Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Η Μερσεντέ

Το αποκαλούμε «η Μερσεντέ». Χωρίς το τελικό σίγμα. Με αυτό τον ανολοκλήρωτο ορισμό που παραπέμπει στη δεκαετία του ‘70, σε μια μαγκιά εποχής που κακοποιούσε τις ξένες λέξεις, όπως απειλούσε πως θα κάνει στους ανθρώπους, αλλά τώρα πια έγινε χιούμορ.
Η Μερσεντέ δεν έχει καμία σχέση με Μερσεντές. Είναι ένα παλιό κυπαρισσί Πεζώ εικοσαετίας. Τρακαρισμένο παντού, με καθίσματα που τρίζουν σαν τους παλιούς σουμιέδες ταλαιπωρημένου κρεβατιού, ένα τιμόνι, ρόδες και μια μηχανή. Το μοναδικό εγγυημένο ταξίδι της Μερσεντέ, αυτό προς κάποιο διαλυτήριο, το σταμάτησε η κρίση. Μια φίλη μου την αγόρασε, δίνοντας ένα χιλιάρικο, για να καλύψει τις νέες ανάγκες. Κι επειδή σ’ αυτές δεν χωράνε θερμαινόμενα καθίσματα, air condition, ζάντες αλουμινίου, δερμάτινα αξεσουάρ, η Μερσεντέ μπήκε με μεγάλο θόρυβο στη ζωή μας, καθότι έχει και μια τρύπια εξάτμιση.
Κάπως έτσι γίνεται και η ζωή πια. Μια Μερσεντές που της αφαίρεσαν το τελικό σίγμα και την άφησαν με τη γραφικότητα της παράφρασης. Μερσεντές που έγινε Μερσεντέ. Το καταναλωτικό όνειρο, στραπατσαρισμένο, τρακαρισμένο στα εμπόδια της καθημερινότητας, προσπαθεί να διανύσει μια απλή διαδρομή. Αυτή της αναγκαιότητας. Χωρίς αξεσουάρ. Χωρίς πολυτέλειες. Χωρίς...  



 Ο καταναλωτισμός δεν υπήρξε ένα σύμπτωμα, αλλά ένα ισχυρό εισπρακτικό και ιδεολογικό εργαλείο. Μέχρι τη δεκαετία του ’70 ο καπιταλισμός κατάφερνε ν’ αναπτύσσεται παράλληλα με αυτούς που δούλευαν γι’ αυτόν. Το αμερικανικό όνειρο της ευτυχισμένης οικογένειας δεν υπήρξε ποτέ. Ήταν ένα μοτίβο πάνω στο οποίο έπρεπε ν’ αναπτυχθεί ο καταναλωτισμός. Για να είναι η οικογένεια ευτυχισμένη, έπρεπε ν’ αγοράσει φρυγανιέρα, πλυντήριο, μίξερ και ν’ ανταποκρίνεται σε μια συγκεκριμένη αισθητική. Αυτή ήταν η αμερικανική ευτυχία. Μηχανές που έκοβαν, έραβαν, ζύμωναν, χτένιζαν.

 Έτσι ο καπιταλισμός μπορούσε να παίρνει πίσω όσα έδινε. Όταν, αργότερα, ανακάλυψε τις χώρες με τα χαμηλά εργατικά χέρια για να επενδύσει, οι εργάτες του δεν μπορούσαν πια, ως άνεργοι, να είναι τόσο ευτυχισμένοι. Έτσι άρχισε να τους δίνει δάνεια για να συνεχίσουν να καταναλώνουν. 

Παράλληλα, ο καπιταλισμός έπαψε να είναι παραγωγικός. Το βασικό δόγμα που ήθελε κάποιον να εργάζεται και να επενδύει τα κέρδη του έπαψε να ισχύει. Οι τράπεζες πρότειναν μια σειρά από προϊόντα τζόγου, για να μπορεί κάποιος να κερδίζει γρήγορα. Και να καταναλώνει. Τα συρτάρια των μεγάλων εταιρειών είναι γεμάτα από ανακαλύψεις που μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Δεν θα μπουν στην αλυσίδα παραγωγής, ό,τι και αν λέγεται για τον ανταγωνισμό, αν δεν εξασφαλίσουν και το τελευταίο σεντ που μπορεί να εισπραχτεί από τη χρήση του παλιού. Αντίθετα με τα δημιουργήματα της μόδας, που αλλάζουν κάθε έξι μήνες. Στην δεκαετία του ’80 ο καταναλωτισμός ήταν η χρυσόσκονη που ανακατεύτηκε με τις στάχτες μιας Ελλάδας των πολέμων, των σπαραγμών και της πολιτικής ανωμαλίας. Η λάμψη μιας σημαντικής Ελλάδας μπορούσε τουλάχιστον ν’ αντικατασταθεί με τις πούλιες, τα στρας και τα σβαρόφσκι. Κάτι ήταν κι αυτό. 

