Μπορεί στην Ελλάδα να έχει συντελεστεί ήδη μια εσωτερική υποτίμηση της τάξης του 23% και η χώρα να οδεύει για το 26% του χρόνου, μπορεί η ύφεση και η ανεργία να χτυπούν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, αλλά οι πανύψηλες τιμές των προϊόντων και η ακρίβεια των υπηρεσιών δεν υποχωρούν με τίποτα.
Σε αντίθεση με την ελπίδα του κόσμου ότι τα αλλεπάλληλα κουρέματα σε αποδοχές κάθε είδους θα συνδυάζονταν με ένα αντίστοιχο «μάζεμα» και στο κόστος της καθημερινότητας, αυτό δεν συμβαίνει. Το ίδιο άλλωστε έχει παρατηρηθεί σε όλες τις χώρες που έχουν αντιμετωπίσει προβλήματα ελλειμμάτων και χρέους (χρεοκοπίας δηλαδή) σε συνδυασμό με ύφεση.
Το κόστος ζωής παραμένει υψηλό τόσο για ρεαλιστικούς λόγους όσο και για τεχνητούς, που αποσκοπούν στην ευκολότερη διαχείριση των μαζών. Διότι, κακά τα ψέματα, όταν αποφασίζεις να φέρεις τα πάνω κάτω σε μια χώρα, δεν μπορείς να αφήσεις τον κόσμο με γεμάτο στομάχι... Αντιθέτως, ο κόσμος θα πρέπει να φοβάται για την επόμενη ημέρα. Και η ακρίβεια μπορεί να προκαλέσει φόβο. Ειδικότερα για την ελληνική περίσταση, η ακρίβεια και οι υψηλές τιμές, που διατηρούνται, οφείλονται σε τρεις κεντρικούς λόγους:
- Το υψηλό κόστος χρήματος και δανεισμού, που καθιστά ακριβή την ελληνική παραγωγή, ακόμη ακριβότερα τα εισαγόμενα προϊόντα και αναγκάζει τους εισαγωγείς να λειτουργούν σε συνθήκες προ κοινού νομίσματος.
- Την άγρια φορολογία, από τα καύσιμα μέχρι τον ΦΠΑ, που αυξάνει τις τελικές τιμές των προϊόντων.
- Τη δράση των πιο παθογενών στοιχείων της ελληνικής αγοράς, και κυρίως των καρτέλ, που σε ρόλο σύγχρονων μαυραγοριτών συνεχίζουν να πλουτίζουν και να κερδοσκοπούν στην πλάτη του ελληνικού λαού.
Εάν το υψηλό κόστος χρήματος «προκύπτει» από την κατάσταση στην οποία οδήγησαν οι τελευταίες κυβερνήσεις την οικονομία, ενώ η άγρια (και άδικη) φορολογία προέκυψε ως (λανθασμένο) αντίδοτο για να προκύψουν κρατικά έσοδα, τα καρτέλ και τα «κόλπα» στα οποία συστηματικά προσφεύγουν διάφορες επιχειρήσεις για να συντηρούν τα υπερκέρδη τους, είναι η πιο καταδικαστέα πρακτική.
Πρακτική Νοτίου Αμερικής
Τα ελληνικά καρτέλ μπορεί να μην έχουν σχέση με τις συμμορίες της Νοτίου Αμερικής και τους βαρόνους των ναρκωτικών, αλλά στην πράξη λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο, αφού προχωρούν σε (γκανγκστερικές) συμφωνίες κάτω από το τραπέζι για να διατηρούν τις τιμές διαφόρων προϊόντων σε συγκεκριμένα υψηλά επίπεδα, και τα δικά τους κέρδη ακόμη υψηλότερα.
Έτσι, παρά τη βαθιά ύφεση και τη μείωση των εισοδημάτων, οι τιμές τόσο στα είδη βασικής ανάγκης όσο και γενικότερα στην αγορά παραμένουν σε αδικαιολόγητα ύψη – και σε μερικές περιπτώσεις έχουν αυξηθεί σημαντικά λόγω των ολιγοπωλιακών πρακτικών που επικρατούν σε κύριους κλάδους της αγοράς με έμφαση τα καύσιμα και τα τρόφιμα.
Στην ελληνική αγορά είναι εμφανείς τους τελευταίους μήνες οριζόντιες και κάθετες συμπράξεις, οι στρατηγικές εταιρικές πρακτικές, η διασύνδεση προϊόντων και η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης από επιχειρήσεις, οι οποίες επιβάλλουν τους δικούς τους όρους εκμεταλλευόμενες τον όγκο τους και τα μερίδια της αγοράς που ελέγχουν. Όσο μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς ελέγχουν οι εταιρείες που βρίσκονται σε συνεννόηση, τόσο πιο εύκολο είναι το παιχνίδι τους...
