Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

Να διδαχθούμε επιτέλους

Όταν χρειάστηκαν ειδικές γνώσεις για θέματα ασφάλειας των τηλεπικοινωνιών, τότε επιλέχτηκα για εκπαίδευση και πήγα στη Ζυρίχη της Ελβετίας. Τέτοιες μέρες ήταν, μέρες Χριστουγέννων του ‘82 που τελείωσε η εκπαίδευσή μου και ο εκπαιδευτής μου, ένας νεαρός μηχανικός, πρότεινε αποχαιρετιστήριο δείπνο σε ένα από τα εστιατόρια της πόλης. Εκεί κουβεντιάσαμε χαλαρά για τον τρόπο ζωής στις δύο χώρες. Στην ερώτησή μου, πώς βλέπει εκείνος τη ζωή στη χώρα του, μου είπε: «Ξέρεις, αύριο θα πάω να δω τον πατέρα μου, μένει στην ξύλινη καλύβα του στα βουνά. Λίγο πιο κάτω από αυτόν η περιοχή κατοικείται από Έλληνες. Εκεί να δεις βίλες! Εκεί να δεις σαλέ! Θα νόμιζε κάποιος πως η χώρα σου η Ελλάδα είναι η πλουσιότερη χώρα του κόσμου. Εμείς στην περιοχή μου είμαστε παρίες μπροστά στους πατριώτες σου!»  

«Τόσοι πολλοί είναι;», ρώτησα.
«Τόσοι πολλοί και τόσο πλούσιοι», μου απάντησε.
«Δυστυχώς δε συμβαίνει το ίδιο και με τις δικές μας ορεινές περιοχές», είπα, «τα δικά μας βουνά έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους από τις κυβερνήσεις μας.
Αυτές τις κυβερνήσεις, που χάριζαν το χρήμα του λαού μας, στους γείτονες του πατέρα σου».
«Όμως η Ελλάδα έπρεπε να είναι ο Παράδεισος στη γη», μου ξανάπε.

