώθηκαν το 86 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Δομιτιανό
(51- 96 μ.Χ.) ή —κατ’ απομίμηση των Ολυμπιακών αγώνων— τότε
μετονομάστηκαν σε Ολύμπια, και τελούνταν ανά τέσσερα πλήρη έτη
(πενταετηρίς).
Εκτός
από τους καθαρά αθλητικούς αγώνες, αργότερα προστέθηκε αγώνισμα
ελληνικής και λατινικής ποίησης.
Οι
ονομασίες των υπολοίπων μηνών προέρχονταν από τα ονόματα των μελών
της οικογένειας και από επίθετα του ίδιου του Αύγουστου
Οκταβιανού.
Ο
έκτος μήνας λεγόταν Σεβαστός, από την τιμητική προσηγορία
Augustus (=Σεβαστός) που είχε
απονείμει στον Οκταβιανό η Ρωμαϊκή Σύγκλητος.
Ο
έβδομος μήνας λεγόταν Αγριππαίος προς τιμήν του Αγρίππα,
επιστήθιου φίλου και γαμπρού του Οκταβιανού από την κόρη του
Ιουλία.
Ο
όγδοος μήνας ονομάστηκε Λιβαίος από τη Λιβία Δρουσίλλα, την
τρίτη γυναίκα του Οκταβιανού.
Ο
ένατος μήνας ονομάστηκε Οκτάβιος, για να τιμηθεί η Οκτάβια,
αδελφή του Οκταβιανού και γυναίκα του Μάρκου Αντώνιου.
Ο
δέκατος μήνας ονομάστηκε Ιουλαίος από την Ιουλία, διαβόητη
κόρη του Οκταβιανού, σύζυγο του Μάρκελλου και αργότερα του
Αγρίππα.
Ο
ενδέκατος μήνας ονομάστηκε Νερωναίος από τον γιο του
Οκταβιανού, τον Κλαύδιο Νέρωνα Δρούσο.
Ο
δωδέκατος μήνας ονομάστηκε Δρουσαίος από τον γιο της Λιβίας
Δρουσίλλας και του Τιβέριου Κλαύδιου Νέρωνα, τον Κλαύδιο Δρούσο
Γερμανικό, που αργότερα τον υιοθέτησε ο Οκταβιανός.
Οι
Πάφιοι, όμως, το 2 π.Χ. αναθεώρησαν τα ονόματα του μηνολογίου τους
γιατί μερικά μέλη της οικογενείας τού Οκταβιανού είχαν εν τω μεταξύ
πεθάνει, ενώ η Ιουλία, η κόρη του Οκταβιανού, λόγω του ακόλαστου
βίου της, είχε εξοριστεί από τον πατέρα της στη νήσο Πανδαταρία
(Pandataria) της Τυρρηνικής
θάλασσας.
Τα
νέα ονόματα των μηνών προέρχονταν κυρίως από τη μυθική καταγωγή του
Οκταβιανού και από τα αξιώματα που του είχε απονείμει η Ρωμαϊκή
Σύγκλητος.
Το
έτος εξακολουθούσε να αρχίζει από τον μήνα Αφροδίσιο, μόνο που η
αρχή του μετατέθηκε στην 23η Σεπτεμβρίου, δηλαδή στη
φθινοπωρινή αστρονομική ισημερία.
Το
νέο μηνολόγιο διαμορφώθηκε ως εξής:
Ο
πρώτος μήνας διατήρησε την αρχική ονομασία του ως
Αφροδίσιος.
Ο
δεύτερος μήνας, ο Απογονικός, πήρε την ονομασία του από τον
Αύγουστο Οκταβιανό ως απόγονον της θεάς Αφροδίτης: «το έκγονον
τής Αφροδίτης Σεβαστόν θεόν Καίσαρα».
Ο
Αίνειος αναφερόταν στον μυθικό Αινεία, ενώ ο Ιούλιος στον
Ίουλο, τον γιο του Αινεία, από τον οποίον ονομάστηκε το γένος των
Ιουλίων (genus Julia).
Ο
Καισάριος αναφερόταν στον Καίσαρα Οκταβιανό.
Ο
Σεβαστός προήλθε από την τιμητική προσηγορία του Οκταβιανού,
Augustus (=Σεβαστός).
Ο
Αυτοκρατορικός αναφερόταν στον πρώτο Ρωμαίο αυτοκράτορα, τον
Αύγουστο Οκταβιανό.
Ο
Δημαρχεξούσιος ή Δημαρχεξάσιος, από τη δημαρχιακή εξουσία του
Αυγούστου.
Ο
Πληθύπατος, από τις λέξεις πληθύς (=πολλές φορές) και ύπατος,
επειδή ο Οκταβιανός είχε εκλεγεί πολλές φορές ύπατος.
Ο
Αρχιερεύς, από το αξίωμα του Οκταβιανού ως Μέγας Αρχιερεύς
(Pontifex Maximus). Οι ονομασίες, λοιπόν, του
5ου, 6ου, 7ου, 8ου,
9ου και 10ου μήνα αναφέρονταν σε αξιώματα του
Οκταβιανού, που του είχε απονείμει η Ρωμαϊκή Σύγκλητος. Ο μήνας
Έστιος οφείλει την ονομασία του στη θεά Εστία, που ετιμάτο
ιδιαιτέρως στη Ρώμη. Τέλος, ο Ρωμαίος αναφερόταν στη
θεοποιηθείσα Ρώμη.
Οι
ονομασίες των μηνών του αυτοκρατορικού ημερολογίου δημοσιεύτηκαν από
τον καθηγητή Gramer
(Anecdota Graeca). Ο Ερρίκος Στέφανος τους
διέσωσε με κάποιες παραλλαγές. Το αυτοκρατορικό ημερολόγιο
εξαπλώθηκε στη Δυτική και Κεντρική Κύπρο και —σε ορισμένες
περιπτώσεις— στη Βόρεια (Λάπηθος).
Σημαντικό, όμως, είναι το
γεγονός ότι η πόλη της Σαλαμίνας, μαζί με άλλες πόλεις της
Ανατολικής Κύπρου, διατηρούσαν το αρχαίο αιγυπτιακό ημερολόγιο, το
οποίο είχαν αποδεχτεί και οι Πτολεμαίοι. Για να ακριβολογούμε, σι
πόλεις αυτές είχαν υιοθετήσει το αλεξανδρινό ημερολόγιο, με έναρξη
του έτους την 29η ή την 30η Αυγούστου
αντίστοιχα, και με μικρές διαφορές στις ονομασίες των
μηνών.
Το
γεγονός ότι οι Σαλαμίνιοι διατηρούσαν το αλεξανδρινό ημερολόγιο
μαρτυρείται από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Επιφάνιον (367- 403 μ.Χ.), ο
οποίος αναφέρει ότι οι Σαλαμίνιοι και οι Κωνσταντιείς ανέφεραν ως
τρίτον Χοϊάκ τον μήνα που οι Πάφιοι ονόμαζαν Απογονικόν.
Η
ταυτόχρονη ύπαρξη δύο ημερολογίων στην Κύπρο προκαλούσε κάποια
σχετική σύγχυση. Διάφοροι, λοιπόν, συγγραφείς χρησιμοποιούσαν μόνο
το ένα από αυτά. Έτσι, ο Πορφύριος ο Τύριος, γράφοντας στα τέλη του
3ου μ.Χ. αιώνα, αναφέρει κάποιον εορτασμό στη Σαλαμίνα
χρησιμοποιώντας το αυτοκρατορικό ημερολόγιο, που χρησιμοποιούσαν οι
Πάφιοι. Παράλληλα, όμως, με τους μήνες του αυτοκρατορικού και του
αλεξανδρινού ημερολογίου, βρέθηκαν στην Κύπρο επιγραφές που
μαρτυρούν τη χρήση των ελληνικών ονομάτων των μηνών του μακεδονικού
ημερολογίου, όπως ο Ξανθικός και ο Γορπιαίος, τον οποίο χρησιμοποιεί
ο Παίων ο Αμαθούσιος.
Αναφέρονται, επίσης, και
ονόματα μηνών τα οποία δεν ανήκαν σε κανένα από τα τρία
προαναφερθέντα ημερολόγια. Σε μια επιγραφή που βρέθηκε στην
Αμαργέτη, χωριό Β.Α. της Πάφου, αναφέρεται ο μήνας Άριμος, πιθανώς
κάποια ονομασία μήνα του αρχαίου ελληνικού κυπριακού
ημερολογίου.
ΟΙ ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΜΗΝΩΝ ΑΛΛΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ
ΣΤΗΝ
ΕΝΟΤΗΤΑ ΑΥΤΗ ΘΑ ΔΩΣΟΥΜΕ αλφαβητικά τις ονομασίες διαφόρων μηνών των
ελληνικών πόλεων, όπως έχουν βρεθεί από αντίστοιχες επιγραφές ή όπως
τους περιγράφουν στα έργα τους αρχαίοι συγγραφείς. Επίσης, επειδή
συνήθως οι μήνες ονομάζονταν από τις μεγάλες γιορτές που
πανηγυρίζονταν κατά τη διάρκειά τους, θα αναφέρουμε και τις γιορτές
που σχετίζονταν μ’ αυτούς.
Αγναίος είναι η ονομασία μήνα κάποιων
ελληνικών πόλεων, και ειδικά της πόλης Άλος της Φθιώτιδας στο νότιο
άκρο της πεδιάδας του Αλμυρού, όπως μαρτυρεί η αντίστοιχη επιγραφή
που βρέθηκε εκεί (Rev.
Arch.
1876, 256-7).
Αγριάνιος είναι μήνας του ημερολογίου
της Επιδαύρου, της Ρόδου, της Κω, της Καλύμνου, του Βυζαντίου, της
Μεσσήνης και άλλων ελληνικών πόλεων. Η ονομασία του βασίζεται στο
επίθετο του Διονύσου Αγριώνιος. Για την αντιστοιχία του οι γνώμες
των ειδικών διχάζονταν άλλοι τον αντιστοιχούν με τον Απρίλιο ή τον
Μάιο, και άλλοι με τον Νοέμβριο ή τον Ιανουάριο. Πιθανώς η ονομασία
του μήνα να σχετίζεται με τα Αγριάνια ή Αγράνια,
γιορτή που ετελείτο στο Άργος προς τιμήν του Διόνυσου, αλλά και
είδος μνημοσύνου για τις θυγατέρες του μυθικού βασιλιά του Άργους
Προίτου. Σύμφωνα με τον μύθο, οι τρεις βασιλοπούλες μόλις έφτασαν σε
ηλικία γάμου, επειδή περιφρόνησαν τις θυσίες του Διονύσου,
καταλήφθηκαν από μανία και περιπλανιόνταν στα βουνά της
Πελοποννήσου. Τελικά, οι δύο θεραπεύτηκαν από τον Μελάμποδα, ενώ η
τρίτη σκοτώθηκε. Παρόμοια γιορτή ετελείτο στον Ορχομενό της Βοιωτίας
με την ονομασία Αγριώνια, προς τιμήν του θεού Διονύσου και
βασισμένη σ ένα παραπλήσιο μύθο για τις θυγατέρες του Μινύα. Έτσι,
στη Βοιωτία ο αντίστοιχος μήνας ονομαζόταν Αγριώνιος. Η
γιορτή των Αγριωνίων είχε επεκταθεί και σε άλλες πόλεις και περιοχές
της Ελλάδας, όπως στη Θήβα, Κρήτη, Λέσβο, Χίο, που κατά κάποιο τρόπο
δικαιολογεί την ονομασία κάποιου μήνα του έτους ως
Αγριάνιο.
Άγυιος είναι η ονομασία του
5ου μήνα στην Κρήτη, από την προσωνυμία του Απόλλωνα του
Αγυιέα, επίθετο του θεού Απόλλωνα που επόπτευε τις αγυιές (τους
δρόμους) από τις οποίες έδιωχνε το κακό. Προς τιμήν του στήνονταν
στους δρόμους μικρές κυλινδρικές στήλες με μυτερή απόληξη, στο μέσον
των οποίων υπήρχε μια τρύπα, διαμέσου της οποίας οι πιστοί έριχναν
λάδι στη στήλη σαν είδος σπονδής (θυσίας). Ο Άγυιος —κατά πάσα
πιθανότητα— αντιστοιχούσε στον αττικό μήνα Γαμηλιώνα. Ο αντίστοιχος
μήνας στο ημερολόγιο του Άργους ονομαζόταν Αγυιέος και ήταν
αντίστοιχος προς τον αττικό Εκατομβαιώνα.
Με
την ονομασία Αδρόμιος φέρεται ένας μήνας που χρησιμοποιούσαν
μερικές πόλεις και χωριά της Αχαΐας, της Θεσσαλίας και της
Φθιώτιδας. Ο Αδρόμιος έχει βρεθεί σε επιγραφές (IG, IX2 αριθ. Α6.63.219, 1. 102,7)
και μάλλον ανήκε στο πρώτο εξάμηνο του έτους.
Ο
μήνας Αθαναίος του ημερολογίου της Ήλιδας, αντίστοιχος του
αττικού μήνα Μαιμακτηριώνα, τιμούσε τη θεά Αθηνά και προερχόταν από
τη δωρική ονομασία της Αθαναία.
Στην
αρχαία Επίδαμνο, όπως αναγράφεται σε επιγραφές, υπήρχε ένας μήνας
με
την
ονομασία Αλιοτρόπιος.
Σε
επιγραφές της Κω και της Καλύμνου, καθώς και σε μια λαβή αμφορέα στη
Ρόδο αναφέρεται ο μήνας Άλσειος. Υπάρχουν μόνο υποθέσεις για
την αντιστοιχία του με το Ιουλιανό ημερολόγιο. Πιθανώς αντιστοιχούσε
με τους μήνες Οκτώβριο/Νοέμβριο. Επίσης εικασίες υπάρχουν για την
προέλευση της ονομασίας του. Κατ’ άλλους πήρε την ονομασία του από
την επίκληση της θεάς Αθηνάς ως Αλσείας (από το άλσος), όπως βρέθηκε
σε επιγραφή της Κω, ενώ άλλοι υποθέτουν ότι προέρχεται από την
επίκληση του Απόλλωνα ως «αλσηνού».
Σε
διάφορες επιγραφές αναφέρεται ο μήνας Αμάλιος του δελφικού
έτους, που πιθανώς αντιστοιχούσε με τον αττικό μήνα
Γαμηλιώνα.
Ο
Απελλαίος ήταν ο δεύτερος μήνας του ημερολογίου της Μακεδονίας και
μήνας του μηνολογίου των αρχαίων Αιολέων και Δωριέων. Ιδίως
εντοπίζεται στα μηνολόγια της Σπάρτης και των Δελφών, όπου λεγόταν
και «μήνας του Απόλλωνα». Αντιστοιχούσε στον αττικό μήνα
Μαιμακτηριώνα και πιθανώς ανήκε στο πρώτο εξάμηνο του έτους.
Ιδιαίτερα στους Δελφούς, ίσως να ήταν ο πρώτος μήνας του
έτους.
Στο
ημερολόγιο της Επιδαύρου ο Απελλαίος ήταν ο τελευταίος μήνας του
έτους, αντίστοιχος προς τον αττικό μήνα Σκιροφοριώνα. Με παραπλήσια
ονομασία ως Απελλαιών αναφέρεται μήνας του ημερολογίου των
αρχαίων Τηνίων.
Προς
τιμήν του θεού Απόλλωνα υπήρχε ο μήνας Απολλώνιος, που
συναντάται σε πόλεις δωρικής και αιολικής καταγωγής. Χρησιμοποιείτο
στην Ήλιδα, Θεσσαλία, Λέσβο, Δολίχη, Πύθιο της Περραιβίας και στο
Ταυρομένιο της Σικελίας. Κατά πάσα πιθανότητα, αντιστοιχούσε στον
αττικό μήνα Μεταγειτνιώνα.
Προς
τιμήν του Αράτου (3ος π.Χ. αιώνας), του σπουδαίου
Σικυώνιου στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας, τελούνταν τα Αράτεια
στη Σικυώνα δύο φορές το χρόνο. Η πρώτη στις 5 του σικυώνιου μήνα
Δαίσιου, που αντιστοιχούσε στον αττικό μήνα Ανθεστηριώνα,
ημερομηνία κατά την οποία απελευθερώθηκε η πόλη από την τυραννία
(Σωτήρια), και η δεύτερη την ημέρα των γενεθλίων του Αράτου (Πλούτ.,
«Άρατος», 53).
Ο
μήνας Άρειος του ημερολογίου της Βιθυνίας, αντίστοιχος του
αττικού μήνα Σκιροφοριώνα, τιμούσε είτε τον Άρη, τον θεό του
πολέμου, ή την Αρεία Αθηνά.
Ως
Αρησιών ή Αρεσιών αναφέρεται ο πέμπτος μήνας του
ημερολογίου της Δήλου.
Ο
Αρεσιών αντιστοιχούσε στον αττικό μήνα Μαιμακτηριώνα.
Ο
αντίστοιχος του Ανθεστηριώνα μήνας των Αργείων ονομαζόταν
Αρνείος, επειδή κατά τη διάρκειά του γιορταζόταν η
Αρνίς ή Αρνηίς, γιορτή που απέβλεπε στην προστασία και
τη γονιμότητα των κοπαδιών. Κατά τη διάρκειά της οι Αργείοι θυσίαζαν
και όσους σκύλους έπιαναν στην πόλη, και από αυτό το γεγονός η
γιορτή ονομαζόταν και Κυνοφόντις (Αθήν. Γ’, 99). Πολλοί
ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο Αρνείος αντιστοιχούσε στον μήνα Κάρνειο
ή Καρνείο των Δωριέων, αν και αναφέρεται μήνας Κάρνειος στο
μηνολόγιο των Αργείων. Άλλοι ερευνητές αναφέρουν ότι η Αρνίς, όπως
και τα Κάρνεια προς τιμήν του Κάρνειου Απόλλωνα, ήταν κατάλοιπα
αρχαίας προελληνικής λατρείας γονιμικής μαγείας, όπου ο θεός
σύντροφος της μεγάλης Μητέρας Γης θανατώνεται την εποχή που αρχίζουν
οι καύσωνες του καλοκαιριού —αυτό βέβαια με την προϋπόθεση ότι τόσο
ο Αρνείος, όσο και ο Κάρνειος να αντιστοιχούν στον Ιούλιο/Αύγουστο—
όταν ο Ήλιος βρίσκεται στον αστερισμό του Μεγάλου Κυνός, για τον
οποίο —και ιδιαίτερα για το λαμπρό αστέρι του, τον Σείριο— οι
αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι προκαλεί αυτά τα φαινόμενα. Μια ανάλογη
τελετή, όπως θα δούμε στον Β’ τόμο* της μελέτης μας, γινόταν
στη Ρώμη, όπου κατά τα κυνικά καύματα θυσίαζαν σκύλους με ξανθωπό
τρίχωμα στον Σείριο, για να απομακρύνουν, όπως πίστευαν, την
επιδημία λύσσας που εμφανιζόταν αυτή την εποχή.
