Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

ΚΑΤΙ ΩΡΑΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΕΝΙΑ ΜΑΣ

ΓΚΡΑΧΑΜ ΡΟΤΖΕΡΣ. Αυτό το όνομα υπάρχει ως υπογραφή κάτω από ένα κείμενο που εστάλη ως e-mail στη στήλη. Είναι μια χιουμοριστική αλλά και πικρή «κραυγή αγωνίας» απ' όλους εκείνους που αισθάνονται ότι μεγαλώνουν με την ίδια, σχεδόν, ταχύτητα με την οποία φαίνεται να αλλάζουν όλα στη ζωή μας.
Γράφει, λοιπόν, ο Γκράχαμ:



ΣΥΜΦΩΝΑ με τους σημερινούς νομοθέτες και τεχνοκράτες, όσοι ήμασταν παιδιά στη δεκαετία του '60 και του '70, δεν θα έπρεπε να είχαμε επιβιώσει μέχρι τώρα, γιατί οι παιδικές μας κούνιες, ας πούμε, ήταν βαμμένες με μπογιά που περιείχε σίδηρο. Κι εμείς, γλείφοντάς την όλη μέρα, θα έπρεπε να είχαμε πεθάνει από δηλητηρίαση.
Στα φάρμακα εκείνης της εποχής δεν είχαμε ειδικά καπάκια ασφαλείας, όταν καβαλάγαμε τα ποδήλατά μας δεν φορούσαμε κράνη. Στο αυτοκίνητο των γονιών μας, όταν μπαίναμε, ούτε σε ειδικά καθίσματα καθόμασταν ούτε ζώνες φορούσαμε ούτε αερόσακους είχαμε. Ηταν μεγάλο γλέντι όταν μας επέτρεπε ο μπαμπάς να καθήσουμε μπροστά.
ΝΕΡΟ πίναμε από τη βρύση και είχε την ίδια γεύση με αυτό που πίνουμε σήμερα εμφιαλωμένο. Τρώγαμε ψωμί με βούτυρο και γλυκά απίθανα και πατάτες τηγανητές και δεν ήμασταν ποτέ παχύσαρκοι, γιατί τρέχαμε συνεχώς έξω, παίζαμε, δεν καθόμασταν στον καναπέ ή στο κομπιούτερ.

Το αναψυκτικό ή την μπύρα μας τα μοιραζόμασταν από το ίδιο μπουκάλι ή τενεκέ με τους φίλους μας. Κανείς μας δεν πέθανε απ' αυτό.
ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΑΜΕ κάτι γκο-καρτ της συμφοράς με τις ώρες και έπειτα ανεβαίναμε στην κορυφή μιας μεγάλης ανηφόρας και κατεβαίναμε φουλ, ανακαλύπτοντας πολύ αργά ότι είχαμε ξεχάσει να φτιάξουμε φρένα. Γκρεμοτσακιζόμασταν. Ματώναμε. Σπάγαμε χέρια και πόδια. Πονούσαμε. Κλαίγαμε. Δεν βάζαμε τους γονείς μας να κάνουν μήνυση στη μάντρα απ' όπου αγοράσαμε τα παλιοσίδερα με τα οποία φτιάξαμε το καρτ μας. Και, νά 'μαστε! Ακόμα ζωντανοί. Και ωραίοι.
ΦΕΥΓΑΜΕ από το σπίτι το πρωί και επιστρέφαμε λίγο πριν νυχτώσει. Κανείς δεν μας γύρευε. Ηξεραν ότι θα επιστρέφαμε. Δεν είχαμε ούτε Play Station ούτε X-Box ούτε video game ούτε 99 κανάλια στην τηλεόραση ούτε ήχο surround, ούτε κινητά τηλέφωνα ούτε προσωπικούς υπολογιστές ούτε chat rooms για μοναχικές ψυχούλες στο Ιντερνετ. Είχαμε φίλους που πηγαίναμε έξω για να τους συναντήσουμε. Πλακωνόμασταν στο ξύλο. Ξύλο άγριο, μιλάμε. Ούτε ένας ποτέ δεν πήγε στη μαμά ή στον μπαμπά του για να καταγγείλει εκείνον από τον οποίον τις έφαγε.
ΠΗΓΑΙΝΑΜΕ περπατώντας στα σπίτια των φίλων μας. Με τα πόδια πηγαίναμε και στο σχολείο. Δεν μας έπαιρναν η μαμά κι ο μπαμπάς ούτε το σχολικό. Οταν δεν είχαμε τι παιχνίδι να παίξουμε, ανακαλύπταμε καινούργια. Με ξύλα, με λαστιχάκια, με μπαλάκια του τένις, με πέτρες, με νερό, με... τίποτα. Το παιχνίδι θέλει φαντασία. Κι εμείς τη δική μας φαντασία την καλλιεργούσαμε.

ΝΟΜΙΖΩ πως από τη γενιά μας βγήκαν οι καλύτεροι εφευρέτες, λύτες προβλημάτων και ρισκαδόροι που έχουν βγει ποτέ. Είχαμε ελευθερία, αποτυχίες, επιτυχίες και υπευθυνότητα. Και μάθαμε να τα χειριζόμαστε όλ' αυτά καλά.

Είμαστε η γενιά που στερήθηκε πολλά, αλλά είχε τα πάντα……..


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 02/02/2004