«Δηλαδή, πώς τον εννοείς τον παράδεισο;», ρώτησα
«Μα, κοίταξε λίγο έξω από το παράθυρο να καταλάβεις».
Κοίταξα κι είδα κρύσταλλα να κρέμονται από τις διπλανές στέγες, τα ρείθρα των παραθύρων, και στα κλαδιά των γυμνών δένδρων. Οι δρόμοι ήταν παγωμένοι αλλά καθαροί από χιόνι. Τα χριστουγεννιάτικα φώτα έδειχναν γιορτή. Αν δεν υπήρχαν αυτά θα πιανόταν η ψυχή σου.
«Αυτή την παγωνιά που βλέπεις, εμείς θα την έχουμε και τον Απρίλη. Ενώ στην Ελλάδα;»
«Στην Ελλάδα τον Απρίλη έχουμε Άνοιξη, όλα είναι λουλουδιασμένα!»
«Είδες, αυτό εννοώ».
«Ξέρεις τι μπορούμε να καλλιεργήσουμε στην Ελβετία;»
«Όχι, δεν ξέρω»
«Σχεδόν τίποτα, γιατί τίποτα δε φυτρώνει στις απότομες πλαγιές των βουνών μας, τίποτα άλλο, παρά μόνον  άγριο χόρτο».
«Ναι, αλλά βλέπω του κόσμου τα καλά στα μανάβικά σας!»
«Τα εισάγουμε όλα. Αφού λοιπόν μόνο βουνά και αγριόχορτο έχουμε, φροντίσαμε κι εμείς να βόσκουμε αγελάδες, είναι οι μόνες που τρώνε το αγριόχορτο. Οι αγελάδες παράγουν γάλα!»
«Συνεπώς, πουλάτε το γάλα».
«Όχι, αν δοκιμάζαμε να ζήσουμε με τα χρήματα από το γάλα δε θα έφταναν. Το γάλα  αυτό καθεαυτό δεν έχει υψηλή τιμή. Αποφασίσαμε λοιπόν το γάλα μας να το κάνουμε σοκολάτες. Εισάγουμε κακάο και ξηρούς καρπούς και εξάγουμε τις περίφημες σοκολάτες μας σε όλον τον κόσμο. Έτσι κερδίζουμε χρήματα. Κερδίζουμε δίνοντας αξία στο βασικό μας προϊόν. Το επόμενο είναι τα τυριά μας.
Τα ελβετικά τυριά είναι επίσης περίφημα. Εκμεταλλευόμαστε αυτό που έχουμε!
Εσάς τι σας εμποδίζει να κάνετε κάτι ανάλογο;
Δεν έχετε γάλα;»
Δε μίλησα, κούνησα μόνο το κεφάλι μου δείχνοντας ότι τον κατανοώ.
«Ξέρεις γιατί έχουμε τα καλύτερα ρολόγια;»
«Υποθέτω πως επειδή είσαστε ακριβολόγοι».
«Όχι, αυτό έγινε επειδή η Ελβετία είναι στη μέση της Ευρώπης. Είμαστε ανάμεσα σε βουνά, η μεταφορά πρώτης ύλης εδώ είναι πανάκριβη και γίνεται μόνο με τραίνο, ή ακόμα χειρότερα, με αεροπλάνο. Έτσι αποφασίσαμε να φτιάχνουμε ρολόγια που χρειάζονται ελάχιστη πρώτη ύλη.  Χρειάζονται όμως ακρίβεια και πολλή δουλειά. Αφού ο καιρός μας κλείνει μέσα πάνω από το μισό χρόνο, αναπτύξαμε την ωρολογοποιία ως οικοτεχνία. Οι μεγάλες μάρκες ξεκίνησαν ως οικογενειακές επιχειρήσεις. Το ίδιο και τα φάρμακα. Εκμεταλλευτήκαμε τις αδυναμίες του τόπου μας και τις κάναμε πλεονέκτημα! Από τις τράπεζες δεν κερδίζει ο λαός, μόνον οι τραπεζίτες. Εσείς γιατί δεν το κάνετε;»
Ενώ στην Ελλάδα;
«Πες μου ένα μέρος της χώρας σου που να απέχει περισσότερο από 50 χιλιόμετρα από το κοντινότερο λιμάνι! Αν έχεις λιμάνι, μπορείς να μεταφέρεις τεράστιες ποσότητες πρώτης ύλης, να φτιάξεις ελαφρά, ακόμη και βαριά βιομηχανία, οπουδήποτε.
Εσείς στην Ελλάδα γιατί δεν έχετε βιομηχανία; Τι σας λείπει;
Πες μου πού θα ρίξεις ένα σπόρο στην Ελλάδα και δε θα φυτρώσει!
Εκεί εσείς μπορείτε να παράγετε οτιδήποτε, να καλύπτετε τις δικές σας ανάγκες και να εξάγετε σε εμάς. Ποιός σπόρος δε θα φυτρώσει και ποιο φυτό δε θα καρπίσει στη χώρα σου;
Γιατί δεν το κάνετε; Τι σας εμποδίζει;
Αυτό δεν είναι το συγκριτικό σας πλεονέκτημα;
Γιατί δεν το αξιοποιείτε;
Πες μου, ποιά άλλη χώρα έχει τέτοιον Ήλιο, τέτοια θάλασσα, τόσα νησιά, τέτοιες καταπληκτικές παραλίες; Ξέρεις καμία άλλη;
Η χώρα σου αποτελεί το όνειρο διακοπών κάθε Ευρωπαίου πάνω από τα σύνορά σας.
Εσείς έπρεπε να φιλοξενείτε ολόκληρη την Ευρώπη. Γιατί δεν το κάνετε;
Πες μου μια άλλη χώρα στον κόσμο με ανάλογο αρχαίο πολιτισμό.
Κάθε παλάμη του τόπου σας, κρύβει στο χώμα της μοναδικούς αρχαίους θησαυρούς.