Ο
μήνας Αρτεμισιών της Δήλου αντιστοιχούσε κατά πάσα πιθανότητα
στον αττικό μήνα Μουνιχιώνα. Στη διάρκειά του γιορτάζονταν τα
Αρτεμίσια προς τιμήν της Άρτεμης. Αναφέρεται επίσης ως
Αρτεμίσιο ς στα ημερολόγια της Μακεδονίας, της Σπάρτης και των
Δελφών, ως Αρταμίσιος στην Επίδαυρο, στη Ρόδο και στη
Σικελία, και τέλος ως Αρτεμεισιών στο μηνολόγιο της Χίου,
όπως γράφεται σε επιγραφές του νησιού. Τα Αρτεμίσια ή
Αρτεμίτια ήταν γιορτή προς τιμήν της Άρτεμης, πολύ
διαδεδομένη στον ελλαδικό χώρο. Αρτεμίσια τελούνταν στις Συρακούσες,
στην Κυρήνη, στη Δήλο, και με μεγαλοπρέπεια στην Έφεσο, όπου
ονομάζονταν Εφέσια. Κατά τη διάρκεια της γιορτής γίνονταν
αγώνες και περιφερόταν με πομπή το άγαλμα της θεάς τυλιγμένο με
δέρμα αγρίου ζώου, αφού η Άρτεμις ήταν η θεά του κυνηγιού. Την πομπή
έκλεινε μια ομάδα κοριτσιών μεταμφιεσμένων σε νύμφες.
Μετά
τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το μακεδονικό ημερολόγιο
εισήχθη σε πολλές χώρες της Ασίας και σε πολλές ελληνικές πόλεις της
Μικράς Ασίας, όπου όμως υπέστησαν μεταβολές τόσο η σειρά των μηνών,
όσο και η ονομασία τους. Έτσι, για παράδειγμα, ο Αυδυναίος,
τρίτος μήνας του ημερολογίου των Μακεδόνων αναφέρεται ως
Αυδναίος, Αυδωναίος, Αιδωναίος,
Αυδουναίος και Αυτναίος (J. Kalleris, «Les Ancients
Macedonies» ΙΙ,
σ. 560 κ.ε.).
Ως
Αφάμιος αναφέρεται ο ένατος μήνας του φωκικού ημερολογίου,
που αντιστοιχεί στον 9ο δελφικό μήνα Ιλαίο, αφού
και τα δύο ημερολόγια είχαν την αφετηρία τους στη χειμερινή τροπή
του Ήλιου.
Ο
Αφροδίσιος ήταν ο πρώτος μήνας και των δύο κυπριακών
ημερολογίων κατά τους χρόνους του Αυγούστου. Με την ίδια ονομασία
αναφέρεται ο ενδέκατος μήνας του ημερολογίου της Βιθυνίας,
αντίστοιχος με τον αττικό μήνα Εκατομβαιώνα. Επίσης, ως
Αφροδισιών αναφέρεται μήνας στα μηνολόγια της Μαγνησίας και
της Ιασού. Όλοι αυτοί οι μήνες τιμούσαν τη θεά της ομορφιάς Αφροδίτη
και κατά τη διάρκειά τους τελούνταν τα Αφροδίσια, γιορτές
προς τιμήν της θεάς. Ο χαρακτήρας των Αφροδισίων σε ύλες τις πόλεις
του ελλαδικού χώρου ήταν ο ίδιος, οι γιορτάζοντες παραδίδονταν στη
χαρά και την απόλαυση της ηδονής, ενώ παράλληλα ετελούντο αγώνες και
λαμπαδηφορίες.
Στο
ημερολόγιο της Μυκόνου αναφέρεται ο μήνας Βακχιών, που
αντιστοιχούσε με τον Ελαφηβολιώνα ή τον Ανθεστηριώνα
του αθηναϊκού μηνολογίου.
Στο
ημερολόγιο της Βιθυνίας αναφέρεται ο μήνας Βενδιδαίος, που
πήρε την ονομασία του από τη θρακική θεά Βενδίδα. Ο Βενδιδαίος ήταν
αντίστοιχος προς τον αττικό Ελαφηβολιώνα.
Ο
πρώτος μήνας του θηβαϊκού ημερολογίου ονομαζόταν Βουκάτιος
(Πλουτ. Πελ. 25). Αντιστοιχούσε στον αττικό μήνα Γαμηλιώνα
και στον Αμάλιο του δελφικού ημερολογίου, όπου όμως ο
Βουκάτιος ήταν όνομα άλλου μηνός. Κατά τη διάρκειά του ετελούντο τα
Βουκάτια (βουν+καίνεσθαι = φονεύω), μια ονομασία που
υποδηλώνει ότι κατά τη διάρκεια της γιορτής θυσιαζόταν ένας ταύρος.
Ο μήνας αυτός αναφέρεται, εκτός από τη Βοιωτία, και στα μηνολόγια
πολλών άλλων πόλεών της Στερεάς Ελλάδας. Έτσι αναφέρεται στα
μηνολόγια της Χαιρώνειας, της Άμφισσας, του Ερεινεού και της
Αιτωλίας, όπου υπήρχε και η πόλις Βουκάτιον.
Ο
πέμπτος μήνας του ημερολογίου της Επιδαύρου ονομαζόταν Γάμος
και, όπως δείχνει η ονομασία του, αντιστοιχούσε στον αττικό μήνα
Γαμηλιώνα και στον Γαμίλιο, μήνα των Βουνείμων της
Ηπείρου.
Γενέτιος ονομαζόταν ο έβδομος μήνας
μερικών πόλεων της Φθιώτιδας. Κατά πάσα πιθανότητα, ο μήνας αυτός
αντιστοιχούσε στον αττικό μήνα Ελαφηβολιώνα.
Ο
όγδοος μήνας του ημερολογίου της Σπάρτης ονομαζόταν Γεράστιος
ή Γεραίστιος (Θουκ. Δ’, 119). Αναφέρεται και στα μηνολόγια
της Καλαβρίας, της Τροιζήνας και της Κω. Ο Γεράστιος αντιστοιχούσε
στον αττικό μήνα Μουνιχιώνα και ίδια ήταν η αντιστοιχία του σε όλες
τις πόλεις όπου ίσχυε η ονομασία του, εκτός από την Κω, όπου ο
Γεράστιος ήταν μάλλον καλοκαιρινός μήνας αντίστοιχος προς τον αττικό
μήνα Εκατομβαιώνα.
Η
ονομασία του ίσως να οφείλεται στο Γεραίστιο, την πόλη της Αρκαδίας,
όπου κατά την αρκαδική παράδοση είχε ανατραφεί ο Δίας από τις
Γεραιστιάδες νύμφες.
Ο
Γηφοριών ήταν μήνας του ημερολογίου της Ιασού (CIG 2679). Οι ερευνητές
υποστηρίζουν ότι αντιστοιχούσε προς τον αττικό μήνα
Σκιροφοριώνα.
Ο
έκτος μήνας του ημερολογίου της Άμφισσας ονομαζόταν Γιγάντιος
και αντιστοιχούσε προς τον δελφικό Αμάλιο και τον αττικό
Γαμηλιώνα. Γιγάντιος επίσης ονομαζόταν κάποιος μήνας του ημερολογίου
της αχαϊκής Τιτείας, που αντιστοιχούσε στον αττικό Ποσειδεώνα. Όπως
έχουμε αναφέρει, συνήθως οι μήνες ονομάζονταν από τις γιορτές που
πανηγυρίζονταν κατά τη διάρκειά τους. Έτσι, λοιπόν, ίσως η ονομασία
αυτή να έχει σχέση με τη χθόνια λατρεία των Γιγάντων, αν και στον
ελληνικό χώρο δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Γίγαντες απολάμβαναν
θείων τιμών. Μία μόνο περίπτωση προσφερομένων θυσιών στη Βροντή, την
Αστραπή και τη Θύελλα αναφέρεται από τον Παυσανία («Αρκαδικά»,
VIII,
29, 1) στην Αρκαδία, στον χώρο κοντά στον ποταμό Αλφειό, όπου κατά
την παράδοση έγινε η Γιγαντομαχία.
Ένας
μήνας άγνωστου ημερολογίου είναι ο Γορπείος, που κάποιο
λεξικό αναφέρει ότι αντιστοιχούσε με τον Νοέμβριο του Ιουλιανού
ημερολογίου. Οι ειδικοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι είναι παραφθορά
του ονόματος του μακεδονικού μήνα Γορπιαίου. Ο Γορπιαίος ήταν
ο ενδέκατος μήνας του μακεδονικού ημερολογίου, αντίστοιχος με τον
αττικό μήνα Μεταγειτνιώνα (Αύγουστος/Σεπτέμβριος). Με τη διάδοση του
μακεδονικού ημερολογίου σε διάφορες ελληνικές πόλεις διατήρησε την
ονομασία του, όχι όμως και την αντιστοιχία του. Έτσι, σύμφωνα με το
Ημερολόγιο της Φλωρεντίας (Hemerologium
Floredinum), ο
Γορπιαίος άρχιζε στην Έφεσο στις 25 Ιουλίου, στην Τύρο στις 19
Σεπτεμβρίου, στις αραβικές περιοχές στις 19 Αυγούστου και στη Γάζα
στις 29 Αυγούστου. Στη Συρία αντιστοιχούσε στον Σεπτέμβριο, στη
Σελεύκεια της Πιερίας στον Οκτώβριο και στη Σιδώνα στον Νοέμβριο του
Ιουλιανού ημερολογίου. Με τον Γορπιαίο φαίνεται ότι σχετίζεται και ο
Γόρφεος, μήνας που αντιστοιχούσε στον Σεπτέμβριο του
Ιουλιανού ημερολογίου.
Οι
«Γυμνοπαιδιαί» ήταν μεγάλη γιορτή των Σπαρτιατών, που γινόταν
κάθε καλοκαίρι κατά τη διάρκεια του μήνα Φλειάσιου και
κρατούσε πέντε ή—κατ’ άλλους— δέκα ημέρες. Αρχικά η γιορτή
περιοριζόταν στον χορό μόνο γυμνών παιδιών στην αγορά, προς τιμήν
του Πυθαέα Απόλλωνα, της Αρτέμιδας, της Λητώς και πιθανώς του
Διονύσου. Αργότερα όμως περιέλαβε γυμναστικές επιδείξεις και
αθλητικούς αγώνες. Τελικά, στις γυμνοπαιδιές έπαιρναν μέρος όλοι οι
άντρες της πόλης σχηματίζοντας τρεις χορούς, που αντιπροσώπευαν τις
τρεις ηλικίες στη ζωή του ανθρώπου. Ο χορός των γερόντων άρχιζε
πρώτος λέγοντας: «άμες ποκ’ ήμες άλκιμοι νεανίαι», δηλαδή
«εμείς κάποτε ήμαστε πολύ γενναίοι άντρες». Έπειτα ο χορός
των αντρών απαντούσε καυχώμενος: «άμες δε γ’ ειμές· αί δε λής,
αυγάζεο», δηλαδή «εμείς είμαστε τώρα και αν θέλεις, έλα να
δεις». Ο τρίτος χορός, των εφήβων, έλεγε φανερή περηφάνεια:
«άμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες», δηλαδή «εμείς όμως θα
γίνουμε πολύ δυνατότεροι» (Πλούτ. Ηθικά. «Τα παλαιά των Λακεδ.
Επιτηδεύματα», 238, Α—Β. Πλούτ, Βίοι, Λύσανδρος, 21).
Ο
Δαιδαφόριος ή Δαδοφόριος ήταν ο δεύτερος μήνας του
ημερολογίου των Δελφών, που αντιστοιχούσε προς τον αττικό μήνα
Ποσειδεώνα. Η ονομασία του, κατά πάσα πιθανότητα, προέρχεται από τη
γιορτή των Δαιδαφορίων, που τελούνταν κατά τη διάρκειά του προς
τιμήν του θεού Διονύσου. Ίσως όμως να πρόκειται για μία άλλη
νυχτερινή γιορτή, που την περιγράφει ο Πλούταρχος.
Ο
όγδοος μήνας του μακεδονικού έτους ήταν ο Δαίσιος, που
αντιστοιχούσε προς τον αττικό μήνα Θαργηλιώνα (Πλούτ. Αλέξ. 16,
Α’.75, Β’.76, 1). Ο Δαίσιος, όπως και οι άλλοι μακεδονικοί μήνες,
καθιερώθηκε στα μηνολόγια πολλών ελληνικών πόλεων στην Ασία, μετά
τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλέξανδρου. Είναι χαρακτηριστικό το
γεγονός ότι οι βασιλείς της Μακεδονίας δεν άρχιζαν ποτέ πολεμική
εκστρατεία κατά τον μήνα Δαίσιο, τον οποίον δεν θεωρούσαν αίσιο για
πολεμικές επιχειρήσεις. Μήνας με την ίδια ονομασία, όπως είδαμε στα
Αράτεια, αναφέρεται από τον Πλούταρχο στο ημερολόγιο της
Σικυώνας (Πλούτ. Άρατ. 53, 3).
Ο
Δαμάτριος ήταν ο δέκατος μήνας του βοιωτικού ημερολογίου και
άλλων ελληνικών πόλεων, αντίστοιχος προς τον αττικό μήνα Πυανεψιώνα.
Πιθανώς η ονομασία του να προέρχεται από το αρχαίο ρήμα δαματρίζω,
που σημαίνει μαζεύω τα δημητριακά και συνδέεται έτσι και με τη
μεγάλη θεά Δήμητρα, θεά της γεωργίας.
Ένας
ανοιξιάτικος μήνας πολλών ελληνικών μηνολογίων ήταν ο
Δελφίνιος ή Δελφίδιος, που πήρε την ονομασία του από
τον Δελφίνιο Απόλλωνα, προστάτη των πλοίων και των ναυτιλομένων.
Αναφέρεται στο ημερολόγιο της Σπάρτης και είναι αντίστοιχος με τον
αττικό μήνα Θαργηλιώνα. Επίσης, τον συναντάμε στα μηνολόγια
ορισμένων μόνο δωρικών πόλεων στα νησιά του Αιγαίου και ακόμα στην
Αίγινα, Θήρα και στον Ολούντα της Κρήτης (Pauly-wisona, RE IV 2515 κ.ε.). Κατά τη διάρκεια
του μήνα αυτού πανηγυρίζονταν τα Δελφίνια, προς τιμήν του
Δελφινίου Απόλλωνα, που στην Αθήνα γιορτάζονταν την 6η
και την 7η Μουνυχιώνα, προς τιμήν και της Δελφινίας
Αρτέμιδος. Η επίκληση του Απόλλωνα ως Δελφίνιου, εκτός των άλλων,
ίσως να οφείλεται στο ότι οι χιλιάδες προσκυνητές που έπλεαν προς τη
Δήλο, για να προσκυνήσουν τα ιερά του θεού, «έβλεπαν» αυτόν
στα δελφίνια που ακολουθούσαν τα πλοία τους και τους οδηγούσαν στο
ιερό νησί του.
Κατά
την παράδοση των Δελφών, τον χειμώνα με το κρύο και τη λιγοστή
ηλιοφάνεια ο θεός Ήλιος, ο Φοίβος-Απόλλων, εξαφανιζόταν στη χώρα των
Υπερβορείων. Έτσι, τους τρεις χειμερινούς μήνες —τον
Δαιδαφόριο, τον Αμάλιο και τον Ποιότροπο ή
Ποιτρόπιο— καλούσαν στους Δελφούς τον φωτεινό θεό από τη χώρα
της εξορίας του. Μόλις έφτανε ο ανοιξιάτικος μήνας Βύσιος,
την 7η ημέρα του οποίου γεννήθηκε ο θεός, πανηγύριζαν τα
Θεοφάνια, τη γιορτή της επανόδου του και της
«επιδημίας» του. Μετά τον Βύσιο ακολουθούσε ο
Θεοξένιος, κατά τη διάρκεια του οποίου γιόρταζαν μια διπλή
φιλοξενία. Οι Δελφοί φιλοξενούσαν τον προστάτη και πολιούχο θεό
τους, και ο θεός φιλοξενούσε τους αθάνατους. Τον τρίτο μήνα της
άνοιξης, τον Βουκάτιο, άρχιζαν οι μεγάλες και πλούσιες θυσίες
και πανηγυρίζονταν τα Πύθια, με λιτανείες και ευχαριστήριες
ακολουθίες. Στην περιγραφή μας αυτή του δελφικού ημερολογίου,
δίνουμε και την άποψη άλλων ερευνητών, κατά τους οποίους ο
Ποιτρόπιος ήταν πριν τον μήνα Βύσιο και αμέσως μετά ακολουθούσε ο
Βουκάτιος.
Τα
Δήλια ήταν μια μεγάλη γιορτή που γινόταν στη Δήλο σε ανάμνηση
της γέννησης του Απόλλωνα και της Άρτεμης από τη Λητώ. Τα Δήλια
τελούνταν κατά τον μήνα Ιερό του δηλιακού ημερολογίου, που
αντιστοιχούσε στον αττικό μήνα Ανθεστηριώνα. Τότε ακριβώς στέλνονταν
στο νησί οι «θεωρίες», ιερές αντιπροσωπείες που συνοδεύονταν
από νέους και νέες για να γιορτάσουν με αγώνες, θυσίες και ύμνους
τον Δήλιο Απόλλωνα. Οι αντιπροσωπείες αυτές, που στέλνονταν από τις
άλλες πόλεις στη Δήλο, έδιναν μια ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια στη
γιορτή. Οι θεωρίες πολλών ελληνικών πόλεων μπορούσαν να φτάσουν στη
Δήλο και κατά τη διάρκεια άλλων μηνών. Έτσι, τον δηλιακό μήνα
Βουφονιώνα, αντίστοιχο του αττικού μήνα Βοηδρομιώνα, έφταναν
στη Δήλο οι θεωρίες της Κω και της Καρύστου, ενώ τον
Απατουριώνα, αντίστοιχο του αττικού μήνα Πυανεψιώνα, έφτανε η
θεωρία της Σίφνου (Β.C.Η., 27, 1903, σ.72 κ.ε.).