Ίσως η πιο γνωστή περίπτωση λειτουργίας καρτέλ στην Ελλάδα να ήταν αυτή του γάλακτος. Ήταν το 2006, όταν η Επιτροπή Ανταγωνισμού «τσίμπησε» 17 μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες, αλλά και προμηθευτές, παραγωγούς (ακόμα και τα σούπερ μάρκετ) να στήνουν τις τιμές στο γάλα περίπου όπως οι «παράγκες» στο ποδόσφαιρο έστηναν τα αποτελέσματα των αγώνων...
Σήμερα το ελληνικό φρέσκο γάλα παραμένει ακριβό, ενώ τα οικονομικά πολλών εταιρειών που ασχολούνται στη συγκεκριμένη βιομηχανία είναι τόσο αρνητικά, που σύντομα θα έρθουν αναγκαστικές συγχωνεύσεις στον κλάδο. Αποτέλεσμα; Ακόμη πιο ακριβό γάλα λόγω της έλλειψης ανταγωνισμού.
Ένα άλλο παραδοσιακό πεδίο λειτουργίας καρτέλ είναι τα καύσιμα. Ενώ η τιμή της βενζίνης δεν συνδέεται άμεσα με την τιμή του αργού πετρελαίου, οι εταιρείες πετρελαιοειδών ή και οι χονδρέμποροι, παρ’ ότι αγοράζουν φθηνά από τα διυλιστήρια, πωλούν ακριβότερα στον καταναλωτή μόλις το βαρέλι του πετρελαίου ανέβει έστω και μερικά σεντς. Αποτέλεσμα, η επιβάρυνση για τον καταναλωτή.
Τα καύσιμα βέβαια είναι ένα πολύ ιδιαίτερο πεδίο, καθώς, εκτός από τη δράση των ιδιωτικών καρτέλ, πλήττεται και από τα καρτέλ του... κράτους. Σήμερα, με τους φόρους στο κάθε λίτρο της βενζίνης να ξεπερνούν το 50% της αξίας που πληρώνει ο καταναλωτής, γίνεται αντιληπτό το παιχνίδι που μπορεί να παιχτεί...
Ιδού πώς λειτουργεί το διπλό παιχνίδι στα καύσιμα, με μέση τιμή αμόλυβδης στα 1,81 ευρώ το λίτρο: Η τιμή διυλιστηρίου είναι 0,71 ευρώ το λίτρο (39,2%), οι κρατικές εισφορές 0,68 (37,8%) και ένα κέρδος για το πρατήριο συν άλλα έξοδα 0,07 (4,3%). Στην τιμή αυτήν των 1,476 επιβάλλεται και ΦΠΑ 23%. Δηλαδή άλλο ένα 18,7%. Άρα το κράτος βάζει στο ταμείο του από φόρους και ΦΠΑ το 56% της τιμής της αντλίας, ενώ στο υπόλοιπο που καθορίζεται από τις διεθνείς τιμές πετρελαίου (Platts) παίζουν οι έμποροι...
Το κακό όμως με τα καύσιμα είναι ότι η άγρια φορολογία, που εκτίναξε τις τιμές σε εξωπραγματικά επίπεδα, όχι μόνο δεν αποφέρει καρπούς (1.000 και πλέον πρατήρια έκλεισαν από το 2010, ενώ τα κρατικά έσοδα μειώθηκαν λόγω της μείωσης της κατανάλωσης), αλλά δημιουργεί και παρενέργειες σε ολόκληρη την αγορά.
Τα καύσιμα, ιδιαίτερα σε μια χώρα στην οποία το εμπόριο στηρίζεται σε οδικές μεταφορές, επηρεάζουν την τελική τιμή όλων των προϊόντων. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τη μεγάλη εξάρτηση από τις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών πετρελαίου και την αδυναμία πάταξης του λαθρεμπορίου, οδηγούν σε ένα και μόνο συμπέρασμα: Η υψηλή τιμή στα καύσιμα, πρακτικά και απλά, ευνοεί τη διατήρηση της ακρίβειας!
Γενικότερα, σε όλα τα επίπεδα όπου παρατηρείται ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς χονδρικού και λιανικού εμπορίου ή ειδικές συνθήκες, είναι εύκολες οι μυστικές συμφωνίες. Πιο πρόσφατο παράδειγμα το «καρτέλ» στην αγορά κοτόπουλου που εντόπισε η Επιτροπή Ανταγωνισμού ή το καρτέλ στο χονδρεμπόριο των νωπών οπωροκηπευτικών που «έπιασε» η Γενική Γραμματεία Εμπορίου.