Γιατί δεν τους αναδεικνύετε; Ποιόν περιμένετε να κάνει τις ανασκαφές που είναι απαραίτητες; Πόσους Σλήμαν νομίζετε πως έχει η Ευρώπη;
Ξέρεις τι μαθαίνουμε στο σχολείο;
Μαθαίνουμε για τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη. Ξέρεις τι σημαίνει για τον ξένο να παρακολουθήσει αρχαίο δράμα σε ένα από τα αρχαία θέατρά σας;
Ρωτάς εμάς αν έχουμε αρχαίο θέατρο, αν φτιάξαμε τα δικά σας υπέροχα γλυπτά, αν ανακαλύψαμε τις επιστήμες;
Ρωτάς εμάς αν έχουμε Δελφούς και Ηνίοχο, αν έχουμε Παρθενώνα;
Ρωτάς εμάς γιατί ερχόμαστε;
Ερχόμαστε για να δούμε, να αισθανθούμε τον τόπο, να αναπνεύσουμε τον αέρα, να ζεσταθούμε από τον Ήλιο της χώρας στην οποία ξεκίνησε η αρχική δημιουργία.
Αυτό θέλουμε!
Δεν θέλουμε τα νυχτερινά κέντρα και τα σκυλάδικά σας.
Πώς κατάντησε ο λαός που επεδίωκε την τελειότητα ακόμη και στην πέτρα, ακόμη και στο μπρούτζο, ο λαός που επεδίωκε την τελειότητα στο πνεύμα;
Πού είναι οι αξίες σας;»
Όλες αυτές οι σκέψεις πέρναγαν πρόσφατα από το μυαλό μου και τις περνούσα στο χαρτί.
Γιατί είμαστε έτσι όπως είμαστε, γιατί είμαστε αυτοί που είμαστε;
Πώς κατάντησε αυτός ο λαός σε τέτοιο ξεπεσμό;
Πού μας οδήγησε ο εξευτελισμός των αξιών στη χώρα μας;
«Η Τουρκοκρατία μας έχει κάνει μεγάλη ζημιά, δεν έχουμε ξεφύγει από το ραγιαδισμό», μου έλεγε ο Παναγιώτης, ενώ μου απονεύρωνε το δόντι.
Πράγματι, αν δει κανείς προς τα πίσω, μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο και τον Αλέξανδρο, ποτέ δεν σήκωσε κεφάλι ο Ελληνισμός.
Όταν πέθανε ο Αλέξανδρος, ήρθαν οι επίγονοι. Καθάρματα του κερατά που πέρναγαν από λεπίδι όποιον αντιστεκόνταν. Κατέστρεψαν και κατέκαψαν τον τόπο μας, σε βαθμό που οι Ρωμαίοι να αποτελούν λύση. Ήρθαν οι Ρωμαίοι και υπό τη σκέπη τους δημιουργήθηκε το Βυζάντιο, κάποια στιγμή ξεπεσμού  ο υψηλός κλήρος προτίμησε το Τούρκικο φακιόλι από την Παπική τιάρα. Ανοίχτηκε από σωρεία λαθών για αιώνες η κερκόπορτα στον Τούρκο κατακτητή. Μας γονάτισε για 400 χρόνια! Καταπιέστηκε η λεβεντοσύνη  του λαού μας και αναδείχτηκε ο ραγιαδισμός. Ζήσαμε με σκυμμένο κεφάλι για 400 χρόνια! Όταν διώχτηκε ο Τούρκος άφησε πίσω του αντικαταστάτη τον «Έλληνα» κοτζάμπαση. Ο κοτζάμπασης στο πόδι του Αγά για να μη λείψει στο φτωχό η καταπίεση, να μην του λείψει υποταγή, να μη σηκώσει κεφάλι!
Ο πολιτικός μας κόσμος είναι η κοτζαμπασική μετεξέλιξη.
Μόλις τον βάλεις να κάτσει στην ηγετική καρέκλα, σου κάθεται και στο σβέρκο!
Εμείς πάλι; Εμείς δεν κάνουμε χωρίς τον σατράπη μας!
«Ήταν ένας αξιοπρεπής άνθρωπος που διεκδικούσε την εκλογή του σε χωριό του τόπου μας, και μια λέρα! Ε, βγήκε πρόεδρος η λέρα!», μου έλεγε κάτοικος του χωριού.
Σαν κάτι να μας πιάνει και να θέλουμε να ζούμε υποταγμένοι.
Φταίει που ακόμη δεν κατακτήσαμε τη βαθειά παιδεία να αποδιώξουμε το ραγιαδισμό.
Θέλουμε να μας τάζουν. Να μας φουσκώνουν ψέματα!
Το σηκώνει ο οργανισμός μας το ψέμα!
Αν δεν το σήκωνε, (τότε όσοι μας κορόιδεψαν μία, δύο, τρείς .. πεντακόσιες φορές, διάολε! τόσες μας κορόιδεψαν), αυτούς θα τους είχαμε πάρει με τις πέτρες.
Κι όμως ακόμα κάθονται στο θώκο του αγροτοσυνδικαλιστοπατέρα, του δημάρχου, του βουλευτή. Κάθονται όπως και οι δεσποτάδες. Ισόβιοι!
Εμείς πάλι, τους προσκυνάμε!
«Μπουγιουρούμ εφέντη!
Κόψε μας το μισθό από εδώ, ταλαιπώρησέ μας στη γραφειοκρατία από εκεί, πούλησέ μας την υπηρεσία που μας οφείλεις ως εκδούλευση, σφάξε μας να αγιάσουμε!»