Κατά τον μήνα Ιερό οι Δήλιοι γιόρταζαν τα Απολλώνια, που ήταν
ετήσια γιορτή, σε αντίθεση με τα Δήλια που τελούνταν ανά πέμπτο έτος
(πενταετηρίς). Πολλοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η πανελλήνια
«πετενταετηρίς» γιορτή των Δηλίων ετελείτο κατά τον μήνα
Θαργηλιώνα, κατά τον οποίον, όπως πιστευόταν, είχαν γεννηθεί στη
Δήλο από τη Λητώ ο Απόλλωνας και η Άρτεμις.
Ο
μήνας Δημήτριος του ημερολογίου της Βιθυνίας, αντίστοιχος
προς τον αττικό μήνα Μεταγειτνιώνα, τιμούσε τη Δήμητρα, θεά της
γεωργίας.
Ως
Διθυράμβιος αναφέρεται κάποιος μήνας θεσσαλικών πόλεων, όπως
βρέθηκε από διάφορες επιγραφές (Αρχαιολ. Εφημ. 1911, σ. 130, αριθ.
65).
Ο
μήνας Διονύσιος, προς τιμήν του θεού Διόνυσου, αναφέρεται στα
μηνολόγια πολλών ελληνικών πόλεων, ιδιαίτερα στις δωρικές αποικίες
του Βοσπόρου και του Πόντου. Ο Διονύσιος αναφέρεται σε επιγραφές που
βρέθηκαν στην Άγκυρα, τη Χαλκηδόνα, τη Λοκρίδα, το Βυζάντιο, την
Κρήτη και το Ταυρομένιο της Σικελίας. Επίσης αναφέρεται στην Πραισό
της Κρήτης, στην Ταυρική χερσόνησο και αλλού, χωρίς όμως εκεί να
είναι γνωστή η αντιστοιχία του με κάποιον μήνα του αττικού
ημερολογίου. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό μήνα
Ποσειδεώνα. Στην Αιτωλία προς τον Γαμηλιώνα, στη Βιθυνία ήταν ο
τέταρτος κατά σειρά μήνας του ημερολογίου της, που αντιστοιχούσε
προς τον αττικό μήνα Ποσειδεώνα και, τέλος, στο Ταυρομένιο
αντιστοιχούσε με τον αττικό μήνα Ανθεστηριώνα.
Ο
Δίος ήταν ο πρώτος μήνας του μακεδονικού έτους, που πήρε το
όνομά του από γιορτή Δία προς τιμήν του θεού Δία, η οποία
ετελείτο στο Δίον της Πιερίας, θρησκευτικό κέντρο των Μακεδόνων. Ο
μακεδονικός Δίος αντιστοιχούσε προς τον αττικό μήνα Πυανεψιώνα. Μετά
τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Δίος εισήχθη στα
μηνολόγια πολλών ελληνικών πόλεων της Ασίας, διατηρώντας την
ονομασία του, όχι όμως και τη σειρά του στο έτος. Έτσι, στο
ημερολόγιο της Βιθυνίας ο Διός ήταν ο έκτος μήνας του έτους,
αντίστοιχος προς τον αττικό Ανθεστηριώνα.
Ο
Διόσθυος, μήνας των Ν.Α. Δωριέων, εκτός από τη Ρόδο όπου ήταν
αντίστοιχος προς τον αττικό μήνα Μαιμακτηριώνα, απαντάται και στο
ημερολόγιο της Σπάρτης τέταρτος μήνας του έτους, αντίστοιχος προς
τον αττικό μήνα Ποσειδεώνα, καθώς και στην Ήλιδα αντίστοιχος προς
τον αττικό Γαμηλιώνα.
Ένας
μήνας που αναφέρεται στα μηνολόγια πολλών ελληνικών πόλεων ήταν ο
Διοσκόριος ή Διοσκούριος ή Διοσκορίνθιος
γνωστός από το Ημερολόγιο της Φλωρεντίας (Hemerologium
Floredinum) και
από το Β’ Βιβλίο των Μακκαβαίων (ΙΑ’, «έρρωσθε, έτους εκατοστού
τεσσαρακοστού ογδόου, Διοσκορινθίου τετράδι εικάδι» (Υγιαίνετε. Έτος
εκατοστόν τεσσαρακοστόν όγδοο τής χρονολογίας Σελευκιδών, εικοστή
τετάρτη τού μηνός Διοσκορινθίου). Ειδικά στο ημερολόγιο της Κρήτης
αναφέρεται ως ο έκτος μήνας του έτους με 31 ημέρες, αντίστοιχος ς
τον αττικό μήνα Ανθεστηριώνα.
Σε
μια συνθήκη του 2ου π.Χ. αιώνα, μεταξύ των Κρητικών
πόλεων Πριανσού και Ιεράπυτνας, αναφέρεται ο μήνας Δρομήιος
της Πριανσού, αντίστοιχος προς τον μήνα Ιμάλιο της Ιεράπυτνας
(I.G. 3, III,4,5). Ο Ιμάλιος ή
Ειμάν ήταν ο τέταρτος μήνας του Κρητικού ημερολογίου,
αντίστοιχος προς τον αττικό μήνα Ποσειδεώνα. Αρκετοί ερευνητές
υποστηρίζουν ότι ο Δρομήιος υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιας
Κρητικής γιορτής με την ονομασία Δρομεία, αντίστοιχης με τα
Εκδύσια της Φαιστού (Brause: Hermes 49, σ. 106). Άλλοι
υποστηρίζουν ότι ο Δρομήιος τιμούσε τον θεό Ερμή, που έφερε
την προσωνυμία Δρόμιος, ως θεός της παλαίστρας και του αγώνα του
δρόμου, όπως αναφέρεται σε ανάθημα από την Πολυρρήνια της Κρήτης
(I.G. 2, XXIII, 10), καθώς επίσης και σε
διάφορα νομίσματα.
Ο
Δύστρος, ο πέμπτος μήνας του μακεδονικού ημερολογίου,
απαντάται σε κείμενα αρχαίων συγγραφέων, σε λεξικογράφους, σε
επιγραφές και σε παπύρους. Δεν υπάρχει βέβαιη ετυμολογία του
ονόματός του, το μόνο βέβαιο είναι ότι αντιστοιχούσε προς τον αττικό
μήνα Ανθεστηριώνα.
Ως
Ειλαίος ή Ιλαίος αναφέρεται μήνας του ημερολογίου των
Δελφών, αντίστοιχος προς τον αττικό μήνα Εκατομβαιώνα.
Ο
Ειραφιών είναι μήνας που υπάρχει σε επιγραφή που βρέθηκε στην
Αμοργό (Bull.
Corr.
Hell. XVI, 276). Θεωρείται αντίστοιχος
του αττικού μήνα Γαμηλιώνα και του ιωνικού Ληναιώνα, αφού
αντιστοιχούσε στο χρονικό διάστημα από 21 Ιανουαρίου έως 19
Φεβρουαρίου. Σύμφωνα με τους ειδικούς επιστήμονες, η ονομασία του
Ειραφιώνα σχετίζεται άμεσα με την επίκληση του Διονύσου Ειραφιώτη.
Το επίθετο αυτό του θεού είναι αμφίβολης προέλευσης και σημασίας,
και είναι ενδιαφέρουσες οι εκδοχές που παρουσιάζονται. Πολλοί
ερευνητές υποστηρίζουν ότι παράγεται από το «έριν φαίνειν»,
δηλαδή δημιουργεί έριδας, όπως κάνουν οι μεθυσμένοι, αφού ο Διόνυσος
ήταν ο θεός του κρασιού. Κατ’ άλλους παράγεται από το
«έριφος», εφ’ όσον ο Διόνυσος γεννήθηκε χωρίς μητέρα και
ανατράφηκε από τις κατσίκες (έριφοι). Άλλοι θεωρούν ότι προέρχεται
από το «έαρ φύω», που σχετίζεται με τη βλάστηση της άνοιξης,
και άλλοι από το «ράπτω», εφ’ όσον ο Δίας, μετά την
κατακεραύνωση της Σεμέλης, μητέρας του Διονύσου, έρραψε το έμβρυο
στον μηρό του για να συμπληρωθούν οι 9 μήνες της κύησης. Μερικοί
πάλι θεωρούν ότι προέρχεται από την τροφό Ερίφα ή
Εριφέα, που ανέλαβε τη διατροφή του θεϊκού βρέφους, και τέλος
κάποιοι άλλοι από την πόλη Ραφία της Παλαιστίνης, όπου κατά
την παράδοση ο Διόνυσος πέρασε τα παιδικά του χρόνια.
Στην
Ηλεία η Άρτεμις λατρευόταν με την επίκληση «ελαφία», και έτσι
ο μήνας προς τιμήν της ονομάστηκε Ελάφιος (Παυσανίας,
Ηλειακά, ΙΓ’, 11), που μάλλον αντιστοιχούσε στον αττικό μήνα
Ελαφηβολιώνα. Κάθε χρόνο τη 19η του μηνός, οι μάντεις
στην Ολυμπία μετέφεραν τη στάχτη από το πρυτανείο, την ανακάτευαν με
νερό από τον Αλφειό ποταμό και στη συνέχεια με το μίγμα αυτό άλειφαν
τον βωμό του Ολυμπίου Διός. Επίσης, κατά τη διάρκεια αυτού του μήνα
ετελούντο στην Ολυμπία τα Κρόνια προς τιμήν του Κρόνου, ακριβώς τη
νύχτα της εαρινής ισημερίας, οπότε και προσφερόταν από τους
Βασιλείς, τους ιερείς του θεού, μεγαλοπρεπής
θυσία.
Στο
ημερολόγιο της πόλης Κνίδου της Μικράς Ασίας αναφέρεται ο μήνας
Ελάφριος (Ditt.
Sy
II 2. 512, 85). Η
ονομασία του οφείλεται στον Ελάφριο Δία, επίθετο με το οποίο
λατρευόταν ο πατέρας των θεών στην Κρήτη και σε άλλες ελληνικές
πόλεις.
Σε
επιγραφή των Δελφών, ονομάζεται Ενδέκατος κάποιος μήνας του
ημερολογίου των Φωκαέων, αντίστοιχος προς τον βοιωτικό
Βουκάτιο και τον αττικό Γαμηλιώνα. Η ονομασία αυτή μας οδηγεί
στο συμπέρασμα ότι σε μερικές ελληνικές πόλεις δεν υπήρχε ιδιαίτερη
ονομασία των μηνών, αλλά γινόταν απλή αριθμητική διάκρισή
τους.
Ο
μήνας Ελευσίνιος της Σπάρτης, αντίστοιχος προς τον αττικό
Ανθεστηριώνα, πήρε την ονομασία αυτή γιατί κατά τη διάρκειά του
τελούνταν τα Μικρά Ελευσίνια.
Ο
Ερμαίος ή Ερμείος ως μήνας αφιερωμένος στον Ερμή
αναφερόταν στα μηνολόγια πολλών ελληνικών πόλεων, όπως στο Άργος,
αντίστοιχος προς τον αττικό Γαμηλιώνα, στην Επίδαυρο, την Κρήτη και
τη Βιθυνία, αντίστοιχος προς τον αττικό Πυανεψιώνα, στη
Βοιωτία, αντίστοιχος προς τον αττικό Ανθεστηριώνα ή κατ’ άλλους προς
τον αττικό Ελαφηβολιώνα, και στη Θεσσαλία αντίστοιχος με τον αττικό
Θαργηλιώνα.
Κατά
τη διάρκειά του γιορτάζονταν στην Αθήνα και σε άλλες ελληνικές
πόλεις τα Ερμαία, με παλαιστικούς αγώνες και γυμνάσια. Στην
Αλικαρνασσό ο αντίστοιχος μήνας ονομαζόταν
Ερμαιών.
Στο
ημερολόγιο των Λακώνων απαντάται ο μήνας Ηράσιος, όπως
αναφέρει ο λεξικογράφος Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς (5ος μ.Χ.
αιώνας). Ήταν ο δεύτερος μήνας του έτους και αντιστοιχούσε με τον
αττικό μήνα Πυανεψιώνα. Η ονομασία του οφείλεται στη γιορτή της Ήρας
τα Ηραία ή Ηράσια, που τελούνταν με μεγαλοπρέπεια στο
Άργος, την Ήλιδα και τη Σάμο. Στο Άργος τα Ηραία τελούνταν
ανά τετραετία στο μέσον του δεύτερου έτους κάθε Ολυμπιάδας και ήταν
η επισημότερη από τις γιορτές της πόλης. Στην Ήλιδα πάλι ανά
τετραετία τελούνταν τα Ηραία κατά το τέταρτο έτος κάθε
Ολυμπιάδας, με αγώνες δρόμου παρθένων στο στάδιο της Ολυμπίας. Από
τη γιορτή των Ηραίων ονομάστηκε Ηραίος ο δωδέκατος
μήνας των Δελφών, αντίστοιχος με τον αττικό Πυανεψιώνα, και ο πρώτος
μήνας των Βιθυνών, αντίστοιχος με τον αττικό Βοηδρομιώνα.
Τα
Θεοδαίσια ήταν γιορτή των αρχαίων Ελλήνων αντίστοιχη προς τα
Θεοξένια. Κατ’ αυτήν παρετίθεντο γεύματα προς τιμήν του
Διονύσου, ο οποίος υπετίθετο ότι έπαιρνε μέρος σ’ αυτά, γι’ αυτό
εκαλείτο Θεοδαίσιος. Στη γιορτή των Θεοδαισίων οφείλει
την ονομασία του ο Κρητικός μήνας Θεοδαίσιος, αντίστοιχος
προς τον αττικό Ελαφηβολιώνα.
Τα
Θεοξένια ήταν γιορτή που ετελείτο κυρίως στους Δελφούς, προς
τιμήν του Θεοξένιου Απόλλωνα. Κατά τη διάρκειά της υπετίθετο
ότι ο εορταζόμενος θεός φιλοξενούσε και τους άλλους. Τα
Θεοξένια πανηγυρίζονταν κατά τη διάρκεια του μήνα
Θεοξένιου, αντίστοιχου προς τον αττικό μήνα
Σκιροφοριώνα.
Τα
Θεσμοφόρια ήταν γιορτή προς τιμήν της Δήμητρας της
Θεσμοφόρου, η πιο διαδεδομένη και ίσως η αρχαιότερη από όλες
τις ελληνικές γιορτές. Η γιορτή περιλάμβανε παρακλήσεις και
συμβολισμούς που σχετίζονταν τόσο με τη γονιμότητα της γης, όσο και
με την ευγονία και την πολυτεκνία των γυναικών.
Τα
αθηναϊκά Θεσμοφόρια, όπως είδαμε στο αθηναϊκό ημερολόγιο,
διαρκούσαν από την 9η μέχρι τη 13η
Πυανεψιώνα.
Τα
Θεσμοφόρια όμως πανηγυρίζονταν σχεδόν σε όλες τις ελληνικές
πόλεις, και στη γιορτή αυτή οφείλει την ονομασία του ο
Θεσμοφοριών, ο πρώτος μήνας του Κρητικού ημερολογίου,
αντίστοιχος με τον αττικό Βοηδρομιώνα. Στο Ροδιακό και στο σικελικό
μηνολόγιο υπάρχει ο μήνας Θεσμοφόριος, αντίστοιχος προς τον
αττικό Πυανεψιώνα.
Ο
μήνας Ιτώνιος του θεσσαλικού ημερολογίου, αντίστοιχος προς
τον αττικό μήνα Γαμηλιώνα, τιμά την Αθηνά Ιτωνία.
Ληναιών ονομαζόταν μήνας του
ημερολογίου των ιωνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, που παρουσιάζεται
όμως στα μηνολόγια και πολλών άλλων ελληνικών πόλεων, όπως της
Δήλου, της Αμοργού, της Μυκόνου, της Ερέτριας, της Κυζίκου, της
Λαμψάκου, της Περίνθου κ.ά.
Ο
Ληναιών ήταν αντίστοιχος προς τον αττικό μήνα Γαμηλιώνα. Ο
μήνας αυτός πήρε την ονομασία του από τα Λήναια, γιορτές προς
τιμήν του Ληναίου Διονύσου, που τελούνταν κατά τη
12η ημέρα του, ενώ στην Αθήνα από την 9η έως
την 11η του Γαμηλιώνα.
Το
όνομα αυτό έφερε ο Διόνυσος επειδή, στο ιερό του —στο Λήναιον της
Αθήνας— υπήρχε ληνός (πατητήρι), και επειδή τη βοήθεια —ειδικά του
Ληναίου Διονύσου— ζητούσαν αυτοί, που στα πατητήρια πάταγαν
τα σταφύλια.
Τα
Λήναια στην Αθήνα τελούνταν με πομπή υπό την ηγεσία του
άρχοντα-βασιλιά, και τότε ψαλλόταν ο πανηγυρικός ύμνος του Διονύσου,
που άρχιζε με την προσφώνηση: «Σεμέλ’ Ίακχε πλουτοδότα». Η
πομπή κατέληγε στο Λήναιο και εκεί θυσιαζόταν τράγος, ενώ ο χορός
γύρω από τον βωμό έψελνε διθυραμβικές ωδές στον θεό
Διόνυσο.
Ο
μήνας Παρθένιος του ημερολογίου της Ήλιδας, αντίστοιχος προς
τον αττικό μήνα Βοηδρομιώνα, τιμούσε την παρθένα θεά
Αθηνά.
Στην
Αιολίδα, κατά τον μήνα Παρνοπίωνα, λάτρευαν τον Απόλλωνα
Παρνόπιο, προστάτη των αγρών από τις ακρίδες.
Κατά
πάσα πιθανότητα, ο μήνας Στράτειος του ημερολογίου της
Βιθυνίας, αντίστοιχος προς τον αττικό μήνα Μουνιχιώνα, τιμά τον θεό
Δία ή τον Άρη, από το επίθετό του Στράτιος που σημαίνει
στρατιωτικός, πολεμικός.