Οι «Μερσεντέ» δεν ήταν πια μια άγνωστη μάρκα. Έγιναν κανονικές Μερσεντές που πέρασαν απ’ τις πρώτες βιντεοκασέτες στις γειτονιές και άραξαν έξω απ’ τα μπουζουξίδικα. Εργολάβοι οικοδομών, επενδυτές, ευτραφείς αεριτζήδες, ανορεκτικές καλλονές, όφειλαν σεβασμό στο status symbol της σύγχρονης Ελλάδας. Η χώρα έβρισκε την ταυτότητά της στις υπογραφές των επώνυμων σχεδιαστών και στις στάμπες των T-shirts. Ακόμα και τα τρακτέρ του θεσσαλικού κάμπου ήταν οι «Μερσεντές» της αγροτικής βιομηχανίας. Ο καταναλωτισμός για την Ελλάδα δεν ήταν απλώς μια επιβολή του συστήματος, αλλά το αντίβαρο σε όλα της τα ελλείμματα, με εξαίρεση το οικονομικό έλλειμμα. 

«Αναπλήρωσε» από ψυχολογικές ανάγκες ως την ίδια τη Δημοκρατία. Δεν είχε ιδιαίτερη σημασία που η Ελληνική Δημοκρατία πνιγόταν μέσα στην ατιμωρησία, την κοινωνική ανισότητα, την πολιτική υποκρισία. Ο καθένας μπορούσε να είναι ίσος με τον άλλο, αρκεί να κολυμπούσε στα νερά της πισίνας του ή στη φαντασίωση της καταναλωτικής υπερβολής που τον έβγαζε στην ίδια όχθη με αυτόν που δεν ήταν πρακτικά ίσος. Αν κρατούσε την ίδια τσάντα, κάπνιζε τα ίδια ακριβά τσιγάρα και ίδρωνε στο ίδιο ακριβό γυμναστήριο. Η ουσιαστικότητα γονάτισε μπροστά στις υποσχέσεις των διακοποδανείων, πετάχτηκε στα βράχια από τ’ απόνερα των κότερων, τυφλώθηκε από τα φώτα της τηλεόρασης. Χωρίς πνεύμα, μόνο ζαλισμένη με ακριβό οινόπνευμα. 

Κάπως έτσι ήρθαν ξανά οι «Μερσεντέ». Σε μια διαδρομή όπου τα πολύχρωμα φώτα των ακριβών μαγαζιών κλείνουν μαζί με τα μαγαζιά, οι μουσικές έχουν σταματήσει και οι άνθρωποι προσπαθούν να καταλάβουν. Αγκομαχούν στην ανηφόρα της αβεβαιότητας, σέρνονται πάνω στο ανώμαλο οδόστρωμα του φόβου, απειλούν να μας γυρίσουν στη δεκαετία απ’ όπου προέρχονται. Οι Μερσεντέ. 

Χωρίς τελικό σίγμα. Ίσως και χωρίς τέλος σύντομα.

