Από τις αιτήσεις για ρύθμιση χρεών, που έχουν υποβληθεί στις μεγάλες τράπεζες με βάση τον νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, προκύπτει ότι περίπου το 75% των αιτήσεων αφορά ιδιώτες που έχουν σχέση εξαρτημένης εργασίας με το Δημόσιο.
Υπάλληλοι υπουργείων, δάσκαλοι και καθηγητές, αστυνομικοί, τραπεζικοί, υπάλληλοι ΔΕΚΟ και Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά και συνταξιούχοι του Δημοσίου συνθέτουν την εικόνα της πλειονότητας των ιδιωτών που δηλώνουν πτώχευση, αδυνατώντας να καλύψουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις.
Πρόκειται για εργαζόμενους με μέσες δανειακές επιβαρύνσεις της τάξης των 170.000 ευρώ στις πέντε μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες με μέσο μισθό που κυμαίνεται μεταξύ 1.600-1.800 ευρώ και μηνιαίες δανειακές υποχρεώσεις πάνω από τις 2.000 ευρώ για στεγαστικά, καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές.
60.000 ευρώ Το 60% των χρεών αφορά σε κάρτες και καταναλωτικά δάνεια αδιασφάλιστα και χωρίς υποθήκες και το 40% σε στεγαστικά.
Για παράδειγμα, καθηγητής λυκείου υπέβαλε αίτηση πτώχευσης με μηνιαίο εισόδημα 2.000 ευρώ. Είναι επιβαρυμένος με ένα στεγαστικό δάνειο ύψους 60.000 ευρώ, ένα καταναλωτικό δάνειο ύψους 16.000 ευρώ και τέσσερις πιστωτικές κάρτες με χρέος ύψους 40.000 ευρώ.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση τραπεζικού υπάλληλου με μισθό 1.950 ευρώ, με δανειακές υποχρεώσεις 144.000 ευρώ. Οφείλει στεγαστικό ύψους 80.000, τρία καταναλωτικά 24.000 ευρώ, ενώ έχει δύο πιστωτικές κάρτες με χρέη 10.000 ευρώ και 30.000 ευρώ σε άλλον πιστωτή. Σε ό,τι αφορά το υπόλοιπο 25% όσων έχουν υποβάλει αιτήσεις πτώχευσης, περίπου το 10% είναι ιδιωτικοί υπάλληλοι εν ενεργεία και άνεργοι, 5% είναι ελεύθεροι επαγγελματίες και το υπόλοιπο 10% περίπου είναι συνταξιούχοι ΤΕΒΕ, ΙΚΑ και Ταμείου Εμπόρων.
ΔΕΝ ΣΥΖΗΤΟΥΝ ΣΒΗΣΙΜΟ ΧΡΕΩΝ Ανοιχτές στη ρύθμιση οι τράπεζες
Προϋπόθεση για να ενταχθεί ένας καταναλωτής στις διατάξεις του νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά είναι η οριστική ή επαπειλούμενη μη δόλια μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Και η απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του -σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του νόμου- μπορεί να γίνει μόνο μία φορά.
Η διαδικασία, βάσει του νόμου, προβλέπει σε πρώτη φάση την αποστολή μιας επιστολής στην οποία ο δανειολήπτης ζητεί να μάθει το ακριβές ύψος των οφειλών του. Στη συνέχεια αποστέλλει μια αίτηση εξωδικαστικού συμβιβασμού, προτείνοντας κάποιο συγκεκριμένο τρόπο διευθέτησης της οφειλής του.
Σε αυτήν τη φάση συνήθως απορρίπτονται οι αιτήσεις που ζητούν απαλλαγή και όχι ρύθμιση χρεών. Αν και εφόσον απορριφθεί η συγκεκριμένη αίτηση, ο δανειολήπτης προχωρεί στην αποστολή νέας αίτησης για δικαστικό πλέον συμβιβασμό.
Εκεί εφόσον υπάρξει συμφωνία, υπογράφεται ένα πρακτικό το οποίο και αποτελεί σύμβαση ρύθμισης. Αν δεν υπάρξει και σε αυτή την περίπτωση, τότε ακολουθεί το τρίτο στάδιο, όπου πλέον εκδικάζεται η απόφαση που θα είναι εκτελεστή από όλες τις πλευρές.
Πηγήhttp://www.alfavita.gr/artro.php?id=28784