Λίγο
μακρύτερα από την κυρίως Ελλάδα, οι ελληνικές αποικίες της Σικελίας
(Μεγάλη Ελλάδα), κατά τους ανοιξιάτικους και φθινοπωρινούς μήνες,
είχαν καθιερώσει γιορτές προς τιμήν της θεάς Δήμητρας, προστάτιδας
του νησιού: τα Ανθεσφόρια, τα Θεογάμια, τα
Ανακαλυπτήρια, τα Κόρεια και τα Θεσμοφόρια, στα
οποία κοινή ήταν η λατρεία και της Περσεφόνης.
Άλλωστε, ο μύθος της Δήμητρας
και της Περσεφόνης σχετίζεται με την αναγέννηση της φύσης. Ο
ποιητικός μύθος της Περσεφόνης, που περνούσε διαδοχικά τους έξι
μήνες του έτους με τη μητέρα της και τους άλλους θεούς στον πάνω
κόσμο, και τους υπόλοιπους έξι με τον σύζυγό της τον Πλούτωνα στον
κάτω κόσμο, ουσιαστικά συμβολίζει τη διαδοχή της άνοιξης και του
καλοκαιριού, οπότε αναγεννάται η φύση και αναδημιουργείται η ζωή σε
αντιδιαστολή με τον άγριο χειμώνα, τότε που η ζωή ατονεί και η φύση
βρίσκεται στη χειμερία νάρκη της.
Τέλος, οι Ρωμαίοι τιμούσαν κι
αυτοί τη θεά Δήμητρα, την οποία ονόμαζαν Cares, ενώ Carealia ονομαζόταν η γιορτή της που
ετελείτο την περίοδο της άνοιξης.
Εκτός
από τις τοπικές, υπήρχαν και τέσσερις μεγάλες πανελλήνιου χαρακτήρα
γιορτές: τα Ολύμπια στην Ολυμπία, τα Ίσθμια στην
Κόρινθο, τα Πύθια στους Δελφούς και τα Νέμεα στη
Νεμέα.
Τα
Ολύμπια ήταν η επισημότερη από τις τέσσερις εθνικές γιορτές
των αρχαίων Ελλήνων. Η γιορτή αυτή ετελείτο στην Ολυμπία και τιμούσε
τον Ολύμπιο Δία με πανελλήνιους αγώνες (επίσημα από το 776 π.Χ.).
Από την 30η Ολυμπιάδα (656 π.Χ.) άρχισαν —κατ’ απομίμηση—
να γιορτάζονται Ολύμπια και στην υπόλοιπη Ελλάδα, ενώ από την
40η Ολυμπιάδα (616 π.Χ.) καθιερώθηκαν και από τους
Έλληνες της Μικρής Ασίας και της Μεγάλης Ελλάδας. Τα Ολύμπια και
τους Ολυμπιακούς αγώνες θα τους δούμε αναλυτικά σε ιδιαίτερη
ενότητα.
Η
μεγαλοπρεπέστερη —μετά τα Ολύμπια— εθνική γιορτή ήταν τα
Ίσθμια προς τιμήν του θεού Ποσειδώνα στον Κορινθιακό ισθμό,
απ’ όπου πήρε την ονομασία της. Η γιορτή ιδρύθηκε από τον Σίσυφο
προς τιμήν του Μελικέρτη, ενώ από την εποχή του Θησέα η γιορτή
ετελείτο προς τιμήν του θεού Ποσειδώνα. Από τη 19η
Ολυμπιάδα (700 π.Χ.) τα Ίσθμια πανηγυρίζονταν ανά τρία έτη,
στο πρώτο και στο τρίτο έτος εκάστης Ολυμπιάδας. Τα Ίσθμια
του πρώτου έτους πανηγυρίζονταν στον αττικό μήνα Εκατομβαιώνα, ενώ
εκείνα του τρίτου έτους στον Μουνυχιώνα ή τον Θαργηλιώνα.
Τα
Πύθια τελούνταν προς τιμήν του Πύθιου Απόλλωνα στο ιερό του
θεού στους Δελφούς. Αρχικά τα Πύθια ήταν επιτάφιος μουσικός
αγώνας προς τιμήν του Δράκοντα Πύθωνα, τέκνου της Γης.
Διεξάγονταν ανά οκταετία σε
ανάμνηση της οκταετούς εξορίας του Απόλλωνα στην χώρα των
Υπερβορείων για τον φόνο του Πύθωνα. Αργότερα, μετά από πρόταση των
Αμφικτυόνων, τα Πύθια μετατράπηκαν σε πεντετηρικούς εθνικούς
αγώνες και εμπλουτίστηκαν με γυμνικούς και ιππικούς αγώνες. Τα
Πύθια διαρκούσαν πέντε ημέρες και διεξάγονταν το τρίτο έτος
εκάστης Ολυμπιάδας στον δελφικό μήνα Βουκάτιο, αντίστοιχο
προς τον αττικό Μεταγειτνιώνα. Τα Πύθια ως εθνική γιορτή
άρχισαν να τελούνται από την 49η Ολυμπιάδα, δηλαδή από το
580 π.Χ. Από το έτος αυτό αρχίζει και η χρονολογία των Πυθιάδων —το
διάστημα εκάστης τετραετηρίδας κατά την οποία γιορτάζονταν τα
Πύθια. Τα Πύθια, όπως και τα Ολύμπια,
καταργήθηκαν το 393 μ.Χ.
Τα
Νέμεα ή τα Νέμεια ήταν πανελλήνιοι αγώνες, που
τελούνταν επίσημα από την 50η Ολυμπιάδα (576 π.Χ.) στη
Νεμέα ανά διετία, στο δεύτερο και τέταρτο έτος εκάστης Ολυμπιάδας
κατά τον μήνα Σκιροφοριώνα ή Εκατομβαιώνα. Κατά τον Σχολιαστή του
Πίνδαρου, τα Νέμεα ιδρύθηκαν από τον Ηρακλή σε ανάμνηση του πρώτου
άθλου του, όταν σκότωσε δηλαδή το λιοντάρι της Νεμέας, ή προς
ανάμνηση του θανάτου του μικρού Οφέλτου, ηγεμόνα και ιερέα της
Νεμέας. Οι αγώνες διαρκούσαν πολλές ημέρες, κατά τις οποίες
επιβαλλόταν εκεχειρία.
Κάθε
ελληνική, λοιπόν, πόλη είχε διαφορετικό ημερολόγιο. Όλα τα ελληνικά
ημερολόγια, μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο, ήταν σεληνιακά και διατηρούσαν
προσεγγιστικά μια σταθερή σχέση με τις εποχές του έτους,
χρησιμοποιώντας —όταν ήταν απαραίτητο— έναν δέκατο τρίτο εμβόλιμο
μήνα (σεληνοηλιακά ημερολόγια). Συνήθως, όμως, η παρεμβολή του
εμβόλιμου μήνα γινόταν από τους τοπικούς άρχοντες, και ως εκ τούτου
ήταν διαφορετική για τα διάφορα ημερολόγια, εκτός του γεγονότος ότι
ήταν και ακανόνιστη. Επίσης, διαφορετική ήταν και η αφετηρία του
έτους για τα διάφορα ελληνικά ημερολόγια. Στον πίνακα που ακολουθεί,
δίνονται τα μηνολόγια των κυριοτέρων πόλεων και περιοχών της αρχαίας
Ελλάδας.
ΑΡΧΗ ΤΩΝ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΩΝ
ΟΠΩΣ
ΗΔΗ ΕΧΟΥΜΕ ΑΝΑΦΕΡΕΙ, ενιαία χρονολογική αφετηρία δεν υπήρχε στην
αρχαία Ελλάδα. Το πολιτικό έτος των αρχαίων Ελλήνων διέφερε από το
φυσικό ηλιακό έτος, που ονομαζόταν ενιαυτός.
Συνήθως το έτος καθοριζόταν
από τον χρόνο της θητείας κάποιου ανώτατου πολιτικού ή θρησκευτικού
άρχοντα, ο οποίος του έδινε το όνομά του.
Έτσι,
κάθε έτος έφερε την ονομασία αρχικά του βασιλιά και αργότερα ενός
από τους εννιά άρχοντες, που ονομαζόταν Επώνυμος στην Αθήνα, ή του
σπουδαιότερου από τους πέντε Εφόρους στη Σπάρτη, που κι αυτός
εκαλείτο Επώνυμος (Θουκ. Β’, 5 - Ξνφ. Ανβ. Β’, 3.10 - Πολβ. ΙΒ’, 12
- Παυσ. 5, 1.2).
Όπως
ήδη έχουμε τονίσει, οι δύο αυτές χρονολογήσεις δεν συνέπιπταν. Οι
ετήσιοι άρχοντες των Αθηνών εγκαθίσταντο αρχικά την 1η
του Γαμηλιώνα και από το έτος
490
π.Χ. την 1η του Εκατομβαιώνα, χωρίς να γίνεται ιδιαίτερος
εορτασμός κατά την πρώτη ημέρα του έτους. Οι αντίστοιχοι Έφοροι στη
Σπάρτη εγκαθίσταντο τον μήνα Πάναμο, που συνέπιπτε με τον
αττικό μήνα Βοηδρομιώνα.
Επειδή όμως το έτος του
Επώνυμου άρχοντα για την Αθήνα ήταν ακαθόριστης και συνήθως
απρόβλεπτης διάρκειας, η διοίκηση της πόλης των Αθηνών, προκειμένου
να προσδιορίζει τις ημερομηνίες των δημόσιων συγκεντρώσεων, των
γιορτών και των άλλων σημαντικών ημερομηνιών, χρησιμοποιούσε για τον
σκοπό αυτόν τον χρόνο θητείας της κάθε Πρυτανείας της Βουλής, δηλαδή
της ανάληψης του προεδρείου της Βουλής από ορισμένη φυλή. Ο χρόνος
αυτός ήταν καθορισμένος μέσα στη διάρκεια του έτους.
Τονίζουμε, όμως, ότι ο απλός
Αθηναίος πολίτης, ο αγρότης και ο κτηνοτρόφος, όπως συνέβαινε και με
όλους τους αρχαίους λαούς, χρησιμοποιούσε εκτός από το επίσημο
πολιτικό έτος και τον εποχιακό τρόπο υπολογισμού του χρόνου, ο
οποίος βασιζόταν στην απευθείας παρατήρηση των φάσεων της Σελήνης
και της ανατολής ή δύσης ορισμένων λαμπρών άστρων, όπως ακριβώς
ανέφερε ο Ησίοδος (8ος π.Χ. αιώνας) στο περίφημο έπος του
«Έργα και Ημέραι».
Στο
Άργος ο χρόνος, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, άρχιζε να μετράται από την
ημέρα της ανακήρυξης της ισόβιας αρχιέρειας της Ήρας (Θουκ. Β’, 2):
«Επί Χρυσίδος, εν Άργει τότε πεντήκοντα δυοίν δέοντα έτη
ιερωμένη». Σύμφωνα πάντα με τον Θουκυδίδη, ως αρχή της
χρονολογικής αρίθμησης των Αργείων εθεωρείτο η γιορτή της Ήρας, τα
Ηραία, που τελούνταν στο Άργος ανά τετραετία στο μέσον του δεύτερου
έτους εκάστης Ολυμπιάδας.
Στην
Ήλιδα μετρούσαν τον χρόνο με τις Ολυμπιάδες, έναν τρόπο χρονολόγησης
που γενικεύτηκε από τους Αλεξανδρινούς συγγραφείς του 3ου
π.Χ. αιώνα, οι οποίοι άρχισαν να αριθμούν τα έτη με αφετηρία όχι την
αρχή των Ολυμπιακών αγώνων —που χάνεται στα βάθη των αιώνων— αλλά
την Ολυμπιάδα του 776 π.Χ., στην οποία αναδείχτηκε νικητής στον
αγώνα δρόμου ο Κόροιβος.
Οι
γνώμες για το ποιος χρησιμοποίησε πρώτος τους Ολυμπιακούς αγώνες για
τη μέτρηση του χρόνου διΐστανται. Η τιμή αυτή αποδίδεται από πολλούς
στον ιστορικό Τίμαιο τον Σικελιώτη (352-256 π.Χ.), και κατά άλλους
στον περίφημο Ερατοσθένη (275-195 π.Χ.).
Ο
Τίμαιος ο Σικελιώτης μεταχειρίστηκε τις Ολυμπιάδες ως χρονολογικό
σύστημα κατά την 128η Ολυμπιάδα έτος 4ο, που
αντιστοιχεί στο 264 π.Χ.
Τακτική χρήση των Ολυμπιάδων
έκαναν επίσης οι ιστορικοί Πολύβιος, Διόδωρος ο Σικελιώτης,
Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς κ.ά.
Στα
δημόσια αρχεία τηρούνταν επίσημοι πίνακες των Ολυμπιονικών.
Παράλληλα στην Αθήνα αναγραφόταν το όνομα του Επώνυμου άρχοντα, στη
Σπάρτη του Επώνυμου Εφόρου, στο Άργος της αρχιέρειας της Ήρας και
στους Δελφούς της Πυθίας για το έτος που είχε γίνει ολυμπιακή
νίκη.
Οι
Ολυμπιακοί αγώνες τελούνταν στο μέσον του καλοκαιριού, μετά από τη
συμπλήρωση μιας πλήρους τετραετίας, και έτσι άρχιζαν περίπου κατά
τον μήνα που αντιστοιχούσε στον αττικό Εκατομβαιώνα
(Ιούλιος/Αύγουστος). Συνεπώς, τα Ολύμπια ήταν αγώνες
πεντετηρικοί, δηλαδή γίνονταν μετά τη συμπλήρωση μιας πλήρους
τετραετίας. Στην αρχαία Ελλάδα πενταετηρίς ή
πεντετηρίς ονομαζόταν περίοδος τεσσάρων πλήρων ετών, μετά την
παρέλευση των οποίων τελούνταν ορισμένες πανελλήνιες γιορτές, όπως
τα Ολύμπια, τα Πααθήναια κ.ά. Σημειώνουμε ακόμη ότι η
πενταετηρίς αποτελούσε το μισό της εννεατηρίδος, αρχαιοτάτης
χρονολογικής μονάδας ίσης με οκτώ πλήρη έτη.
Οι
Ολυμπιακοί αγώνες χρησίμευαν, λοιπόν, για να μετράται ο χρόνος, αφού
τον υπολόγιζαν σε 4ετείς Ολυμπιάδες, που άρχιζαν στο μέσον του
καλοκαιριού. Συγκεκριμένα, τελούνταν κατά τη δεύτερη πανσέληνο που
συνέβαινε μετά το θερινό ηλιοστάσιο εκάστου πέμπτου έτους. Αυτή η
μέθοδος χρονολογικής αρίθμησης διήρκεσε μέχρι τον 4ο μ.Χ.
αιώνα. Η τελευταία Ολυμπιάδα, η 293η από Κοροίβου, ήταν
του έτους 393 μ.Χ., και η ακολουθία αυτή σταμάτησε τότε επί
αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Μεγάλου, ο οποίος κατάργησε οριστικά τους
Ολυμπιακούς αγώνες.
Εκτός
της χρονολογίας κατά Ολυμπιάδες, άλλοι συγγραφείς ως αρχαιότατο
χρονολογικό όριο δέχονταν την άλωση της Τροίας, την οποία
τοποθετούσαν στο 1200 π.Χ. ή στο 1184 π.Χ. Αργότερα επικράτησαν
άλλες χρονολογικές εποχές, όπως η Φιλιππική ή
Αλεξάνδρου ή Εδέσσης, από την έναρξη της βασιλείας του
Φιλίππου Γ’ του Αριδαίου —ο οποίος ανακηρύχτηκε βασιλιάς από τον
στρατό στη Βαβυλώνα μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου— που
αντιστοιχεί στη 12η Νοεμβρίου του 324 π.Χ., ή των
Σελευκιδών από την ανάκτηση της Βαβυλώνας από τον Σέλευκο τον
Νικάτορα (312 π.Χ.), ή η Χαλδαϊκή μεταγενέστερη της
προηγούμενης κατά έξι μήνες, και οι τρεις εποχές του
Αντιόχου.
Οι
Έλληνες της κλασικής περιόδου, όπως αναφέραμε, είχαν καταλόγους των
ετήσιων αρχόντων και όποτε ήθελαν να αναφέρουν τη χρονολογία κατά
την οποία συνέβη ένα γεγονός, ανέφεραν το συγκεκριμένο όνομα του
άρχοντα, στη θητεία του οποίου είχε συμβεί το γεγονός αυτό. Ο
παλαιότερος κατάλογος αρχόντων, τον οποίον γνωρίζουμε σήμερα, είναι
ο λεγόμενος κατάλογος της Σπάρτης με αφετηρία το 757 π.Χ. Οι
κατάλογοι αυτοί πρέπει να ήταν ακριβείς πρώτον γιατί η πολιτεία μέσω
αυτών έκανε τη χρονολόγηση των νόμων, των συνθηκών και των
γεννήσεων, και δεύτερον γιατί η χρήση τους ήταν κοινή από διάφορες
πολιτείες που είχαν εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ τους ή
αποτελούσαν αποικίες της μητρόπολης. Έτσι ο Θουκυδίδης αναφέρει
ακριβή χρονολογία ίδρυσης πολλών αρχαίων αποικιών στη Σικελία, που
αντιστοιχεί στο 734 π.Χ. και μετά (Θουκυδίδης VI, 2-5), όπως και χρονολογία
άλλων παλαιοτέρων γεγονότων (Θουκυδίδης I, 13, 3-4). Ομοίως και ο
Ηρόδοτος καθορίζει τον χρόνο ίδρυσης διαφόρων αποικιών, όπως της
Χαλκηδόνας και του Βυζαντίου (Ηρόδοτος IV, 144), καθώς και της Αλαλίας
στην Κορσική (Ηρόδοτος I, 165).
Πολλές φορές οι ιστορικοί,
μέχρι τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα, αριθμούσαν κατά γενεές,
που κάθε μία υπολογιζόταν ίση με το ένα τρίτο του αιώνα. Από τη
στιγμή όμως που καθορίστηκαν οι ετήσιες χρονολογίες, εγκαταλείφθηκαν
οι αντίστοιχες γενεαλογικές, που πιθανώς παρέμεναν σε χρήση μόνο για
οικογενειακούς λόγους. Πάντως οι γενεαλογικές χρονολογίες που
υπάρχουν κατά τη χαραυγή του νέου πολιτισμού της αρχαιότητας, μετά
την εισβολή των Δωριέων, αποτελούν το μοναδικό ακριβές στοιχείο για
τη χρονολόγηση των γεγονότων των παλαιοτέρων σκοτεινών
χρόνων.
