Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΜΙΛΕΡΙ

«Αστυνόμε, μού έχουν φέρει φρεσκότατους αστακούς.»
«Μεγάλους ή μικρούς;»
«Ό,τι προτιμάτε…»
«Ετοίμασέ μου ένα μεγάλο. Να τον βράσεις μόνο σκέτο, χωρίς τίποτ΄άλλο. Για πρώτο, αν δε σου κάνει κόπο, φέρε μου ένα πιάτο σπαγκέτι με

θαλασσινά, χωρίς σάλτσα ντομάτας.»

Έτσι, χωρίς να έχει στο στόμα τη γεύση της σάλτσας, η γεύση του αστακού, θα ήταν πιο έντονη, θα του έβαζε μόνο λίγο λάδι και λεμόνι.
Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να φάει τον αστακό, στην οθόνη της τηλεόρασης εμφανίστηκε ο σκουπιδότοπος. Από το πλάτωμα, ο καμεραμάν έκανε

ζουμ σ΄ένα σώμα σκεπασμένο με άσπρο σεντόνι.
«Ένα φρικτό έγκλημα…» ακούστηκε μια φωνή εκτός πλάνου.
«Κλείσε αμέσως την τηλεόραση!» φώναξε ο αστυνόμος.
Ο Έντσο έκλεισε την τηλεόραση και τον κοίταξε έκπληκτος.
«Τι έγινε, αστυνόμε;»
«Συγγνώμη» έκανε ο Μονταλμπάνο. «Αλλά είναι επειδή…»Οι άνθρωποι είχαν γίνει κανίβαλοι!
Από τότε που μπήκε η τηλεόραση στα σπίτια, είχαν συνηθίσει να τρώνε ψωμί και πτώματα. Από τις δώδεκα έως τη μία το μεσημέρι και από τις

επτά έως τις οκτώ και μισή το βράδυ, δηλαδή την ώρα που κάθονταν στο τραπέζι για φαγητό, δεν υπήρχε κανάλι που να μη μετέδιδε εικόνες

από τεμαχισμένα, κακοποιημένα, καμένα κορμιά αντρών , γυναικών, ηλικιωμένων, παιδιών, που σκοτώθηκαν με φαντασία και ταλέντο σε κάποιο

σημείο της Γης.
Δεν περνούσε μέρα χωρίς να ξεσπάσει πόλεμος σε κάποιο μέρος του στον κόσμο και οι εικόνες από τις βιαιότητες έφταναν σε όλα τα σπίτια.

Έβλεπες ανθρώπους να πεθαίνουν από πείνα, να μην έχουν χρήματα για ν΄αγοράσουν μια φραντζόλα ψωμί και να πολεμάνε άλλους ανθρώπους

εξίσου πεινασμένους με μπαζούκα, καλάσνικοφ, πύραυλους, βόμβες, όπλα υπερμοντέρνα που κόστιζαν περισσότερο απ΄όσο κοστίζει το φαγητό

και τα φάρμακα για όλους .
Σκέφτηκε ένα φανταστικό διάλογο ανάμεσα στον άντρα που κάθεται στο τραπέζι να φάει και στη γυναίκα του.«Τι μαγείρεψες, Καταρί;*»
Για πρώτο, μακαρόνια καρυκευμένα μ΄ένα ξεκοιλιασμένο από βόμβα παιδάκι.»
«Ωραία. Για δεύτερο;»
«Μοσχαράκι καρυκευμένο με καμικάζι που ανατινάχτηκε σε μια αγορά.»
«Μόνο που τα ακούω μου τρέχουν τα σάλια, Καταρί.»

*Καταρί: Υποκοριστικό του ονόματος Καταρίνα.

Αντρέα Καμιλέρι (1925) , «Τα φτερά της πεταλούδας»
(Le ali della sfinge [2006]), εκδ. Πατάκη

Πηγή
http://gerontakos.blogspot.com/