Πηγή
Σε αντίθεση με την ελπίδα του κόσμου ότι τα αλλεπάλληλα κουρέματα σε αποδοχές κάθε είδους θα συνδυάζονταν με ένα αντίστοιχο «μάζεμα» και στο κόστος της καθημερινότητας, αυτό δεν συμβαίνει. Το ίδιο άλλωστε έχει παρατηρηθεί σε όλες τις χώρες που έχουν αντιμετωπίσει προβλήματα ελλειμμάτων και χρέους (χρεοκοπίας δηλαδή) σε συνδυασμό με ύφεση.
Το κόστος ζωής παραμένει υψηλό τόσο για ρεαλιστικούς λόγους όσο και για τεχνητούς, που αποσκοπούν στην ευκολότερη διαχείριση των μαζών. Διότι, κακά τα ψέματα, όταν αποφασίζεις να φέρεις τα πάνω κάτω σε μια χώρα, δεν μπορείς να αφήσεις τον κόσμο με γεμάτο στομάχι... Αντιθέτως, ο κόσμος θα πρέπει να φοβάται για την επόμενη ημέρα. Και η ακρίβεια μπορεί να προκαλέσει φόβο. Ειδικότερα για την ελληνική περίσταση, η ακρίβεια και οι υψηλές τιμές, που διατηρούνται, οφείλονται σε τρεις κεντρικούς λόγους:
- Το υψηλό κόστος χρήματος και δανεισμού, που καθιστά ακριβή την ελληνική παραγωγή, ακόμη ακριβότερα τα εισαγόμενα προϊόντα και αναγκάζει τους εισαγωγείς να λειτουργούν σε συνθήκες προ κοινού νομίσματος.
- Την άγρια φορολογία, από τα καύσιμα μέχρι τον ΦΠΑ, που αυξάνει τις τελικές τιμές των προϊόντων.
- Τη δράση των πιο παθογενών στοιχείων της ελληνικής αγοράς, και κυρίως των καρτέλ, που σε ρόλο σύγχρονων μαυραγοριτών συνεχίζουν να πλουτίζουν και να κερδοσκοπούν στην πλάτη του ελληνικού λαού.
Εάν το υψηλό κόστος χρήματος «προκύπτει» από την κατάσταση στην οποία οδήγησαν οι τελευταίες κυβερνήσεις την οικονομία, ενώ η άγρια (και άδικη) φορολογία προέκυψε ως (λανθασμένο) αντίδοτο για να προκύψουν κρατικά έσοδα, τα καρτέλ και τα «κόλπα» στα οποία συστηματικά προσφεύγουν διάφορες επιχειρήσεις για να συντηρούν τα υπερκέρδη τους, είναι η πιο καταδικαστέα πρακτική.
Πρακτική Νοτίου Αμερικής
Τα ελληνικά καρτέλ μπορεί να μην έχουν σχέση με τις συμμορίες της Νοτίου Αμερικής και τους βαρόνους των ναρκωτικών, αλλά στην πράξη λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο, αφού προχωρούν σε (γκανγκστερικές) συμφωνίες κάτω από το τραπέζι για να διατηρούν τις τιμές διαφόρων προϊόντων σε συγκεκριμένα υψηλά επίπεδα, και τα δικά τους κέρδη ακόμη υψηλότερα.
Έτσι, παρά τη βαθιά ύφεση και τη μείωση των εισοδημάτων, οι τιμές τόσο στα είδη βασικής ανάγκης όσο και γενικότερα στην αγορά παραμένουν σε αδικαιολόγητα ύψη – και σε μερικές περιπτώσεις έχουν αυξηθεί σημαντικά λόγω των ολιγοπωλιακών πρακτικών που επικρατούν σε κύριους κλάδους της αγοράς με έμφαση τα καύσιμα και τα τρόφιμα.
Στην ελληνική αγορά είναι εμφανείς τους τελευταίους μήνες οριζόντιες και κάθετες συμπράξεις, οι στρατηγικές εταιρικές πρακτικές, η διασύνδεση προϊόντων και η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης από επιχειρήσεις, οι οποίες επιβάλλουν τους δικούς τους όρους εκμεταλλευόμενες τον όγκο τους και τα μερίδια της αγοράς που ελέγχουν. Όσο μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς ελέγχουν οι εταιρείες που βρίσκονται σε συνεννόηση, τόσο πιο εύκολο είναι το παιχνίδι τους...