Τέλος, είναι γνωστό ότι οι
Αθηναίοι για να τιμήσουν τον προστάτη της πόλεως των Αθηνών Ρωμαίο
αυτοκράτορα Αδριανό (117-138 μ.Χ.) καθιέρωσαν για ένα ορισμένο
χρονικό διάστημα νέα χρονολογία, που την αποκαλούσαν
«Αδριάνεια». Αριθμούσαν δηλαδή τα έτη από την εποχή της
πρώτης άφιξης του Αδριανού στην Αθήνα, ενώ συγχρόνως ονόμασαν έναν
από τους μήνες του έτους τους Αδριάνειον.
ΑΝΑΓΩΓΗ
ΟΛΥΜΠΙΑΔΩΝ
Η
ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΔΡΥΣΗΣ των Ολυμπιακών αγώνων ανάγεται στους μυθικούς
χρόνους. Ως ιδρυτής τους αναφέρεται ο Ιδαίος Ηρακλής, ο οποίος
σύμφωνα με τον μύθο είχε παραστεί στη γέννηση του Δία στο Ιδαίον
Άντρον, στη σπηλιά της Ίδης στην Κρήτη. Επίσης ο μυθικός Ηρακλής, ο
σπουδαίος ήρωας της αρχαιότητας με τα θαυμαστά κατορθώματά του, όπως
αναφέρει η παράδοση, τέλεσε αγώνες στην Ολυμπία μετά από τον
5ο άθλο του, όταν καθάρισε τους στάβλους του Αυγεία. Οι
κατ’ εξοχήν, όμως, ιδρυτές και οργανωτές των Ολυμπιακών αγώνων στην
αρχή της ιστορικής περιόδου (884 π.Χ.) υπήρξαν ο βασιλιάς της Ηλείας
Ίφιτος, ο νομοθέτης της Σπάρτης Λυκούργος και ο βασιλιάς της Πίσης
στην Ολυμπία Κλεισθένης. Από όλους αυτούς καθιερώθηκε και η ιερή
εκεχειρία, η οποία επέβαλε σε όλους τους Έλληνες όχι μόνον το
απαραβίαστο της Ολυμπίας, αλλά και τη γενική ανακωχή, την πλήρη
δηλαδή διακοπή των εχθροπραξιών κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών
αγώνων. Έτσι, λοιπόν, οι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν μια καθαρά εθνική
γιορτή που έδειχνε το «όμαιμον» και το «ομόφυλον» των
Ελλήνων. Αρχικά οι αγώνες διαρκούσαν μόνο μία ημέρα και
περιορίζονταν στον αγώνα δρόμου. Αργότερα προστέθηκαν και άλλα
αγωνίσματα και έτσι διαρκούσαν τρεις, και τέλος πέντε ημέρες. Ο
Τίμαιος ο Σικελιώτης και οι Αλεξανδρινοί συγγραφείς του
3ου π.Χ. αιώνα έλαβαν ως αρχή της πανελλήνιας αυτής
χρονολογίας την πρώτη Ολυμπιάδα κατά την οποία άρχισαν να στήνουν
ανδριάντες στους νικητές. Ο πρώτος αθλητής στον οποίον έγινε αυτή η
τιμή ήταν ο Κόροιβος, νικητής στον αγώνα δρόμου το 776
π.Χ.
Η
Ολυμπιάδα ετελείτο κάθε 4 έτη αριθμούμενα στη σειρά με αφετηρία το
776 π.Χ. Έτσι έχουμε 194 Ολυμπιάδες για τα προ Χριστού έτη και 99
Ολυμπιάδες, για τη μετά Χριστόν εποχή. Τα ενδιάμεσα έτη αριθμούνταν
ως πρώτον, δεύτερον, τρίτον, τέταρτον της κάθε
Ολυμπιάδας.
Για
να βρίσκουμε λοιπόν τη σχετική αντιστοιχία των χρονολογιών, το
«έτος 1» της χριστιανικής εποχής, δηλαδή το πρώτο έτος μ.Χ.,
αντιστοιχεί προς το πρώτο έτος της 195ης
Ολυμπιάδας.
Επομένως η αναγωγή των
Ολυμπιάδων σε έτη γίνεται πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό τους με το 4,
και εάν οι Ολυμπιάδες έχουν αριθμό μικρότερο του 194, πρέπει να
αφαιρούμε το γινόμενο από το 776. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να
προσθέτουμε και τα έτη (από την τετραετία) που υπερβαίνουν την
τελευταία πλήρη Ολυμπιάδα.
Δηλαδή, Ολυμπιάδα
55η, έτος β’ αντιστοιχεί στο: 776-[(54Χ4)+21 = 558 π.Χ.
Ομοίως, το πρώτο έτος της 100ης Ολυμπιάδας αντιστοιχεί
στο: 776-[(99Χ4)+1] = 379 π.Χ.
Η
αναγωγή των προ Χριστού ετών σε Ολυμπιάδες γίνεται αντίστροφα.
Δηλαδή αφαιρούμε από το 776 το έτος προ Χριστού και διαιρούμε τη
διαφορά δια 4. Έτσι για το 558 π.Χ. έχουμε:
Αναγωγή = [(776-558) : 4] =
54,5 που σημαίνει 54η Ολυμπιάδα +2 έτη (=0,5Χ4) =
2ο έτος της 55ης Ολυμπιάδας.
Ομοίως για το 379 π.Χ.
έχουμε:
Αναγωγή = [(776-379) : 4] =
99,25 που σημαίνει 99η Ολυμπιάδα +1 έτος (=0,25Χ4) =
1ο έτος της 100ης Ολυμπιάδας.
Για
τα μετά Χριστόν έτη εργαζόμαστε διαφορετικά.
Έστω
ακόμη ότι θέλουμε να βρούμε το πρώτο έτος της 293ης
Ολυμπιάδας, κατά το οποίο καταργήθηκαν οι Ολυμπιακοί αγώνες.
Εργαζόμαστε ως εξής: πολλαπλασιάζουμε επί 4 τον αριθμό 292, που
αντιπροσωπεύει τον αριθμό της προηγούμενης Ολυμπιάδας. Στο γινόμενο
προσθέτουμε τον αριθμό ένα, που είναι το πρώτο έτος της
293ης Ολυμπιάδας. Από το άθροισμα αφαιρούμε το 776 και η
διαφορά που βρίσκουμε μας δίνει το αντίστοιχο μ.Χ. έτος. Δηλαδή:
292Χ4=1168, 1168+1=1169, 1169-776=393 μ.Χ.
Ακόμη, οι Έλληνες, όπως ήδη
αναφέραμε, χρονολογούσαν «από Αλεξάνδρου» 323 π.Χ. ή «από
Σελεύκου Α’» 312 π.Χ., ο οποίος κατά τους ελληνιστικούς χρόνους ήταν
ο ηγεμόνας της Βαβυλώνας.
Συνεπώς, το έτος 1 του αιώνα
μας, που γράφεται (1900+t), αντιστοιχεί στο
(2223+t) από
Αλεξάνδρου και στο (2212+t) από Σελεύκου Α’.
Δηλαδή το 1995 μ.Χ.,
(t=95),
αντιστοιχεί στο έτος 2318 «από Αλεξάνδρου» και στο έτος 2307
«από Σελεύκου Α’».
ΠΑΡΙΟΝ ΧΡΟΝΙΚΟΝ
ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΠΗΓΗ ΓΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥΣ
ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΛΟΓΟΥΣ θεωρείται το Πάριον Χρονικόν ή Πάριον Μάρμαρον
(Marmor Parium), που παρέχει χρονολογικούς
πίνακες και εξιστορεί τα κυριότερα γεγονότα της ιστορίας των Αθηνών.
Το Πάριον Χρονικόν είναι λαϊκή χρονογραφία, που διασώθηκε μέχρι
σήμερα υπό μορφήν μεγάλης επιγραφής σκαλισμένης πάνω σε μάρμαρο.
Αυτή η αρχαία ελληνική επιγραφή συντάχθηκε από άγνωστο συγγραφέα
στην αττική διάλεκτο την εποχή του άρχοντα των Αθηνών Διογνήτου
(264-263 π.Χ.). Το Χρονικόν προοριζόταν για τη νήσο Πάρο, στην οποία
η ενεπίγραφη μαρμάρινη πλάκα είχε στηθεί δημόσια το 264/263 π.Χ. Μία
στήλη από το Πάριον Χρονικόν (Β’ τμήμα), αποτελούμενη από 33
στίχους, βρέθηκε θαμμένη στον Πύργο της Παροικιάς στην Πάρο. Το ίδιο
έτος, το 1897, οι 33 στίχοι της σχολιάστηκαν και δημοσιεύτηκαν από
τους Μ.Κ. Κρίσπι και Α. Βίλχελμ. Σήμερα, η στήλη αυτή φυλάσσεται στο
Αρχαιολογικό Μουσείο της Πάρου. Το μεγαλύτερο, όμως, τμήμα του
Πάριου Χρονικού (Α’ τμήμα) —όπως αναφέρει η παράδοση— βρέθηκε από
τον Samson το 1627 στην Πάρο και στη
συνέχεια πουλήθηκε στη Σμύρνη από κάποιον αρχαιοπώλη στον
De
Peirese. Αργότερα
πέρασε στην κατοχή του λόρδου Αρούντελ, γι’ αυτό φέρει και την
ονομασία «Αρουντέλιο μάρμαρο». Μετά το απέκτησε ο
E.
Howard, που με τη σειρά του το
δώρησε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (Οξωνίας), γι’ αυτό στην
ελληνική βιβλιογραφία, σπάνια όμως, αναφέρεται και ως «Οξώνιο
μάρμαρο». Η δημοσίευση των 60 στίχων του Α’ τμήματος του Πάριου
Χρονικού είχε γίνει το 1628 από τον Ι. Σέλντεν. Στους 93 συνολικά
διασωθέντες στίχους των δύο στηλών παρέχονται χρονολογικοί Πίνακες
με τα κυριότερα γεγονότα της Αθήνας από την περίοδο του Κέκροπα
(1582 π.Χ.) μέχρι το 264 π.Χ. Μνημονεύονται οι βασιλείς και οι
άρχοντες της Αττικής. Παρέχονται χρονολογίες πολιτικών γεγονότων
—κυρίως της αθηναϊκής ιστορίας— και αναφέρονται διάφορες γιορτές,
νίκες σε ποιητικούς αγώνες των αξιολογότερων λογοτεχνών και πλήθος
άλλων γεγονότων. Η χρονολόγηση γίνεται με βάση τη χρονική απόσταση
μεταξύ του χρονολογουμένου γεγονότος και του αντίστοιχου έτους 264
π.Χ., που θεωρείται ως έτος συγγραφής του Χρονικού.
Η
πλήρης δημοσίευση του Πάριου Χρονικού με σαφή σχόλια έγινε από τον
Felix
Jacoby το 1904,
καθώς και το 1927. Το Πάριον Χρονικόν, αν και παρουσιάζει κενά και
παραδοξολογίες, εν τούτοις θεωρείται ως ένα από τα σπουδαιότερα
μνημεία της αρχαίας ελληνικής ιστορίας. Για παράδειγμα, ενώ αναφέρει
με λεπτομέρειες τις μεγάλες αθηναϊκές και τις άλλες γιορτές, όπως τα
Παναθήναια, τα Ελευσίνια, τα Ίσθμια, τα Νέμεα, τα Πύθια κ.ά., δεν
αναφέρει καθόλου τα Ολύμπια. Επίσης αναφέρει την πληρωμή του φόρου
της Αθήνας στον Μίνωα, τον συνοικισμό του Θησέα, τον Τρωικό πόλεμο
και άλλα μυθικά γεγονότα, παραδόξως, όμως, δεν αναφέρει την
Αργοναυτική Εκστρατεία. Ο άγνωστος χρονικογράφος δεν αναφέρει
καθόλου τον Σόλωνα και τον Κλεισθένη, ενώ αναφέρει τους
Πεισιστρατίδες.
Εν
κατακλείδι, το Πάριον Χρονικόν, σπουδαίο στην απλότητά του, δεν
αποτελεί περίληψη ή επιλογή αποσπασμάτων από ένα μεγάλο έργο, αλλά
είναι προϊόν υποκειμενικής και ελεύθερης συγκέντρωσης διαφόρων
στοιχείων από ποικίλες γραπτές πηγές προσιτές στον άγνωστο συγγραφέα
του.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΑΡΙΘΜΗΣΗ
ΤΟ
ΣΗΜΕΙΟ ΑΥΤΟ ΘΑ ΑΝΑΦΕΡΟΥΜΕ κάποια στοιχεία για την αρχαία ελληνική
αρίθμηση, την οποία συναντάμε σε πολλές αρχαίες επιγραφές. Αυτή
χρησιμοποιείται σήμερα, όπως και η αντίστοιχη λατινική, για την
αρίθμηση των πρώτων σελίδων βιβλίων, συνήθως των προλόγων, της
εισαγωγής ή των περιεχομένων τους, για την αρίθμηση των τάξεων του
Δημοτικού σχολείου και σε πλήθος άλλων περιπτώσεων.
Το
κυριότερο από τα συστήματα γραφής των αριθμών που χρησιμοποίησαν οι
αρχαίοι Έλληνες βασιζόταν στην απευθείας χρήση των μικρών συνήθως
γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου. Τα μικρά γράμματα του αλφαβήτου
που χρησιμοποιούνταν για την παράσταση των αριθμών τονίζονταν, για
να διακρίνονται από τα αντίστοιχα γράμματα των λέξεων.
Έτσι,
οι μονάδες, δηλαδή οι αριθμοί 1,2,3,4,5,6,7,8 και 9 παριστάνονταν με
τα γράμματα α’,β’,γ’,δ’,ε’,στ’ ή ς’,ζ’,η’ και θ’. Οι δεκάδες, δηλαδή
οι αριθμοί 10,20,30,40,50,60,70,80 και 90, παριστάνονταν με τα
γράμματα ι’,κ’,λ’,μ’,ν’,ξ’,ο’,π’ και κόππα.
Εννοείται ότι οι ενδιάμεσοι
αριθμοί, όπως οι 11,12,13 κλπ., είχαν τα σύμβολα
ια’,ιβ’,ιγ’ κλπ. Οι 21,22,23
κλπ. είχαν τα σύμβολα κα’,κβ’,κγ’ κ.ο.κ.
Οι
εκατοντάδες 100,200,300,400,500,600,700,800 και 900 παριστάνονταν με
τα γράμματα ρ’,σ’,τ’,υ’,φ’,χ’,ψ’,ω’ και σαμπί.
Παρατηρούμε ότι
χρησιμοποιούνταν, ανά εννέα, όλα τα γράμματα του αλφαβήτου
ενισχυμένου με τα πρόσθετα σύμβολα, όπως το ς’ (στίγμα) για το 6, το
κόππα για το 90 και το σαμπί για το 900.
Για
την παράσταση των χιλιάδων χρησιμοποιούνταν τα γράμματα των μονάδων
τονιζόμενα αντιστρόφως· ο τόνος δηλαδή ετοποθετείτο κάτω και
αριστερά του γράμματος. Συνεπώς, τα 1.000,2.000,3.000 κλπ. γράφονταν
α,β,γ, κ.ο.κ.
Έτσι,
με συνδυασμούς των συμβόλων μπορεί να παρασταθεί ο οποιοσδήποτε
ακέραιος αριθμός. Για παράδειγμα ο αριθμός 1821 γράφεται αω’κα’, ο
1855 γράφεται αω’νε’ και ο 1995 παρίσταται α σαμπί κόππα
ε’.
Συνήθως, εχρησιμοποιούντο τα
μικρά γράμματα α,β,γ,... της ελληνικής αλφαβήτου· μπορούν όμως να
χρησιμοποιηθούν και τα αντίστοιχα κεφαλαία κατά τον ίδιον ακριβώς
τρόπο.
ΟΙ ΥΠΟΔΙΑΙΡΕΣΕΙΣ ΤΟΥ
ΜΗΝΑ
Η
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟΥ όλων των ελληνικών πόλεων για τον
καθορισμό τόσο των θρησκευτικών γιορτών, όσο και των κοινωνικών
ασχολιών τους ήταν η Σελήνη, οι φάσεις της οποίας ήταν ευδιάκριτες
και σταθερές. Το πολιτικό, λοιπόν, έτος των ελληνικών πόλεων ήταν
σεληνιακό αποτελούμενο από δώδεκα σεληνιακούς συνοδικούς μήνες, οι
οποίοι όμως δεν αντιστοιχούσαν με το ηλιακό-τροπικό έτος και γι’
αυτό ήταν αδύνατη η θεμελίωση του χρονολογίου επί σταθερής βάσεως.
Για να αντισταθμιστεί αυτή η διαφορά μεταξύ σεληνιακού και ηλιακού
έτους, οι Έλληνες σοφοί-αστρονόμοι δημιούργησαν αρχικά την
τριετηρίδα που περιλάμβανε δύο έτη, εκ των οποίων το ένα είχε
δώδεκα μήνες και το άλλο δεκατρείς. Επειδή όμως πάλι δεν υπήρχε η
κατάλληλη αντιστοιχία των δύο χρονικών περιόδων, σι αστρονόμοι
καθόρισαν τον πενταετηρικόν κύκλο των τεσσάρων πλήρων ετών.
Τελικά καθιερώθηκε η εννεατηρίς, κύκλος οκτώ πλήρων ετών και
άλλοι κύκλοι, που θα τους δούμε στη συνέχεια της μελέτης
μας.
Η
διαίρεση του έτους σε μήνες ήταν ήδη καθιερωμένη την εποχή του
Ομήρου, ο οποίος όμως δεν αναφέρει εμβόλιμο μήνα, παρά μόνον τις
διαιρέσεις του μηνός κατά τις φάσεις της Σελήνης και τις αντίστοιχες
ονομασίες των ημερών.
Κάθε
μήνας στην αρχαία Ελλάδα διαιρείτο σε τρεις δεκάδες, από τις οποίες
η τρίτη για τους έξι κοίλους μήνες είχε 9 ημέρες.