Πηγή 
Ο καταναλωτισμός δεν υπήρξε ένα σύμπτωμα, αλλά ένα ισχυρό εισπρακτικό και ιδεολογικό εργαλείο. Μέχρι τη δεκαετία του ’70 ο καπιταλισμός κατάφερνε ν’ αναπτύσσεται παράλληλα με αυτούς που δούλευαν γι’ αυτόν. Το αμερικανικό όνειρο της ευτυχισμένης οικογένειας δεν υπήρξε ποτέ. Ήταν ένα μοτίβο πάνω στο οποίο έπρεπε ν’ αναπτυχθεί ο καταναλωτισμός. Για να είναι η οικογένεια ευτυχισμένη, έπρεπε ν’ αγοράσει φρυγανιέρα, πλυντήριο, μίξερ και ν’ ανταποκρίνεται σε μια συγκεκριμένη αισθητική. Αυτή ήταν η αμερικανική ευτυχία. Μηχανές που έκοβαν, έραβαν, ζύμωναν, χτένιζαν. Έτσι ο καπιταλισμός μπορούσε να παίρνει πίσω όσα έδινε. Όταν, αργότερα, ανακάλυψε τις χώρες με τα χαμηλά εργατικά χέρια για να επενδύσει, οι εργάτες του δεν μπορούσαν πια, ως άνεργοι, να είναι τόσο ευτυχισμένοι. Έτσι άρχισε να τους δίνει δάνεια για να συνεχίσουν να καταναλώνουν. Παράλληλα, ο καπιταλισμός έπαψε να είναι παραγωγικός. Το βασικό δόγμα που ήθελε κάποιον να εργάζεται και να επενδύει τα κέρδη του έπαψε να ισχύει. Οι τράπεζες πρότειναν μια σειρά από προϊόντα τζόγου, για να μπορεί κάποιος να κερδίζει γρήγορα. Και να καταναλώνει. Τα συρτάρια των μεγάλων εταιρειών είναι γεμάτα από ανακαλύψεις που μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Δεν θα μπουν στην αλυσίδα παραγωγής, ό,τι και αν λέγεται για τον ανταγωνισμό, αν δεν εξασφαλίσουν και το τελευταίο σεντ που μπορεί να εισπραχτεί από τη χρήση του παλιού. Αντίθετα με τα δημιουργήματα της μόδας, που αλλάζουν κάθε έξι μήνες. Στην δεκαετία του ’80 ο καταναλωτισμός ήταν η χρυσόσκονη που ανακατεύτηκε με τις στάχτες μιας Ελλάδας των πολέμων, των σπαραγμών και της πολιτικής ανωμαλίας. Η λάμψη μιας σημαντικής Ελλάδας μπορούσε τουλάχιστον ν’ αντικατασταθεί με τις πούλιες, τα στρας και τα σβαρόφσκι. Κάτι ήταν κι αυτό. Οι «Μερσεντέ» δεν ήταν πια μια άγνωστη μάρκα. Έγιναν κανονικές Μερσεντές που πέρασαν απ’ τις πρώτες βιντεοκασέτες στις γειτονιές και άραξαν έξω απ’ τα μπουζουξίδικα. Εργολάβοι οικοδομών, επενδυτές, ευτραφείς αεριτζήδες, ανορεκτικές καλλονές, όφειλαν σεβασμό στο status symbol της σύγχρονης Ελλάδας. Η χώρα έβρισκε την ταυτότητά της στις υπογραφές των επώνυμων σχεδιαστών και στις στάμπες των T-shirts. Ακόμα και τα τρακτέρ του θεσσαλικού κάμπου ήταν οι «Μερσεντές» της αγροτικής βιομηχανίας. Ο καταναλωτισμός για την Ελλάδα δεν ήταν απλώς μια επιβολή του συστήματος, αλλά το αντίβαρο σε όλα της τα ελλείμματα, με εξαίρεση το οικονομικό έλλειμμα. «Αναπλήρωσε» από ψυχολογικές ανάγκες ως την ίδια τη Δημοκρατία. Δεν είχε ιδιαίτερη σημασία που η Ελληνική Δημοκρατία πνιγόταν μέσα στην ατιμωρησία, την κοινωνική ανισότητα, την πολιτική υποκρισία. Ο καθένας μπορούσε να είναι ίσος με τον άλλο, αρκεί να κολυμπούσε στα νερά της πισίνας του ή στη φαντασίωση της καταναλωτικής υπερβολής που τον έβγαζε στην ίδια όχθη με αυτόν που δεν ήταν πρακτικά ίσος. Αν κρατούσε την ίδια τσάντα, κάπνιζε τα ίδια ακριβά τσιγάρα και ίδρωνε στο ίδιο ακριβό γυμναστήριο. Η ουσιαστικότητα γονάτισε μπροστά στις υποσχέσεις των διακοποδανείων, πετάχτηκε στα βράχια από τ’ απόνερα των κότερων, τυφλώθηκε από τα φώτα της τηλεόρασης. Χωρίς πνεύμα, μόνο ζαλισμένη με ακριβό οινόπνευμα. Κάπως έτσι ήρθαν ξανά οι «Μερσεντέ». Σε μια διαδρομή όπου τα πολύχρωμα φώτα των ακριβών μαγαζιών κλείνουν μαζί με τα μαγαζιά, οι μουσικές έχουν σταματήσει και οι άνθρωποι προσπαθούν να καταλάβουν. Αγκομαχούν στην ανηφόρα της αβεβαιότητας, σέρνονται πάνω στο ανώμαλο οδόστρωμα του φόβου, απειλούν να μας γυρίσουν στη δεκαετία απ’ όπου προέρχονται. Οι Μερσεντέ. Χωρίς τελικό σίγμα. Ίσως και χωρίς τέλος σύντομα. Πηγή: www.lifo.gr