Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

ΥΓΕΙΑ: Εισάγουμε μολυσμένα φρούτα και λαχανικά

Ανήμποροι να θωρακιστούν από τα χημικά υπολείμματα των φυτοφαρμάκων είναι οι Έλληνες καταναλωτές καθώς, όπως αναφέρουν οι επιστήμονες, οι γνωστές μέθοδοι καθαρισμού των λαχανικών και των φρούτων, όπως το πλύσιμο, η αποφλοίωση ή ακόμα και το μαγείρεμα, δεν έχουν -στις περισσότερες περιπτώσεις- το παραμικρό αποτέλεσμα! Έντονη ανησυχία προκαλεί η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων για τον εντοπισμό κατάλοιπων από φυτοφάρμακα στην συντριπτική πλειονότητα των γεωργικών προϊόντων που εισάγονται στην Ελλάδα. 



 Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ερευνών από το Περιφερειακό Κέντρο Προστασίας Φυτών και Ποιοτικού Ελέγχου Θεσσαλονίκης, φορείς ιχνών από φάρμακα αγροτικής παραγωγής είναι συνολικά το 84,6% των φρούτων και λαχανικών τα οποία εισήχθησαν στην χώρα μας μέσα στο 2010. Το ποσοστό αυτό, μάλιστα, είναι κατακόρυφα αυξημένο σε σχέση με το 2009, όταν φαρμακευτικά υπολείμματα είχαν βρεθεί μόλις στο 46,2% των δειγμάτων από τα εισαγόμενα φρούτα και λαχανικά. Οι επιστημονικές απόψεις για την επικινδυνότητα αυτών των προϊόντων διίστανται, καθώς στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, τα χημικά υπολείμματα εντοπίζονται σε χαμηλότερα επίπεδα από τα όρια επικινδυνότητας. «Τα όρια δεν λένε τίποτα, καθώς όταν τα αγροτικά προϊόντα καταναλώνονται από τον άνθρωπο οι χημικές ουσίες δρουν πολλαπλασιαστικά. Οι ουσίες που έχουν τα σύγχρονα φυτοφάρμακα μπορούν να προκαλέσουν αναρίθμητα προβλήματα στο συκώτι, τα νεφρά και το ανοσοποιητικό σύστημα, καθώς επίσης και ορμονικές διαταραχές ή βλάβες στο νευρικό σύστημα», δηλώνει ο χημικός και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος, Νίκος Κατσαρός.

«Εισχωρούν στον ιστό»

«Τα νέα δεδομένα που έχουμε για την ποιότητα των εισαγόμενων φρούτων και λαχανικών σίγουρα προκαλούν έκπληξη, καθώς για το 2010 τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων που εντοπίστηκαν ήταν πολύ πιο αυξημένα από το συνηθισμένο», δηλώνει η Ουρανία Μενκίσογλου - Σπυρούδη, καθηγήτρια του Εργαστήριου Γεωργικών Φαρμάκων στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Η Ουρ. Μενκίσογλου - Σπυρούδη επισημαίνει ότι οι αλλαγές που έχουν γίνει στη χημική σύσταση των φυτοφαρμάκων τα τελευταία χρόνια στην ουσία ακυρώνουν τις παραδοσιακές μεθόδους που χρησιμοποιούν οι καταναλωτές για να καθαρίσουν τα φρούτα και τα λαχανικά, όπως το καλό πλύσιμο ή το μαγείρεμά τους. «Υπάρχουν πολλές χημικές ουσίες από τα φυτοφάρμακα, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να εισχωρούν μέσα στο προϊόν. Έτσι, το πλύσιμο ή ακόμα και το ξεφλούδισμα των προϊόντων πολλές φορές δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που δεν βοηθά ούτε το βράσιμο».

Όπως έδειξαν οι δειγματοληπτικές αναλύσεις του Περιφερειακού Κέντρου Προστασίας Φυτών και Ποιοτικού Ελέγχου, το οποίο υπάγεται στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, από το 84,6% των προϊόντων που βρέθηκαν με χημικά κατάλοιπα, μόλις στο 1,5% κρίθηκε ακατάλληλο. «Αυτό το ποσοστό αφορά τα προϊόντα στα οποία τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων ανιχνεύθηκαν σε όρια ανώτερα του επιτρεπτού. Στο υπόλοιπο ποσοστό τα κατάλοιπα είναι από 10 έως και 100 φορές κάτω των ορίων, κάτι που δείχνει ότι δεν υπάρχει επικινδυνότητα για τη δημόσια υγεία», λέει η Ουρ. Μενκίσογλου - Σπυρούδη.

Τα όρια της Ε.Ε.

«Ο κόσμος πρέπει να γνωρίζει ότι τα όρια της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν είναι αυστηρά. Στη Ρωσία τα όρια επικινδυνότητας είναι κατά 50% χαμηλότερα, γι’ αυτό μάλιστα δεν κάνει μεγάλες εισαγωγές αγροτικών προϊόντων από την Ευρώπη», αναφέρει ο Ν. Κατσαρός. «Τα προβλήματα με την ποιότητα των αγροτικών προϊόντων οφείλονται στις πιέσεις που υπάρχουν για μεγάλη παραγωγή. Δυστυχώς, πολλά φρούτα και λαχανικά καταλήγουν να ενέχουν κινδύνους για την υγεία. Οι καταναλωτές πρέπει να είναι ενήμεροι και να προσέχουν τι και από πού προέρχεται αυτό που αγοράζουν. Για παράδειγμα, τα ντόπια φρούτα και λαχανικά είναι κατά πάσα πιθανότητα καλύτερα επειδή αφορούν προϊόντα εποχής που δεν έχουν μεταφερθεί από τη μία άκρη του κόσμου στην άλλη. Βεβαίως, η καλύτερη επιλογή γι’ αυτούς που μπορούν να αντεπεξέλθουν στο υψηλότερο κόστος είναι τα βιολογικά προϊόντα», επισημαίνει ο Δημήτρης Ιμπραήμ, υπεύθυνος Εκστρατειών της Greenpeace.

Του Αλέξανδρου Κόντη


 Πηγή