Οι
αρχαίοι Αθηναίοι, λοιπόν, διαιρούσαν τον μήνα σε τρία δεκαήμερα, από
τα οποία το πρώτο ονομαζόταν «δεκάς ισταμένου ή
αρχομένου» μηνός, το δεύτερο «μεσούντος» μηνός και το
τρίτο «φθίνοντος εξιόντως ή λήγοντος» μηνός
(Ομήρου Οδύσσεια Ξ’, 160 κ.α.)· όροι που διατηρήθηκαν σε χρήση στην
υπηρεσιακή αλληλογραφία σχεδόν μέχρι τις αρχές του
20ου αιώνα στην αρχαϊζουσα καθαρεύουσα.
Η
πρώτη ημέρα του μήνα, το βράδυ της οποίας ανέτελλε η νέα Σελήνη,
λεγόταν νουμηνία από το νεο-μηνία (νέα Σελήνη), δηλαδή
πρωτομηνιά, και ήταν ιερή ημέρα αφιερωμένη στον Απόλλωνα.
Κατά
την πρώτη εκάστου μηνός, δηλαδή κάθε νουμηνία, τελούνταν τα
Ιερά Επιμήνια, ειδική θρησκευτική τελετή με θυσίες, για να
είναι αίσιος ο μήνας.
Η
πανσέληνος συνέβαινε περίπου στα μέσα του μηνός. Συνεπώς, η νουμηνία
ήταν η αρχή του σεληνιακού μήνα ή —όπως αναφέρεται στην αστρονομία—η
περίοδος της νέας Σελήνης. Κατά τη νουμηνία η Σελήνη
βρίσκεται μεταξύ Ήλιου και Γης, οπότε στρέφει προς τη Γη το σκοτεινό
ημισφαίριό της και έτσι είναι αθέατη, δεν φαίνεται δηλαδή από τη
Γη.
Μετά
την πρωτομηνιά, σι άλλες ημέρες μέχρι τη δεκάτη
(2η-10η) είχαν τα ονόματα της σειράς τους, με
την προσθήκη της λέξεως «ισταμένου ή αρχομένου»
μηνός.
Δηλαδή: Δευτέρα, Τρίτη δεκάτη
ισταμένου μηνός.
Οι
ημέρες της δεύτερης δεκάδας, από την 11η μέχρι τη
19η, ονομάζονταν: ενδεκάτη ως ενάτη επί δέκα μεσούντος ή
πρώτη ως ενάτη μεσούντος.
Η
εικοστή ημέρα ονομαζόταν δεκάτη προτέρα ή
εικάς.
Εικαδιστές λέγονταν στην
αρχαιότητα οι Επικούρειοι, επειδή γιόρταζαν την ημέρα της γέννησης
του Εικαδίου Απόλλωνα, που λεγόταν έτσι επειδή κατά την παράδοσή
τους είχε γεννηθεί την «εικάδα», δηλαδή την 20η
του Γαμηλιώνα.
Οι
μετά την 20η τελευταίες ημέρες κάθε αττικού μήνα
ονομάζονταν εικάδες ή επεικάδες και —από κάποια
μαρτυρία— φαίνεται ότι ήταν αποφράδες (δυσοίωνες).
Οι
ημέρες της τρίτης δεκάδας αριθμούνταν πάλι με τη φυσική τους σειρά ή
με την προσθήκη της λέξεως «φθίνοντος» ή «παυομένου» ή
«λήγοντος» ή «απιόντως».
Μ’
αυτό το σύστημα, η εικοστή πρώτη ημέρα λεγόταν δεκάτη υστέρα ή
δεκάτη φθίνοντος, και οι ημέρες από την
22η-29η υπολογίζονταν κατ’ αντίστροφη
αριθμητική τάξη. Δηλαδή, η 22α λεγόταν ενάτη φθίνοντος
στους πλήρεις μήνες ή ογδόη φθίνοντος στους κοίλους μήνες.
Αντίστοιχα η 29η ονομαζόταν δευτέρα φθίνοντος.
Οι
ημέρες, όμως, της τρίτης δεκάδας από την
22α-29η ονομάζονταν και δευτέρα απ’ εικάδος ή
μετ’ εικάδα ως ενάτη επ’ εικάδος.
Η
30η ημέρα ονομαζόταν τριακάς ή ένη και
νέα, δηλαδή παλαιά και νέα Σελήνη (Πλούταρχος, Βίος Σόλωνος,
ΚΕ’).
Κάθε
νέα Σελήνη, μετά τον καθαρισμό των σπιτιών τους, οι νοικοκυρές
άφηναν στις τριόδους, προς τιμήν της Εκάτης, διάφορα τρόφιμα
(μελόπιτες, αυγά, ψάρια κ.ά). Αυτά ονομάζονταν Εκάτης
δείπνο ή Εκαταία ή Εκάταια ή Εκατήσια,
θεωρούνταν ακάθαρτα και τα έτρωγαν οι ζητιάνοι.
Πολλές φορές η πανσέληνος,
δηλαδή το μέσον του σεληνιακού μήνα, λεγόταν διχοτόμησις ή
διχόμηνις (Πινδ. Ολ. Δ’, 34).
Όλες
οι ημέρες ήταν αφιερωμένες σε μία ή περισσότερες θεότητες. Η
πρωτομηνιά (νέα Σελήνη =νουμηνία) ήταν αφιερωμένη στον Απόλλωνα,
στην Εκάτη και στον Ερμή. Η 4η ημέρα ήταν αφιερωμένη στον
Ερμή και κατ’ αυτήν πανηγυρίζονταν τα Ερμαία, κατά τα οποία
οι πιστοί θυσίαζαν στον Ερμή αρνιά, κατσίκες και χοίρους και του
πρόσφεραν τις γλώσσες τους μαζί με πλακούντες από μέλι, ξερά σύκα
και λιβάνι.
Η
έκτη ημέρα κάθε μήνα ήταν αφιερωμένη στην Αρτέμιδα, στην οποία
ιδιαίτερα είχε αφιερωθεί και η νύχτα της εαρινής
ισημερίας.
Την
εβδόμη ημέρα κάθε σεληνιακού μήνα γιορταζόταν η Εβδόμη,
αρχαία γιορτή προς τιμήν του Απόλλωνα, επειδή κατά την παράδοση ο
Απόλλωνας είχε γεννηθεί την εβδόμη ημέρα μετά τη νέα Σελήνη.
Άλλωστε, γι’ αυτόν τον λόγο ο θεός ονομαζόταν Εβδόμειος,
Εβδομαγέτης (Αισχ. Επτ. Θηβ. 800) και Εβδομαγενής
(Πλουτ. Ηθικ. 717 Ε).
Η
Τελευταία ημέρα (ένη) ήταν αφιερωμένη στην Εκάτη, ενώ η
3η,13η και 20η (εικάς) στην Αθηνά.
Οι τρεις τελευταίες ημέρες του μήνα θεωρούνταν ημέρες αποφράδες
(κακότυχες) και ήταν αφιερωμένες στους νεκρούς και στις χθόνιες
θεότητες.
Επίσης, οι ημέρες κατά τις
οποίες αργούσαν στην αρχαία Αθήνα η Βουλή και τα δικαστήρια
ονομάζονταν «άφετοι ημέραι» (Πολυδ. Δ’, 56, 3), δηλαδή
αποφράδες ημέρες και δημοτελείς γιορτές (Ξενοφ. Αθην. Πολιτ. Γ’, 2).
Η Τελευταία αυτή περίπτωση, όπως γνωρίζουμε, δεν καλυπτόταν από τον
νόμο, αλλά ειδικά η απόφαση για την αργία ήταν έργο της Βουλής, όπως
φαίνεται από ένα ψήφισμα του 323 π.Χ. που αναφέρεται από τον Αθήναιο
(Δ’, 171e),
για μία αργία της Βουλής κατά τη γιορτή των Απατουρίων τον
μήνα Πυανεψιώνα.
Το
ημερονύκτιο, το νυχθήμερον για τους αρχαίους Αθηναίους, άρχιζε από
τη δύση του Ήλιου, ενώ την εποχή του Ομήρου άρχιζε με την αυγή (ηώς)
(Ιλιάς, Φ’, 80-82).
Από
τον Όμηρο και μέχρι τους Αλεξανδρινούς συγγραφείς, η μέρα δεν
διαιρούνταν σε ώρες, αλλά οριζόταν ο χρόνος κατά την πρόοδο του
λυκαυγούς (χαραυγή = το ημίφως πριν την αυγή) και της πορείας του
Ήλιου. Διακρινόταν στα μέρη: «ηώς, πρωί πρώ της ημέρας».
Έπειτα: «μέσον ήμαρ» ή «μεσημβρία» και τελικά
«δείλη», που διαιρείτο σε «δείλην πρωίαν» και
«δείλην οψίαν» ή «δείελον ήμαρ» (Οδυσ. Ι’, 54 και
Ιλιάς Φ’, 111: «έσσεται ή ηώς ή δείλη ή μέσον ήμαρ»). Αλλά
και η νύχτα διαιρούνταν σε τρία μέρη: «τον έσπερον, τον νυκτός
αμολγόν (μεσάνυχτα) και την αμφιλύκην νύκταν
(ξημερώματα)» ( Ιλιάς Η’, 433 και Ιλιάς Κ’, 252).
Στους
χρόνους μετά τον Μέγα Αλέξανδρον οι Έλληνες μετρούσαν το ημερονύκτιο
με αρχή την ανατολή του Ήλιου, όπως οι Βαβυλώνιοι.
Με
την ανακάλυψη, όμως, του γνώμονα και την τελειοποίηση των ηλιακών
ρολογιών (500 π.Χ.), η μέρα διαιρέθηκε σε 12 ώρες, των οποίων η
διάρκεια διέφερε κατά τις διάφορες κλιματολογικές εποχές του
έτους.
Το
ημερονύκτιο, λοιπόν, το διαιρούσαν οι αρχαίοι Έλληνες σε δύο
δωδεκάωρα, έτσι ώστε το μεσημέρι να ταυτίζεται με την 6η
ώρα της μέρας, ενώ τα μεσάνυχτα να συμπίπτουν με την 6η
ώρα της νύχτας, αφού με την ανακάλυψη της κλεψύδρας και η νύχτα
διαιρέθηκε σε 12 άνισες ώρες.
Γενικά το ημερονύκτιο το
διαιρούσαν σε έξι μέρη: πρωί, μεσημβρία, δείλη (για τη μέρα),
εσπέρα, μέση νύξ και έως (για τη
νύχτα).
Η
διάρκεια των ωρών εποίκιλλε ανάλογα με τις κλιματολογικές εποχές του
έτους, επειδή εξαρτιόταν από τη διάρκεια της μέρας ή της νύχτας στην
αντίστοιχη κλιματολογική εποχή. Έτσι, η διάρκεια της ώρας κυμαινόταν
από 45 μέχρι 75 σημερινά πρώτα λεπτά, ανάλογα με την κλιματολογική
εποχή του έτους.
Στο
αττικό ημερολόγιο ως η αρχή του έτους εθεωρείτο αρχικά η φθινοπωρινή
ισημερία κατά τον μήνα Βοηδρομιώνα. Κατόπιν, η αρχή του μετατέθηκε
στο θερινό ηλιοστάσιο ή ακριβέστερα στην πρώτη νουμηνία μετά από
αυτό· δηλαδή στον αττικό μήνα Εκατομβαιώνα.
Είναι
επίσης πολύ πιθανόν πρώτος ο Σόλωνας (594 π.Χ.) να εισήγαγε τους
κοίλους μήνες των 29 ημερών και τους πλήρεις μήνες των 30 ημερών. Η
διάρκεια, λοιπόν, του έτους ήταν ίση με 354 ημέρες. Για την
εναρμόνισή του με την κίνηση του Ήλιου και με το τροπικό έτος,
προστίθετο μετά τον μήνα Ποσειδεώνα ο 13ος εμβόλιμος
μήνας, που ονομαζόταν Ποσειδεών δεύτερος με διάρκεια 30
ημερών.
Αυτό
γινόταν σε περιόδους 8 πλήρων ετών, τις λεγόμενες
οκταετηρίδες ή εννεατηρίδες, ανακάλυψη του Τενέδιου
αστρονόμου Κλεοστράτους. Στην οκταετηρίδα ο Ποσειδεών
δεύτερος, έμπαινε στο 3ο, στο 5ο και στο
8ο έτος της, που μ’ αυτόν τον τρόπο περιείχαν 13
μήνες.
Έτσι,
από το πρωτογενές σεληνιακό ημερολόγιο οι Αθηναίοι πέρασαν στο
λεγόμενο σεληνοηλιακό με τους εμβόλιμους μήνες, οι οποίοι
εναρμόνιζαν το έτος τους με το ηλιακό-τροπικό έτος.
Γενικά, για όλες τις ελληνικές
πόλεις το σεληνιακό έτος των 12 μηνών, με τις 354 περίπου ημέρες,
έπρεπε να εναρμονίζεται με το αντίστοιχο ηλιακό-τροπικό έτος,
γεγονός που επραγματοποιείτο μόνο με την εισαγωγή, ανά διετία, ενός
εμβόλιμου μήνα.
Το
μακεδονικό ημερολόγιο, χρησιμοποιούσε, ήδη από τον 3ο
π.Χ. αιώνα, το σύστημα παρεμβολής 13ου εμβόλιμου μήνα ανά
διετία, παρ’ όλο που οι 25 σεληνιακοί μήνες —για δύο διαδοχικά έτη—
αριθμούσαν 737 ημέρες περίπου, ενώ τα αντίστοιχα δύο ηλιακά έτη
διαρκούσαν σχεδόν 730 ημέρες.
Τελικά, όπως φανερώνουν τα
αρχαιολογικά ευρήματα, από το δεύτερο ήμισυ του 5ου π.Χ.
αιώνα, τα ημερολόγια των ελληνικών πόλεων είχαν αρχίσει να
αποδεσμεύονται από τον χρονικό κύκλο των σεληνιακών
φάσεων.
Γεγονός πάντως παραμένει ότι
κάθε ελληνική πόλη πραγματοποιούσε η ίδια την παρεμβολή των
εμβολίμων μηνών, κατά το δικό της σκεπτικό. Παράλληλα, πρόσθετε ή
αφαιρούσε ημέρες από το ημερολόγιό της, για να το προσαρμόσει στην
ετήσια πορεία του Ήλιου, ενώ ταυτόχρονα οι θρησκευτικοί ή οι
πολιτικοί άρχοντες μετακινούσαν ή ανέβαλλαν ορισμένες γιορτές, ώστε
να μην αλλάζει η παραδοσιακή ιερή ημερομηνία πραγματοποίησής τους. Η
ημερολογιακή νέα Σελήνη, πολλές φορές, διέφερε κατά αρκετές ημέρες
από την πραγματική νέα Σελήνη, γι’ αυτό και κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα
τα έγγραφα που προέρχονταν από την Αθήνα παρέθεταν τόσο την
ημερολογιακή, όσο και την αστρονομική ημερομηνία, που προσδιοριζόταν
με βάση τον κύκλο των σεληνιακών φάσεων.
Έτσι,
οι σεληνιακοί μήνες, αν και έπρεπε να είναι οι ίδιοι για όλες τις
ελληνικές πόλεις, εντούτοις πολλές φορές απόκλιναν σημαντικά από
πόλη σε πόλη.
Οι
σπουδαίοι Έλληνες αστρονόμοι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, υπολόγισαν
σεληνοηλιακούς κύκλους, αλλά συχνά δεν εισακούγονταν από τους
πολιτικούς αρχηγούς, οι οποίοι επέβαλαν τη γνώμη τους σύμφωνα με τα
πολιτικά, κοινωνικά και άλλα κριτήριά τους για τη σύνταξη και τη
ρύθμιση των ημερολογίων.
Οι
αστρονόμοι της εποχής γνώριζαν, όπως φαίνεται, με θαυμαστή ακρίβεια
τη διάρκεια του ηλιακού τροπικού έτους. Στα μαθηματικά της εποχής,
όμως, δεν υπήρχε συμβολισμός για τους αντίστοιχους δεκαδικούς
αριθμούς και έτσι δεν μπορούσε να εκφραστεί το μικρό ετήσιο σφάλμα
του ημερολογίου. Για να υπερπηδηθεί αυτό το ουσιαστικό πρόβλημα, οι
Έλληνες σοφοί-αστρονόμοι χρησιμοποίησαν ένα απλό μαθηματικό
τέχνασμα. Σκέφτηκαν ότι το σφάλμα που συσσωρεύεται μετά από ένα
αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, εάν αθροιστεί, τότε γίνεται
μετρήσιμη ποσότητα που μπορεί πια να καταγραφεί και να
χρησιμοποιηθεί κατάλληλα για τη διόρθωση των αντίστοιχων
υπολογισμών.
Έτσι,
από τον 6ο π.Χ. αιώνα και μετέπειτα, εφευρέθηκε από τους
Έλληνες αστρονόμους ένας αριθμός χρονικών περιόδων για να εξισώνεται
ο σεληνιακός με τον ηλιακό κύκλο, μέσω σταθερών πια κανόνων, αντί
για τις μέχρι τότε χρησιμοποιούμενες αυθαίρετες παρεμβολές. Μεταξύ
αυτών ήταν ο χρονικός κύκλος του Κλεοστράτους, του Μέτωνος, του
Καλλίππου και του Ιππάρχου, που εχρησιμοποιούντο από τους
αστρονόμους για να ορίζουν τις ημερομηνίες των παρατηρήσεών τους. Οι
κύκλοι αυτοί εχρησιμοποιούντο για μια περίοδο αρκετών αιώνων,
προκειμένου να υπολογίζονται οι ημερομηνίες της νέας Σελήνης για
θρησκευτικούς σκοπούς κυρίως.
Ειδικά ο κύκλος του Μέτωνος
χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα στο εβραϊκό ημερολόγιο, αλλά και από
την Ορθόδοξη Εκκλησία, για τον υπολογισμό του Ορθόδοξου χριστιανικού
Πάσχα.
Η ΟΚΤΑΕΤΗΡΙΔΑ ΤΟΥ
ΚΛΕΟΣΤΡΑΤΟΥΣ
ΣΤΟΝ
ΚΥΚΛΟ ΤΩΝ ΟΚΤΩ ΠΛΗΡΩΝ ΕΤΩΝ (εννεατηρίδα), που ονομαζόταν Μέγας
Ενιαυτός και περιείχε 5 άρτια και 3 εμβόλιμα έτη, προστίθεντο
τρεις εμβόλιμοι μήνες στο 3ο, 5ο και
8ο έτος του, από 30 ημέρες ο καθένας.