Πράγματι ο τόπος μας έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Αλλά όταν κάποιος μιλάει για πρωτογενή ζωική παραγωγή πρέπει να μπορεί να ξεχωρίσει τη γίδα από την προβατίνα!  Οι ηγέτες μας, αυτοί δηλαδή που εμείς εκλέγουμε, είναι οι ολιγότερο άξιοι και περισσότερο καταφερτζήδες. Το στυλ τους είναι αυτό του Χατζιαβάτη στην περίοδο των εκλογών. Ύστερα μετατρέπονται, εκείνοι σε Βεληγκέκα και εμείς σε Καραγκιόζη, για να εισπράττουμε τις σφαλιάρες.
Τη σηκώνει ο οργανισμός μας τη σφαλιάρα, γιατί αν δεν τη σήκωνε θα είχαμε ορθώσει το ανάστημά μας, για να πάρουμε την τύχη μας στα χέρια μας.
Αν οι τοπικοί μας ηγέτες είχαν νου, θα είχαν δημιουργήσει υποδομές στον τόπο μας και ο κοσμάκης θα είχε διέξοδο εργασιακή. Αλλά δεν είχαν. Αν οι τοπικοί πατέρες της αγροτιάς, αν οι ίδιοι οι αγρότες μας είχαν νου, θα φρόντιζαν να υπάρξει διάδοχη κατάσταση στην καλλιέργεια του καπνού, θα ήξεραν ότι το βαμβάκι θα καταστρέψει το Θεσσαλικό κάμπο αφού το ποτάμι που τον διασχίζει δεν το λένε Νείλο αλλά Πηνειό. Αλλά φαίνεται δεν είχαν. Ο νους τους ήταν στην επιδότηση και την υπερεγγραφή ποσοτήτων για παράνομη επιδότηση. Σε βαθμό που λέγεται ότι χωριό της περιοχής μου είχε δηλώσει στο παρελθόν, τόσα ελαιόδεντρα και τόσο λάδι όσο αυτό που παράγει η Μυτιλήνη!
Πώς να σκάψει τη γη τώρα αυτός που έπαιρνε μάτσα τα χιλιάρικα καθήμενος στο καφενείο;
Άμα σε μάθουν στο εύκολο χρήμα, είναι βαρύ το τσαπί!
Τι τα θες, φίλε Ελβετέ, ο τόπος μας είναι πράγματι ευλογημένος, παράγει θησαυρούς αλλά πρέπει να του φυτέψουμε και σπόρο στη γη.
Και γι’ αυτό αποδείχτηκε πως τα τελευταία 30 χρόνια δεν είμαστε και τόσο άξιοι!
Όσο για τη βιομηχανία μας! Εκεί είναι η πονεμένη Ιστορία.
Τα θαλασσοδάνεια οι φοροαποφυγές, οι φοροκλοπές σε συνεργασία με τους επίορκους πολιτικούς. Αυτά μετακόμισαν το χρήμα στα Ελβετικά βουνά για πολυτελή σαλέ!
Τι να απομείνει στον τόπο για να δημιουργήσεις και (κυριότερα) να διατηρήσεις βιομηχανία;
Πρέπει να έχεις μέσα σου και λίγο πατριωτισμό!
Οι «βιομήχανοί» μας μόνο για κάτι τέτοιο δε φημίζονται.
Όσο για τους πολιτικούς μας, πάρτε παράδειγμα από τον ΓΑΠ. Δε δείχνει το Ελληνικό διαβατήριο, δείχνει τη βεβαίωση του Χάρβαρντ που λέει ότι πέρασε από εκεί. Αλλά δεν κατάλαβε το φτωχό του το μυαλό, ότι εκεί τον κάλεσαν σαν έκθεμα. Δεν κατάλαβε, ότι ήταν το αντικείμενο επίδειξης, αποτυχημένου άπατρη πολιτικού.
Πώς λοιπόν θέλεις να πάει μπροστά ετούτος ο τόπος που λέγεται Ελλάδα, φίλε Ελβετέ;

 του Χρήστου Σακαρίκα


Πηγή