Ίσως η πιο γνωστή περίπτωση λειτουργίας καρτέλ στην Ελλάδα να ήταν αυτή του γάλακτος. Ήταν το 2006, όταν η Επιτροπή Ανταγωνισμού «τσίμπησε» 17 μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες, αλλά και προμηθευτές, παραγωγούς (ακόμα και τα σούπερ μάρκετ) να στήνουν τις τιμές στο γάλα περίπου όπως οι «παράγκες» στο ποδόσφαιρο έστηναν τα αποτελέσματα των αγώνων...
Σήμερα το ελληνικό φρέσκο γάλα παραμένει ακριβό, ενώ τα οικονομικά πολλών εταιρειών που ασχολούνται στη συγκεκριμένη βιομηχανία είναι τόσο αρνητικά, που σύντομα θα έρθουν αναγκαστικές συγχωνεύσεις στον κλάδο. Αποτέλεσμα; Ακόμη πιο ακριβό γάλα λόγω της έλλειψης ανταγωνισμού.
Ένα άλλο παραδοσιακό πεδίο λειτουργίας καρτέλ είναι τα καύσιμα. Ενώ η τιμή της βενζίνης δεν συνδέεται άμεσα με την τιμή του αργού πετρελαίου, οι εταιρείες πετρελαιοειδών ή και οι χονδρέμποροι, παρ’ ότι αγοράζουν φθηνά από τα διυλιστήρια, πωλούν ακριβότερα στον καταναλωτή μόλις το βαρέλι του πετρελαίου ανέβει έστω και μερικά σεντς. Αποτέλεσμα, η επιβάρυνση για τον καταναλωτή.
Τα καύσιμα βέβαια είναι ένα πολύ ιδιαίτερο πεδίο, καθώς, εκτός από τη δράση των ιδιωτικών καρτέλ, πλήττεται και από τα καρτέλ του... κράτους. Σήμερα, με τους φόρους στο κάθε λίτρο της βενζίνης να ξεπερνούν το 50% της αξίας που πληρώνει ο καταναλωτής, γίνεται αντιληπτό το παιχνίδι που μπορεί να παιχτεί...
Ιδού πώς λειτουργεί το διπλό παιχνίδι στα καύσιμα, με μέση τιμή αμόλυβδης στα 1,81 ευρώ το λίτρο: Η τιμή διυλιστηρίου είναι 0,71 ευρώ το λίτρο (39,2%), οι κρατικές εισφορές 0,68 (37,8%) και ένα κέρδος για το πρατήριο συν άλλα έξοδα 0,07 (4,3%). Στην τιμή αυτήν των 1,476 επιβάλλεται και ΦΠΑ 23%. Δηλαδή άλλο ένα 18,7%. Άρα το κράτος βάζει στο ταμείο του από φόρους και ΦΠΑ το 56% της τιμής της αντλίας, ενώ στο υπόλοιπο που καθορίζεται από τις διεθνείς τιμές πετρελαίου (Platts) παίζουν οι έμποροι...
Το κακό όμως με τα καύσιμα είναι ότι η άγρια φορολογία, που εκτίναξε τις τιμές σε εξωπραγματικά επίπεδα, όχι μόνο δεν αποφέρει καρπούς (1.000 και πλέον πρατήρια έκλεισαν από το 2010, ενώ τα κρατικά έσοδα μειώθηκαν λόγω της μείωσης της κατανάλωσης), αλλά δημιουργεί και παρενέργειες σε ολόκληρη την αγορά.
Τα καύσιμα, ιδιαίτερα σε μια χώρα στην οποία το εμπόριο στηρίζεται σε οδικές μεταφορές, επηρεάζουν την τελική τιμή όλων των προϊόντων. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τη μεγάλη εξάρτηση από τις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών πετρελαίου και την αδυναμία πάταξης του λαθρεμπορίου, οδηγούν σε ένα και μόνο συμπέρασμα: Η υψηλή τιμή στα καύσιμα, πρακτικά και απλά, ευνοεί τη διατήρηση της ακρίβειας!
Γενικότερα, σε όλα τα επίπεδα όπου παρατηρείται ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς χονδρικού και λιανικού εμπορίου ή ειδικές συνθήκες, είναι εύκολες οι μυστικές συμφωνίες. Πιο πρόσφατο παράδειγμα το «καρτέλ» στην αγορά κοτόπουλου που εντόπισε η Επιτροπή Ανταγωνισμού ή το καρτέλ στο χονδρεμπόριο των νωπών οπωροκηπευτικών που «έπιασε» η Γενική Γραμματεία Εμπορίου.
Πηγή