Δηλαδή, η οκταετηρίδα
περιείχε: (12Χ8)+3 = 99 σεληνιακούς συνοδικούς μήνες, από τους
οποίους οι 51 είχαν 30 ημέρες (πλήρεις μήνες) και οι υπόλοιποι 48
είχαν 29 ημέρες (κοίλοι μήνες). Συνεπώς, το κοινό έτος είχε 354
ημέρες, ενώ το εμβόλιμο 384 ημέρες. Το σύνολο των ημερών της
οκταετηρίδας ήταν, λοιπόν, ίσο με: 30Χ51+29Χ48 = 2.922 ημέρες. Άρα η
κατά μέσον όρο διάρκεια του ηλιακού έτους ήταν: 2.922:8 = 365 ‚25
ημέρες.
Η
μεταρρύθμιση αυτή αποδιδόταν στον Τενέδιο αστρονόμο Κλεόστρατο (540
π.Χ.), αλλά πιθανώς να ήταν λίγο αρχαιότερη, να ανάγεται δηλαδή
στους χρόνους του Σόλωνα (594 π.Χ.).
Από
τη διχοτόμιση της οκταετηρίδας προέκυψε η πενταετηρίς και η
τριετηρίς, τις οποίες συναντάμε στα ελληνικά
ημερολόγια.
Αργότερα, ο σπουδαίος Έλληνας
μαθηματικός και αστρονόμος Εύδοξος ο Κνίδιος (408-355 π.Χ.) διόρθωσε
την οκταετηρίδα του Κλεοστράτους και θεμελίωσε την επιστήμη της
αστρονομίας ιδρύοντας πολλά αστεροσκοπεία.
Η
διόρθωση αυτή σχετιζόταν με το γεγονός ότι στην πραγματικότητα οι 99
συνοδικοί σεληνιακοί μήνες ισούντο με: 99Χ29,530589 = 2.923,5283
ημέρες, και έτσι το σφάλμα της οκταετηρίδας ήταν περίπου 1,5
ημέρες.
Επομένως, η διόρθωση της
οκταετηρίδας ήταν απαραίτητη για να συνταυτιστούν οι χρονικές
σχέσεις ανάμεσα στον Ήλιο και τη Σελήνη.
Η
πρώτη σκέψη ήταν να χρησιμοποιηθεί διπλάσιος χρονικός κύκλος. Με τον
διπλασιασμό της οκταετηρίδας προέκυψε η 16ετηρίδα η οποία περιείχε
2χ2.922 = 5.844 ημέρες. Σ’ αυτές, ο Εύδοξος και άλλοι αστρονόμοι
πρόσθεσαν τρεις επιπλέον ημέρες με ένα τελικό σύνολο 5.847 ημερών,
που έτσι αντιστοιχούσαν σε 2Χ99 = 198 συνοδικούς σεληνιακούς μήνες
των 5.847,0566 ημερών. Με τη διευθέτηση αυτή εναρμονιζόταν πλήρως ο
σεληνιακός κύκλος. Δυστυχώς, όμως, αυτό έγινε σε βάρος του ηλιακού
κύκλου, αφού στην πραγματικότητα αυτός περιείχε: 16χ365,24219879 =
5.843,87518064 ημέρες.
Συναισθανόμενοι, ή πιθανώς
γνωρίζοντας, οι Έλληνες αστρονόμοι αυτή τη διαφορά, προσπάθησαν να
εναρμονίσουν τον ηλιακό κύκλο με τον σεληνιακό δεκαπλασιάζοντας την
16ετηρίδα. Σκέφτηκαν, λοιπόν, από την 160ετηρίδα, η οποία περιείχε
58.470 ημέρες, να αφαιρούν στο τέλος της 30 ημέρες, ώστε αυτή να
περιέχει:
58.470-30 = 58.440 ημέρες,
έτσι ώστε το ηλιακό έτος να έχει διάρκεια: 58.440:160 = 365,25
ημέρες. Αντίστοιχα, από τους 1.980 συνοδικούς σεληνιακούς μήνες
αφαιρούσαν πάλι 30 ημέρες, δηλαδή έναν μήνα, ώστε η 160ετηρίδα να
περιέχει 1.979 συνοδικούς σεληνιακούς μήνες.
Προσπαθώντας οι αρχαίοι
Έλληνες αστρονόμοι, με τους πολύπλοκους αυτούς υπολογισμούς, να
συνταιριάξουν το αστρονομικά σχεδόν αδύνατο, οδηγούντο, σύμφωνα με
τη σημερινή βέβαια αντίληψη, σε μία πλήρη ημερολογιακή σύγχυση. Και
με την 160ετηρίδα, η ανακρίβεια των χρονικών σχέσεων του Ηλίου και
της Σελήνης διετηρείτο.
Για
να ακριβολογούμε, σύμφωνα με τις σημερινές γνώσεις μας, ο κύκλος των
58.440 ημερών υπερείχε του πραγματικού ηλιακού, που ισούται με
160Χ365‚24219879 =58.438,7518064, κατά 1,2481936 ημέρες.
Ομοίως, ο κύκλος των 58.440
ημερών υπολειπόταν κατά 1,036 ημέρες από τον αντίστοιχο χρονικό
κύκλο των 1.979 συνοδικών σεληνιακών μηνών, που στην πραγματικότητα
ισούνται με 1.979Χ29,530589 = 58.441,036 ημέρες.
Όπως
είδαμε, λοιπόν, ενώ η κατά μέσον όρο διάρκεια του πολιτικού έτους
ρυθμιζόταν εξαρχής σχεδόν τέλεια με το ηλιακό έτος, οι Έλληνες
αστρονόμοι με πολύπλοκους υπολογισμούς προσπαθούσαν να συνταιριάξουν
μ’ αυτό τον κύκλο των σεληνιακών συνοδικών μηνών, γεγονός που εκ των
πραγμάτων ήταν εξαιρετικά δύσκολο.
Επίσης, λόγω των ατελειών του
σεληνοηλιακού αττικού ημερολογίου, συνέβαινε από καιρού εις καιρόν η
υπολογιζομένη πανσέληνος με αστρονομικούς υπολογισμούς να συμπίπτει
με την πραγματική νέα Σελήνη, και αντίστροφα.
Έτσι,
η ημερολογιακή νουμηνία (νέα Σελήνη) δεν συνέπιπτε με την
πραγματική.
Την
ταύτιση των δύο αυτών νουμηνιών, της υπολογιζομένης και της
πραγματικής, πέτυχε ο περίφημος 19ετής χρονικός κύκλος, ανακάλυψη
του Μέτωνος του σπουδαίου αστρονόμου, που άκμασε στην Αθήνα κατά
τους χρόνους του Περικλή.
Ο 19ΕΤΗΣ ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ
ΜΕΤΩΝΟΣ
Ο
ΠΕΡΙΦΗΜΟΣ ΓΕΩΜΕΤΡΗΣ, αρχιτέκτων και σπουδαίος αστρονόμος Μέτων, το
432 π.Χ., την εποχή δηλαδή που κυριαρχούσε στην Αθήνα ο Περικλής,
πρότεινε την εφαρμογή μιας νέας χρονικής περιόδου αποτελουμένης από
19 ηλιακά (τροπικά) έτη, κατά την οποία οι φάσεις της Σελήνης
επαναλαμβάνονταν οι αυτές κατά τις ίδιες ακριβώς ημέρες και
ημερομηνίες του έτους.
Ο
19ετής αυτός κύκλος των χρονικών σχέσεων ανάμεσα στον Ήλιο και τη
Σελήνη ονομάστηκε Κύκλος του Μέτωνος ή Κύκλος της
Σελήνης.
Κατά
τον Διόδωρον τον Σικελιώτη (Βιβλ. ΙΒ’, 36, 3, 2):
«Επ’ άρχοντος δ’ Αθήνησι
Αψευδούς... Μέτων ό Παυσανίου μέν υιός, δεδοξασμένος δε εν
αστρολογία εξέθηκεν την ονομαζομένην
εννεακαιδεκαετηρίδα».
Ο
κύκλος του Μέτωνος ονομάζεται και «Μετωνικός ενιαυτός» ή
«περί των του Ηλίου περιφορών των
εννεακαιδεκαετηρίδων».
Ο
αστρονόμος Μέτων αναφέρεται από τον Αριστοφάνη στους
«Όρνιθες» (414 π.Χ.), από τον Φρύνιχο στον «Μενότροπο»
και αλλού ως γεωμέτρης μηχανικός που κατασκεύασε κρήνες: «οίδ’ ό
τας κρήνας άγων ίσως εν τι Κολωνώ κρήνην
κατασκευάσατο».
Ο
Μέτων με τον 19ετή κύκλο των τροπικών ετών πέτυχε να υπολογίσει τις
ακριβείς ημερομηνίες των φάσεων της Σελήνης εντός των ηλιακών ετών,
αλλά και να εναρμονίσει συγχρόνως το σεληνιακό ημερολόγιο με το
ηλιακό.
Σύμφωνα με τα σημερινά
αρχαιολογικά δεδομένα, είναι γνωστό πλέον ότι ο κύκλος του Μέτωνος
προτάθηκε την 13η ημέρα του Σκιροφοριώνα, δωδέκατου μήνα
του τότε ισχύοντος αττικού ημερολογίου, ημερομηνία που πιθανώς
αντιστοιχούσε στις 27 Ιουνίου του 432 π.Χ. του υποτιθέμενου
Ιουλιανού ημερολογίου.
Η
ημερομηνία αυτή φαίνεται ότι επιλέχτηκε από τον Μέτωνα, διότι είχε
καταφέρει να υπολογίσει αστρονομικά ότι τότε ακριβώς συνέβη το
θερινό ηλιοστάσιο (θερινή τροπή).
Ο
Μέτων, μαζί με τον συνεργάτη του τον Ευκτήμονα, έστησε στο τείχος
της Πνύκας «εν τη νύν ούση εκκλησία προς τω τείχει τω έν
Πνυκί» (Φιλοχώρου αποσπ. 99, εκ Σχολίων Αριστοφάνους 997) ένα
είδος τελειοποιημένου γνώμονα δικής του επινόησης, το ηλιοτρόπιο,
και μ’ αυτόν καθόρισε την ετήσια φαινόμενη ηλιακή τροχιά. Παρατήρησε
επίσης ότι οι ισημερίες και οι τροπές δεν διαιρούσαν το έτος σε 4
ίσες εποχές. Τέλος, με το ηλιοτρόπιο πραγματοποίησε παρατήρηση της
θερινής τροπής.
Όπως
αναφέρει ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (ΙΙΙ,3): «... ή υπό των περί
Μέτωνά τε και Ευκτήμονα τετηρημένη θερινή τροπή αναγράφεται
γεγενημένη επί Αψευδούς άρχοντος Αθήνησι κατ’ Αιγυπτίους Φαμενώθ κα’
πρωϊας».
Σύμφωνα με τις απόψεις του
τότε καθηγητή της Μηχανικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Φυσικής στο
Μετσόβιο Πολυτεχνείο Κ. Μαλτέζο (1907), η 19ετηρίδα εφαρμόστηκε στο
πολιτικό αττικό ημερολόγιο από το 422 π.Χ. επί άρχοντος Αλκαίου,
αφού εγκαταλείφθηκε η μέχρι τότε ισχύουσα οκταετηρίδα.
Η
χρησιμότητα του 19ετούς αυτού κύκλου, ακόμα και σήμερα, είναι μεγάλη
εφ’ όσον αν καταγραφούν οι ημερομηνίες των φάσεων της Σελήνης για 19
έτη, στο μέλλον —για όλες τις επόμενες 19ετείς περιόδους— οι φάσεις
αυτές μπορούν να προσδιορίζονται επακριβώς, καθώς θα
επαναλαμβάνονται με την ίδια σειρά και πάντοτε στις ίδιες
προβλεφθείσες ημερομηνίες.
Ουσιαστικά, αυτό που
ανακαλύφθηκε από τον Μέτωνα ήταν η ακριβής χρονική περίοδος που
απαιτείται προκειμένου οι φάσεις της Σελήνης να συμβαίνουν ακριβώς
στις ίδιες ημερομηνίες.
Με το
στοιχείο αυτό, ο Μέτωνας μπόρεσε να συντάξει το πρώτο ορθολογιστικό
σύστημα διόρθωσης του ημερολογίου, προσθέτοντας έναν εμβόλιμο
13ο μήνα σε επτά καθορισμένα ηλιακά έτη του 19ετή κύκλου
(το 3ο, 6ο, 8ο, 11ο,
14ο, 17ο, και 19ο), αυξάνοντας έτσι
τον συνολικό αριθμό των συνοδικών μηνών σε 235 από 228 (=19Χ12), που
κανονικά περιείχε ο 19ετής κύκλος μέχρι τότε.
Σύμφωνα δηλαδή με τον κύκλο
του Μέτωνα, 19 ηλιακά έτη ισοδυναμούσαν με 235 συνοδικούς
σεληνιακούς μήνες.
Από
αυτούς οι 125 ήταν πλήρεις μήνες των 30 ημερών και οι υπόλοιποι 110
ήταν κοίλοι μήνες των 29 ημερών. Αυτή η αντιστοιχία επιτυγχανόταν
παραλείποντας μία ημέρα κάθε 64η ημέρα του κύκλου των
235Χ30=7050 ημερών. Έτσι συνολικά παρέλειπαν 110 ημέρες, ώστε ο
κύκλος να περιέχει: 7050-110 = 6.940 ημέρες
(=125Χ30+110Χ29).
Η
διευθέτηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα η μέση διάρκεια του έτους να
είναι ίση με:
6.940:19 = 365,26315789 ημέρες
ή 365 ημέρες 6 ώρες 18 πρώτα λεπτά και 56,842
δευτερόλεπτα.
Η
μέση διάρκεια του μήνα ήταν 6.940:235 =29,531915 ημέρες ή 29 ημέρες
12 ώρες 45 πρώτα λεπτά και 57,44 δευτερόλεπτα. Δηλαδή, τόσο το έτος,
όσο και ο μήνας είχαν διάρκεια λίγο μεγαλύτερη από αυτή που
υπολογίζουμε σήμερα.
Για
να ακριβολογούμε, όμως, σύμφωνα με τις σημερινές γνώσεις μας,
συμπεραίνουμε ότι εφ’ όσον ο συνοδικός σεληνιακός μήνας αποτελείται
από 29,530588 ημέρες, οι 235 συνοδικοί μήνες έχουν συνολικά:
235Χ29,530588 = 6.939,688180 ημέρες ή 6.939 ημέρες και 16,516
ώρες.
Επίσης, η διάρκεια του
τροπικού έτους ισούται με 365,24219879 ημέρες, και κατά συνέπεια τα
19 τροπικά έτη περιέχουν: 19Χ365,24219879 = 6.939,60177701 ημέρες ή
6.939 ημέρες και 14,442 ώρες. Έτσι, δημιουργείται μία διαφορά:
6.939,688 180-6.939,60177701 = 0,08640299 ημερών ή 2 ωρών 4 πρώτων
λεπτών και 25‚21848 δευτερολέπτων.
Αυτό
σημαίνει ότι σε κάθε 19ετή κύκλο η στιγμή της πανσελήνου, όπως
καθορίζεται από τον κύκλο του Μέτωνος, συμβαίνει περίπου δύο ώρες
αργότερα από την πραγματική χρονική στιγμή που αυτή
πραγματοποιείται.
Αθροιστικά, λοιπόν, το σφάλμα
των σεληνιακών φάσεων είναι μόνο μία ημέρα κάθε 228 έτη.
Σήμερα, με τις γνώσεις που
διαθέτουμε, γνωρίζουμε ότι η διαφορά του έτους του Μέτωνα από το
τροπικό έτος ήταν ίση με: 365,26315789-365,24219879 = 0,0209591
ημέρες ή 0,5030184 ώρες ή 30,181104 πρώτα λεπτά, που σημαίνει ότι σε
19 έτη παρουσιαζόταν διαφορά ίση με: 9,5573496 ώρες.
ΧΡΥΣΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Η
ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ 19ΕΤΟΥΣ ΚΥΚΛΟΥ από τον Μέτωνα ανακοινώθηκε στους
Έλληνες κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων.
Όπως
γνωρίζουμε σήμερα, κατά τη διάρκεια αυτών των αγώνων εκτός από τους
αθλητές που συμμετείχαν στα διάφορα αθλήματα, συχνά αγωνίζονταν
γνωστοί πνευματικοί άνδρες από όλη την Ελλάδα, παρουσιάζοντας τα
έργα τους.
Ο
Ηρόδοτος λ.χ. διάβασε στην Ολυμπία μέρος της ιστορίας του· ο
Γοργίας, ο Λυσίας, ο Ιππίας και πολλοί άλλοι αγόρευαν στον ιερό
χώρο, ενώ ο Μέτων εκεί έκανε γνωστή στον λαό την ανακάλυψη του
19ετούς κύκλου του.
Η
επινόηση αυτή, που εναρμόνιζε το σεληνιακό με το ηλιακό έτος,
προξένησε μεγάλο ενθουσιασμό στους Έλληνες και ιδιαίτερα στους
Αθηναίους.
Από
τότε, η μετωνική περίοδος έγινε καθολικά αποδεκτή από τον λαό και
θεωρήθηκε τόσο σπουδαία ανακάλυψη, ώστε —όπως αναφέρει η παράδοση—
χαράχτηκε με χρυσά γράμματα πάνω σε μαρμάρινες πλάκες, οι οποίες
τοποθετήθηκαν στις πλατείες και στον ναό της Αθηνάς.
Από
το γεγονός αυτό κάθε αριθμός —που δείχνει τη σειρά κάποιου έτους
μέσα στη μετωνική περίοδο— ονομάζεται μέχρι σήμερα «χρυσός
αριθμός».
Πάντως, το μεγάλο πλεονέκτημα
του 19ετούς κύκλου του Μέτωνα ήταν ότι για πρώτη φορά καθιέρωνε ένα
σεληνιακό ημερολόγιο, το οποίο περιλάμβανε ένα ορθολογιστικό σύστημα
εισαγωγής εμβόλιμων μηνών, ώστε να έρχεται σε συμφωνία με ορισμένο
κύκλο ηλιακών-τροπικών ετών.
Ο
κύκλος του Μέτωνα χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους Σελευκίδες, τους
επιγόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στη Μεσοποταμία, ενώ
χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα στο εβραϊκό ημερολόγιο και στο
εκκλησιαστικό εορτολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τον υπολογισμό
του Ορθόδοξου Πάσχα.
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΧΡΥΣΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ
ΕΤΟΥΣ
ΓΙΑ
ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ ΤΟΝ «ΧΡΥΣΟ ΑΡΙΘΜΟ», n (nobre d’ or, golden
number) δοθέντος
έτους, λαμβάνοντας ως αφετηρία το 1 μ.Χ., το οποίο καθορίστηκε ότι
είχε χρυσό αριθμό 2, με αρχή χρονολογικής μέτρησης το 1 π.Χ.,
εργαζόμαστε ως εξής:
Προσθέτουμε στο έτος του
οποίου ζητάμε τον χρυσό αριθμό το 1 και διαιρούμε το άθροισμα δια
του 19.
Το
πηλίκον της διαίρεσης, αυξημένο κατά 1, μας δίνει τον κύκλο της
Σελήνης, και το υπόλοιπο τον χρυσό αριθμό, ή όμοια n=[m]19 +1, όπου ο παράγοντας με
το συμβολισμό [m]19
δείχνει το υπόλοιπο της διαίρεσης του έτους m δια του 19.
Έστω
για παράδειγμα το έτος 1993.
α)
Προσθέτουμε σ’ αυτό το 1, δηλαδή: 1993+1=1994. Κατόπιν διαιρούμε το
1994 δια του 19, οπότε: 1994:19=104+18/19,
που
σημαίνει υπόλοιπο 18 και πηλίκον 104. Άρα ο χρυσός αριθμός είναι
n=18
και ο κύκλος της Σελήνης είναι ο 105ος
(=104+1).
Παρόμοια για το ίδιο έτος
γράφουμε: 1993:19=1Ο4+17/19 και n=[1993]19
+1=17+1=18.
Μετά
όλα τα προηγούμενα μπορούμε να υπολογίσουμε ότι το 1993 διατρέχαμε
τον 105ο (=104+1) κύκλο της Σελήνης μετά Χριστόν και ότι
ο χρυσός αριθμός του 1993 ήταν ο 18. Ομοίως, για το 1994 έχουμε:
n=[1994]19 +1=18+1=19. Συνεπώς,
πάλι διατρέχουμε τον 105ο (=104+1) κύκλο της Σελήνης μετά
Χριστόν και ο χρυσός αριθμός του 1994 ήταν ο 19.
Στην
ειδική περίπτωση που το υπόλοιπο της διαίρεσης είναι το μηδέν, τότε
ο χρυσός αριθμός του έτους ισούται με το 19.
Στον
Πίνακα που ακολουθεί δίνεται ο χρυσός αριθμός για τα έτη από το
1.900 μέχρι το 3.799 μ.Χ.
Ο
Μέτωνας, για κάθε ένα από τα 19 έτη αυτής της χρονικής περιόδου είχε
συντάξει ένα ημερολόγιο, το ονομαζόμενο «παράπηγμα», στο
οποίο αναγράφονταν οι ισημερίες, οι τροπές, η ανατολή και η δύση
λαμπρών άστρων και πολλές άλλες χρήσιμες πληροφορίες για τους
γεωργούς, τους ναυτικούς, τους γιατρούς κ.ά.
Τα
παραπήγματα αυτά, γνωστά ως γλυπτά ημερολόγια, ήταν χαραγμένα σε
λίθινες ή ορειχάλκινες πλάκες και εκτίθεντο, όπως πιστεύουμε σήμερα,
στον Κολωνό ή σε περίοπτη θέση των Αγορών. Παραπήγματα είχαν
κατασκευάσει και άλλοι Έλληνες αστρονόμοι. Από αυτά έχουν διασωθεί
δύο. Το ένα αποδίδεται στον Γεμίνο (77 π.Χ.) και το άλλο στον
Κλαύδιο Πτολεμαίο (150 μ.Χ.).
Κατ’
άλλους, τα παραπήγματα ήταν διατάξεις με κινητά ξύλινα μέρη, με τη
βοήθεια των οποίων προσδιοριζόταν προσεγγιστικά η αντιστοιχία
ανάμεσα στην «εώα επιτολή» ή την «εσπερία δύση»
λαμπρών άστρων, όπως για παράδειγμα του Αρκτούρου, και την
αντίστοιχη πολιτική ημερομηνία.
Κατά
τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, η 19ετηρίδα του Μέτωνα θεωρήθηκε πρόοδος
για την επιστήμη, αλλά σε κοινή χρήση παρέμενε η αρχαία οκταετηρίδα
(Διόδ. ΙΒ’, 36). Κατ’ άλλους όμως η εννεακαιδεκαετηρίδα
αντικατέστησε επίσημα το 432 π.Χ. την οκταετηρίδα και κατά την
καθιέρωσή της μετατέθηκε η αρχή του έτους από την πρώτη νουμηνία
μετά τη χειμερινή τροπή στην πρώτη νουμηνία μετά τη θερινή τροπή,
δηλαδή ως πρώτος μήνας του έτους ορίστηκε ο Εκατομβαιώνας αντί του
Γαμηλιώνα.
Ο
Μέτων, όμως, εκτός από υποστηρικτές είχε και πολλούς επικριτές, οι
οποίοι δεν πίστεψαν ποτέ στη χρησιμότητα της 19ετηρίδας.
Γι’
αυτόν τον λόγο, ο Μέτων και η 19ετηρίδα του διακωμωδήθηκαν στους
«Όρνιθες» του Αριστοφάνη (414 π.Χ.), ενώ αναφερόταν ως
παροιμία το «αναβάλλεσθαί τι ές τον Μέτωνος ενιαυτόν» για
κάτι που επί μακρόν αναβαλλόταν.
Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ
ΚΑΛΛΙΠΠΟΥ
Ο
ΈΛΛΗΝΑΣ ΑΣΤΡΟΝΟΜΟΣ Κάλλιππος ο Κυζικηνός (370-300 π.Χ.) ήταν μαθητής
του Ευδόξου και του Πολέμαρχου, μεταγενέστερος του Μέτωνα και
σύγχρονος του Αριστοτέλη. Ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με παρατηρήσεις των
«εώων επιτολών» και των «εσπερίων δύσεων» λαμπρών
άστρων, με σκοπό να καθορίσει αφ’ ενός μεν την ακριβή διάρκεια του
έτους, αφ’ ετέρου δε την αρχή και τη διάρκεια εκάστης εποχής του
έτους. Ο Κάλλιππος, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι υπήρχε κάποιο
σφάλμα στον 19ετή κύκλο του Μέτωνα, το οποίο σήμερα γνωρίζουμε ότι
είναι περίπου 9,55 ώρες, επινόησε, με βάση τις παρατηρήσεις του,
έναν ακριβέστερο προσδιορισμό των σεληνιακών φάσεων προτείνοντας τη
χρήση ενός χρονικού κύκλου 76 ετών, τη λεγόμενη: «Έξ και
Εβδομήκονταετηρίδα» ή
«εκκαιεβδομηκονταετηρίδα».
Ο
κύκλος, δηλαδή, του Καλλίππου είχε τετραπλάσια διάρκεια ημερών από
τον κύκλο του Μέτωνα μειωμένη κατά μία ημέρα, αφού περιείχε:
(6.940Χ4)-1 = 27.759 ημέρες (Καλλίππειος περίοδος), ώστε η διάρκεια
του ηλιακού έτους να είναι ίση με 27.759:76 = 365,25 ημέρες.
Πραγματικά, η διάρκεια της καλλιππικής χρονικής περιόδου των 76 ετών
περιλάμβανε 499 αντί 500 πλήρεις μήνες των 30 ημερών και 441 αντί
440 κοίλους μήνες των 29 ημερών. Δηλαδή η κατανομή των πλήρων και
κοίλων μηνών ήταν διαφορετική από αυτήν του κύκλου του Μέτωνα,
γεγονός που περιόριζε τη διάρκεια του τετραπλού αυτού κύκλου του
Μέτωνα κατά μία ημέρα. Έτσι, οι (499±44 1) ή 235Χ4 = 940 συνοδικοί
σεληνιακοί μήνες του κύκλου του Καλλίππου είχαν διάρκεια, με τη
σημερινή βέβαια ακριβή τιμή του σεληνιακού συνοδικού μήνα, ίση με
940Χ29,530588 = 27.758,75272 ημέρες.
Η
μέση, δηλαδή, διάρκεια του πολιτικού έτους, ήταν ίση με
27.758,75272:76 = 365,24674 ημέρες και έτσι η διαφορά του από το
τροπικό έτος ήταν 365.24674- 365,242 19879 = 0,00454121 ημέρες ή
0,1089888 ώρες ή 6,539328 πρώτα λεπτά.
Αυτό
σημαίνει ότι η διαφορά περιορίστηκε σε 6,54 πρώτα λεπτά περίπου
ετησίως ή σε περίπου 8,28 ώρες στα 76 έτη του κύκλου του
Καλλίππου.
Η
λεγόμενη καλλιππική μεταρρύθμιση (330 π.Χ.), η οποία ήταν κατά πολύ
ακριβέστερη της μετωνικής, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους
αρχαίους Έλληνες αστρονόμους, οι οποίοι τη χρησιμοποιούσαν στις
παρατηρήσεις τους. Δεν έγινε όμως το ίδιο αποδεκτή από τον λαό, που
ποτέ δεν του αρέσουν οι συνεχείς ημερολογιακές μεταρρυθμίσεις.
Σύμφωνα με τον Σκάλιγκερ (Scaliger) η Καλλίπειος περίοδος
καθιερώθηκε —τουλάχιστον στους αστρονομικούς κύκλους— από το θερινό
ηλιοστάσιο του τρίτου έτους της 112ης Ολυμπιάδας, δηλαδή
την 21η Ιουνίου του 329 π.Χ., ενώ ο χρονολόγος Ιντελέρ
(Ideler) θεωρεί ως ημέρα αρχής της
περιόδου την 28η Ιουνίου του 330 π.Χ.
Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ
ΙΠΠΑΡΧΟΥ
Η
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ των Ελλήνων αστρονόμων να φτάσουν σε μια ακριβή
αντιστοιχία μεταξύ πολλαπλασίων του ηλιακού έτους και πολλαπλασίων
του σεληνιακού συνοδικού μήνα προτάθηκε από τον μεγάλο Έλληνα
αστρονόμο Ίππαρχο (150 π.Χ.).
Όπως
μας πληροφορεί ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (2ος μ.Χ. αιώνας), ο
Ίππαρχος στο σύγγραμμά του «Περί ενιαυσίου χρόνου και περί
εμβολίμων μηνών και ημερών», που δυστυχώς δεν διασώθηκε,
πρότεινε έναν νέο χρονικό κύκλο 304 ετών. Αυτός ήταν στην ουσία
τετραπλάσιος του κύκλου του Καλλίππου [16πλάσιος του Μέτωνος], εφ’
όσον 304=476 έτη, μειωμένος όμως κατά μία ημέρα, αφού περιείχε
(27.759Χ4)-1 = 111.035 ημέρες.
Ο
κύκλος του Ιππάρχου των 304 ετών περιλάμβανε 4Χ960 = 3.760
συνοδικούς σεληνιακούς μήνες. Οι 1.995, αντί 1.996, από αυτούς ήταν
πλήρεις μήνες των 30 ημερών και οι υπόλοιποι 1.765, αντί 1.764,
κοίλοι μήνες των 29 ημερών. Συνεπώς, ο χρονικός κύκλος του Ιππάρχου
περιείχε: 111.035 ημέρες αντί 111.036. Δηλαδή, η κατανομή των πλήρων
και κοίλων μηνών ήταν διαφορετική από αυτήν του κύκλου του Καλλίππου
και έτσι η διάρκεια της τετραπλής καλλιππικής περιόδου (κύκλος του
Ιππάρχου) περιοριζόταν κατά μία ημέρα.
Μ’
αυτόν τον τρόπο, ο συνοδικός σεληνιακός μήνας είχε διάρκεια:
111.035:3.760 = 29,530585 ημέρες, δηλαδή όση σχεδόν η σημερινή
παραδεκτή τιμή του.
Οι
3.760 συνοδικοί σεληνιακοί μήνες στην πρόταση του Ιππάρχου είχαν
διάρκεια,
με τη
σημερινή τιμή του συνοδικού σεληνιακού μήνα, ίση με 3.760χ29,530588
=111.035,01 ημέρες.
Δηλαδή, με τον κύκλο του
Ιππάρχου η αντιστοιχία μεταξύ των πολλαπλασίων του ηλιακού έτους και
των αντίστοιχων πολλαπλασίων του σεληνιακού συνοδικού μήνα ήταν
σχεδόν τέλεια.
Η
διάρκεια του πολιτικού έτους κατά τον Ίππαρχο ήταν ίση με
111.035:304 = 365,24671 ημέρες.
Συνεπώς, ο Ίππαρχος υπολόγισε
τη διάρκεια του έτους ίση με 365 ημέρες και ένα τέταρτο της ημέρας,
ελαττωμένη κατά το ένα τριακοσιοστό τέταρτό της (365+1/4-1/304),
δηλαδή 365,24671 ημέρες ή 365 ημέρες 5 ώρες 55 πρώτα λεπτά και
15,744 δευτερόλεπτα.
Η
διάρκεια, λοιπόν, του έτους που πρότεινε ο Ίππαρχος μπορεί να μην
είχε τη σημερινή ακρίβεια, αλλά το σφάλμα με βάση τους υπολογισμούς
του περιοριζόταν μόνο σε 365,24671-365,242 19879 = 0,00451121 ημέρες
ή 6,496 πρώτα λεπτά ετησίως.
Αυτό
σήμαινε ότι το σφάλμα του πολιτικού έτους του Ιππάρχου ήταν μόνο μία
ημέρα κάθε 222 έτη περίπου.
Το
περίεργο, βέβαια, είναι το πώς οι Έλληνες αστρονόμοι της περιόδου
εκείνης μπορούσαν να αντιλαμβάνονται και να μετρούν σφάλματα χρόνου
στη μέτρησή του τόσο μικρά, όσο το σφάλμα του κύκλου του Μέτωνα και
να προτείνουν βελτιωμένους χρονικούς κύκλους.
Αν
και δεν γνωρίζουμε την απάντηση, θέλουμε να δηλώσουμε τον θαυμασμό
μας για την τελειότητα της αστρονομικής, μαθηματικής σκέψης και
παρατήρησης των αρχαίων Ελλήνων αστρονόμων, που τους έδινε τη
δυνατότητα να οδηγούνται σε συμπεράσματα τέτοιας
ακρίβειας.
Η
διάρκεια του έτους που πρότεινε ο Ίππαρχος ήταν η καλύτερη μέχρι
τότε προσέγγιση ως προς τη διάρκεια του τροπικού έτους.
Όπως
θα δούμε στο Ιουλιανό ημερολόγιο, στον Β’* τόμο της μελέτης
μας, ο Αλεξανδρινός αστρονόμος Σωσιγένης, αν και γνώριζε την
ακριβέστερη τιμή του πολιτικού έτους του Ιππάρχου, εν τούτοις
πρότεινε τη διάρκεια του τροπικού έτους ίση με 365,25 ημέρες. Η
επιλογή του αυτή έγινε πιθανώς γιατί σκέφτηκε ότι ο υπολογισμός του
Ιππάρχου ήταν δύσκολος για την ημερολογιακή μεταρρύθμιση. Αντίθετα,
η στρογγυλοποιημένη τιμή των 365,25 ημερών τον εξυπηρετούσε, αφού
ανά τετραετία οι επιπλέον 0,25 ημέρες αθροίζονταν σε μία ακέραια
ημέρα.
Μ’
αυτόν τον τρόπο, σκέφτηκε ότι η ημερολογιακή αλλαγή θα ήταν εύκολα
κατανοητή τόσο από το ιερατείο, όσο και από τον αμαθή
λαό.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
ΚΑΤΑ
ΕΝΑΝ ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΤΡΟΠΟ, αν και οι Έλληνες αστρονόμοι γνώριζαν επακριβώς
τη διάρκεια του ηλιακού τροπικού έτους, αν και είχαν βρει σχεδόν
τέλειες μεθόδους ελαχιστοποίησης των ημερολογιακών σφαλμάτων, μέσω
του οκταετούς κύκλου του Κλεοστράτους, του 19ετούς κύκλου του
Μέτωνος, της διόρθωσης του Καλλίππου και του Ιππάρχου, παρ’ όλα αυτά
έδειχναν μια περίεργη φιλοσοφική αδιαφορία για τη σύνταξη επακριβών
ημερολογιακών κανόνων.
Ποτέ
δεν στράφηκαν απευθείας στη σύνταξη ηλιακών ημερολογίων· αντίθετα
δημιούργησαν ένα πολύπλοκο μαθηματικό νοητικό παιχνίδι προσπαθώντας
να επιτύχουν το σχεδόν αδύνατο αστρονομικά. Δηλαδή να εναρμονίσουν
τη διάρκεια του ηλιακού τροπικού έτους με έναν αριθμό πολλαπλασίων
του συνοδικού σεληνιακού μήνα.
Το
γεγονός αυτό ίσως οφείλεται στο ότι στην περιοχή της Αττικής, και
γενικότερα της Ελλάδας, οι τότε συνθήκες ήταν τέτοιες, που να
επικρατεί μια συνεχής κλιματολογική άνοιξη έτσι ώστε να μη
δημιουργείται ιδιαίτερο πρόβλημα από την ολίσθηση των κλιματολογικών
εποχών του έτους, σε σχέση με τη ροή των ημερολογιακών μηνών. Αυτή
εν τέλει διορθωνόταν από τους εμβόλιμους μήνες, που έμπαιναν σε
ορισμένα διαστήματα στο έτος εναρμονίζοντάς το με το τροπικό-ηλιακό
έτος των κλιματολογικών εποχών.
Στράτος Θεοδοσίου - Μάνος
Δανέζης
*Πηγή: Το πλέον ολοκληρωμένο στο
είδος του έργο, Η Οδύσσεια των Ημερολογίων, *τόμος Α’
–αναζητώντας τις ρίζες, εκδόσεις ΔΙΑΥΛΟΣ, εκδοθέν υπό την αιγίδα του
Πανεπιστημίου Αθηνών.
Σημείωση: Ζητώ προκαταβολικά συγνώμη
(πρώτα από τους συγγραφείς και μετά από εσάς) για τυχών λάθη κατά
την μετεγγραφή του κειμένου.